Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΚΑΙ PANZANELLA ΤΟΣΚΑΝΗΣ

ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΚΑΙ
PANZANELLA ΤΟΣΚΑΝΗΣ


Αν μικρός ερωτευτείς βαριά, μένεις σαν στήλη άλατος μπροστά στο ίνδαλμά σου…
Καλωσόρισες και πέρνα μέσα γιατί το μενού σήμερα έχει μια ιστορία έρωτα, μια παιδική φάρσα και μια… Panzanella Τοσκάνης!

Πήγα κι εγώ κάποτε στη Φλωρεντία… «Πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Τοσκάνης και της ομώνυμης επαρχίας η οποία από το 1865 έως το 1870 ήταν η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ιταλίας», όπως λέει το λεξικό.

Έναν ολόκληρο μήνα έζησα εκεί. Φίλη της μητέρας μου πήρε το κλειδί του διαμερίσματος ενός ανιψιού της, που σπούδαζε Ζωγραφική εκεί κι είχε γυρίσει για διακοπές στην Ελλάδα. Μαζί με τις δυο έφηβες κόρες της, τη μάνα μου κι εμένα, απολαύσαμε 30 μέρες σε έναν από τους ωραιότερους τόπους της γης.

Λεφτά πολλά οι μανάδες δεν είχανε. Τους τα έφαγαν τα εισιτήρια και οι ξεναγήσεις στα αξιοθέατα, μέχρι την Σιένα και την Πίζα έφτασε η χάρη μας. Οπότε, πολύς ποδαρόδρομος και πτωχικό φαί…

Οι Ιταλοί, όπως κάθε Μεσογειακός λαός, πέρασαν κατά καιρούς μεγάλες φτώχειες. Ήταν όμως και καλοφαγάδες. Έτσι, οι πολυμήχανες νοικοκυρές δημιουργούσαν υπέροχα λαχταριστά πιάτα, με το «τίποτα» σχεδόν. Το συγκεκριμένο γεννήθηκε στην Τοσκάνη είναι πεντανόστιμο, χορταστικό και δεν χρειάζεται μαγείρεμα!

Το μάθανε λοιπόν τότε οι μανάδες μας και μας το έφτιαχναν μετά τις περιηγήσεις για μεσημεριανό.

PANTZANELLA (Παντζανέλλα)
(δόση για 2 άτομα)

4 φέτες χωριάτικο ψωμί μιας μέρας (ανάλατο Τοσκάνης)
4 μικρές σφιχτές ντομάτες
1 μικρό αγγούρι ξεφλουδισμένο
½ κόκκινο κρεμμύδι
10 φύλλα φρέσκος βασιλικός
3 κ.σ. λευκό ξύδι κρασιού
6 κ.σ. αγνό παρθένο ελαιόλαδο (είναι σημαντικό συστατικό)
αλάτι και πιπέρι

Αφαιρώ την κόρα από τις φέτες ψωμί και τις βρέχω στιγμιαία με νερό. Τις στύβω πολύ καλά να φύγουν τα νερά για να μη «λασπώσουν». Τρίβω το ψωμί με τα δάχτυλα μέσα σε μια σαλατιέρα. Άλλοι το προτιμούν χοντροκομμένο, κι άλλοι ψιλοκομμένο (να μοιάζει σαν το κουσκούς). Προσθέτω τις ντομάτες κομμένες, το αγγούρι και το κρεμμύδι σε ροδέλες. Ρίχνω και τον βασιλικό ψιλοκομμένο ή τσακισμένο με τα δάχτυλα. Χτυπάω το λαδόξυδο και το ρίχνω στη σαλατιέρα. Τέλος προσθέτω αλάτι και φρεσκοτριμμένο πιπέρι και ανακατεύω καλά. Σερβίρω αμέσως ή το αφήνω για 30’ στο ψυγείο.

Μου είπαν πως στην παραδοσιακή εκδοχή δεν χρειάζεται καν το αγγούρι. Όλο το γούστο σε αυτή τη συνταγή είναι πως είναι απλή και πτωχική. Οτιδήποτε λουσάτο, χλιδάτο, τρέντι κλπ εδώ δεν επιτρέπεται. Οτιδήποτε ψημένο, παστό ή καπνιστό, όπως και το τυρί απαγορεύονται, λέει. Ούτε κρουτόν, ούτε ξύδι balsamico.

ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΑΡΣΑ

Τα απογεύματα, πέφταμε για ύπνο ξερές. Ύστερα, οι δυο μανάδες έπιαναν τον καναπέ και διάβαζαν ή έπαιζαν κανένα χαρτί μέχρι να κοιμηθούμε. Eμείς, οι κορασίδες, «σαπίζαμε» στη μοναδική κρεβατοκάμαρα. Το φοιτητικό δυαράκι είχε και έγχρωμη τηλεόραση! Στην Ελλάδα, τα περισσότερα σπίτια τότε ακόμα δεν είχανε. Όμως, τι να σου κάνει το χρώμα; Τα προγράμματα ήταν αηδίες. Τηλεπαιχνίδια με ανόητες ερωτήσεις, σόου με περίπου τραγουδιστές, πλαστικές τηλεπαρουσιάστριες που σαν να είχαν ξεχάσει να ντυθούν. Όλο μπλα-μπλα και σαχλαμάρα. Τότε ακόμα, η ελληνική τηλεόραση έπαιζε συχνά κάτι ποιοτικό κι είχαμε καλομάθει. Μια, δυο, τρεις εβδομάδες τα ίδια και τα ίδια, βαρεθήκαμε!

Ένα βράδυ ζητήσαμε από την «εξουσία» να μας βγάλουν έξω. Αλλά αυτές - η εξουσία - λεφτά δεν είχανε. «Αποκλείεται», μας λένε. Αποκλείεται;… Μη μου πεις εμένα αυτή τη λέξη. Το κάνεις χειρότερο! Πιάνω τις φίλες μου και ψου-ψου-ψου στήνουμε την παρακάτω αξεπέραστη φάρσα. Μια από τις καλύτερες φάρσες της ζωής μου, και είναι ολόκληρη δικής μου έμπνευσης!

Αφήνουμε τη «μεγάλη» έξω από την πόρτα, να φυλάει τσίλιες. Μπαίνουμε οι δυο μικρότερες στην κρεβατοκάμαρα. Στερεώνουμε ένα από τα μαξιλάρια στο ένα φύλλο του ντουλαπιού στο πατάρι. Του «φοράμε» σαν ράσο ένα λευκό μονό σεντόνι. Δένουμε στο πόμολο του παταριού έναν μακρύ σπάγκο που φτάνει μέχρι το πάτωμα. Του κάνω μια θηλιά να μπορώ να το πιάσω. Κλείνω το πατάρι με το μαξιλάρι-φάντασμα μέσα. Αφήνω την τηλεόραση ανοιχτή, ως φωτιστική πηγή, να παίζει χωρίς ήχο. Λέω στη φίλη μου να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι. Σβήνω το φως και τρέχω δίπλα της να κρυφτώ κι εγώ. Με το ένα, με το δύο, με το τρία… πατάμε ταυτόχρονα και οι δυό μια σπαραχτική τσιρίδα σαν να μας χτύπησε το ηλεκτρικό ρεύμα! Ήταν θέμα δευτερολέπτων…

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα έντρομες οι μανάδες. Αμάν, τι πάθανε τα παιδιά; Με το που μπαίνουν, όπως είμαι κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι, τραβάω τον σπάγκο. Ανοίγει σαν από μόνο του το πατάρι και πετάγεται από μέσα το «φάντασμα»! Αυτές, μόνο που δεν λιποθύμησαν.

Ακολούθησε το «έλα να δεις» και γινήκαμε...σαλάτα! Όμως αντιλήφθηκαν πως, για να φτάσουν τα παιδιά τους σε τέτοιες πράξεις, μάλλον καλό θα ήταν να τα βγάλουν λίγο έξω, μια βόλτα να δουν τη Φλωρεντία by night. Έτσι, κάναμε γύρω-γύρω το… τετράγωνο, φάγαμε και από ένα παγωτό και τελικά πέσαμε ευτυχισμένες για ύπνο στα κρεβάτια μας. Πάντως, νομίζω πως κατά βάθος κι αυτές τη θέλανε τη νυχτερινή βόλτα a Firenze. Δεν είναι βέβαια πια σ’ αυτόν τον κόσμο για να τις ρωτήσω…

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Να στο πω κι αυτό! Ήμουν δώδεκα ετών. Πέρασαν χρόνια ώσπου να αντιληφθώ το μέγεθος της τύχης μου. Τότε, ως παιδί, βαριόμουν αφάνταστα την υποχρεωτική καθημερινή εκδρομή στα Μουσεία και στα Κέντρα Πολιτισμού της πόλης. Και είναι γεμάτη Μουσεία η Φλωρεντία - όσο δεν παίρνει! Τρεις μήνες δεν φτάνουν να τα δεις όλα.  Μες στα Μουσεία περνούσαμε κάθε πρωί περίπου 6 ώρες. Καθώς η μητέρα μου είχε σπουδάσει ζωγραφική, μάς έκανε λεπτομερή ξενάγηση.

Τώρα μόνο καταλαβαίνω πόσο εκείνος ο «μήνας Τέχνης» υπήρξε καθοριστικός. Όχι μόνο για την παιδεία και την επαγγελματική μου κατεύθυνση. Περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο έμαθα να βλέπω τον εξωτερικό κόσμο, τη λεγόμενη… πραγματικότητα. Τότε γκρίνιαζα, κλαψούριζα, πείσμωνα, μούτρωνα, καυγάδιζα, έκανα όλα όσα είναι ικανό να κάνει ένα παιδί για να σπάσει τα νεύρα του γονιού του. Προτιμούσα χίλιες φορές να περάσουμε το πρωινό μας «όπως όλα τα άλλα κανονικά παιδιά» σε καμιά δροσερή πλατεία. Ξάπλα, στις πολυθρόνες. Πίνοντας πορτοκαλάδα, τρώγοντας παγωτό. Χαζεύοντας και κουτσομπολεύοντας τους περαστικούς τουρίστες…
Τώρα μόνο είμαι σε θέση να εκτιμήσω την πολύτιμη εμπειρία που είχα τόσο μικρή. Την ευκαιρία να απορροφήσει ο νους μου σχήματα, χρώματα, μορφές, τοπία και θέματα, μπροστά στα έργα των σπουδαίων καλλιτεχνών μιας περασμένης εποχής. Αναγέννηση! Όλο το πρωί παρέα με τους Giotto, Pisano, Donatello, Caravaggio, Verrocchio, Fra Angelico, Filippo Lippi, Piero della Francesca, Sandro Botticelli. Και το μεσημέρι με τους Rembrandt, Leonardo da Vinci, Michelangelo Buonarotti

Από την πρώτη μέρα, επισκεφτήκαμε ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της Αναγέννησης, το ανάκτορο Παλάτσο Πίττι στην όχθη του ποταμού Άρνο. Όμως, τι να σου κάνει το Πίττι μπροστά σ’ εκείνο το άλλο… Το Παλάτσο Βέκιο! Στις όχθες του πεζοδρομίου του έκατσα κάποτε κι έκλαψα πικρά την ώρα του αποχαιρετισμού. Γιατί, εκεί αγέρωχο μπροστά στην πύλη, έλαμπε κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο Εκείνο!... Πιο γοητευτικό από τον Άδωνι, πιο όμορφο κι από τον ίδιο τον Απόλλωνα! Το μαρμάρινο αγόρι που έκλεψε την άμαθη στους έρωτες εφηβική καρδιά μου…

Κάποτε, εκεί ακριβώς βρισκόταν το πρωτότυπο. Μα τώρα ζούσε κρυμμένο μέσα στο Μουσείο, στο Παλάτι Ουφίτσι. Στη θέση του πρωτότυπου, από το 1873, στεκόταν το πιστό του αντίγραφο. Αλλά τι με ένοιαζε εμένα αν ήταν ή δεν ήταν αντίγραφο; Για μένα ήταν «θεός»! Τρισδιάστατη απεικόνιση της τελειότητας. Το άγαλμα του Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου.
Michelangelos David 
by David Gaya (Own work)
[GFDL www.gnu.org/copyleft/fdl.html]

Για το λεξικό, «ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, που φιλοτεχνήθηκε από το 1501 ως το 1504, είναι ένα αριστούργημα της Αναγεννησιακής γλυπτικής και ένα από τα σημαντικότερα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου. Σύμβολο δύναμης και νεανικής ομορφιάς, που παριστάνει τον Βιβλικό βασιλιά Δαβίδ τη στιγμή που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Γολιάθ. Στην εποχή του θεωρήθηκε σύμβολο της δημοκρατίας της Φλωρεντίας, μιας ανεξάρτητης πόλης-κράτους που απειλούνταν τότε από πιο ισχυρά αντίπαλα κράτη»… Για φαντάσου, για φαντάσου!

Για μένα πάντως, ήταν απλά ένα 5,17 μέτρα παλικάρι με τέλειο κορμί και υπέροχα… όργανα. Δεν είχα ματαξαναδεί τέτοια «όργανα» γιατί, όπως προείπα, ήμουν κοριτσάκι δώδεκα ετών. Μπούκλες πλούσια μαλλιά, καθαρά μάτια, τέλεια μύτη, σαρκώδη χείλη, στιβαροί ώμοι, δυνατός θώρακας, ωραία μέση, κοιλιακοί, σφιχτά μπούτια, γάμπες και γλουτοί, μακριά δάχτυλα χεριών, καλοσχηματισμένα ποδοδάχτυλα… Όλα του ήταν «όχι ό,τι κι ό,τι, αλλά όπως πρέπει». Στη θέση τους!

Ερωτεύτηκα. Τον ερωτεύτηκα. Ερωτεύτηκα ένα άγαλμα. Και το ερωτεύτηκα πολύ. Από τη στιγμή που τον είδα, το «είναι» μου όλο ρίγησε. Πόθησα. Καθηλώθηκα. Καταλήφθηκα. Υποτάχτηκα στην ιδανική ομορφιά. Εύγε Michelangelo!

Από εκείνη τη μέρα, κάθε μια μέρα, μετά την καθιερωμένη βόλτα σε κάποιο από τα Μουσεία του εκπαιδευτικού προγράμματος, υποχρέωνα τη δόλια τη μάνα μου να με συνοδεύει μέχρι εκεί, έξω από την πύλη του Παλατιού. Να βλέπω έστω για λίγο τον αγαπημένο μου. Ύστερα από μερικές τέτοιες επισκέψεις, γνωριστήκαμε καλύτερα. Πιάσαμε και συζήτηση. Δηλαδή εγώ μιλούσα, εκείνος άκουγε. Του έλεγα με όλα τα γνωστά συνώνυμα πόσο όμορφος είναι. Εκείνος, με ένα αινιγματικό χαμόγελο ατένιζε το αόριστο, το άχρονο σύμπαν και γενικά έμοιαζε με ό,τι κι αν λέω να συμφωνεί. Έτσι είναι άλλωστε το τέλειο ζευγάρι. Η γυναίκα να μιλάει και ο άντρας (για καλό δικό του) να συμφωνεί.

Έκλαψα λοιπόν πικρά την τελευταία μέρα, εκεί μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των περαστικών. Ένα μαύρο κοριτσάκι με φιόγκους και κοτσιδάκια να κλαίει γοερά στα πόδια του Δαβίδ. Φεύγοντας, γύρισα να τον κοιτάξω για τελευταία φορά, όπως κάνουν στις ταινίες, και του υποσχέθηκα να τον αγαπώ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!...

Διάβασα κάπου τελευταία πως Ιταλοί ερευνητές πιστεύουν ότι ο Δαβίδ, αυτός ο δικός μου, κινδυνεύει να καταρρεύσει. Έχει, λέει, κάτι μικροσκοπικές ρωγμές στον αριστερό αστράγαλο. Για δες! Μεγαλώνοντας, έχουν μυοσκελετικά προβλήματα και τα αγάλματα, όπως κι εμείς. Οι ειδικοί προτείνουν να μετακινηθεί σε μια εγκατάσταση όπου θα προστατεύεται. Στο Γηροκομείο δηλαδή. Αχ, Δαβίδ! 

Ποιός θα τό’ λεγε, ομορφιά μου, πως θα γερνούσες κάποτε κι εσύ. Αχ, νιότη που δεν κρατάς για πάντα.

Αχ, έρωτα του «ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ», που πέφτεις κάποτε κι εσύ νεκρός. Θύμα του χρόνου...

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Αν ποτέ μετέφραζα Ελληνικά την Panzanella, νομίζω ο πιο πετυχημένος όρος θα ήταν «Σαλάτα Παπάρα». Ξέρω που πάει ο νους σου αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις! Ή μήπως είναι;…

* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ… ΜΟΥΣΑΚΑΣ ΜΕ ΑΣΠΡΗ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ…
ΜΟΥΣΑΚΑΣ ΜΕ ΑΣΠΡΗ ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ


Στη ζωή μπορείς να γίνεις οτιδήποτε επιλέξεις. Το μοναδικό όριο είναι ο τρόπος που σκέφτεσαι. Έτσι λέω…
Τη ζωή της, την έζησε δυναμικά. «Την άρπαξε από τα μαλλιά», ήταν μια συνηθισμένη έκφραση της εποχής της. Μιλάω για τη Γιαγιά Μαρία. Σήμερα θα φτιάξω μουσακά, ακολουθώντας τη συνταγή της, με μια σημαντική διαφορά. Θα χρησιμοποιήσω άσπρες μελιτζάνες Σαντορίνης. Αυτές, θα δώσουν άλλη γεύση.
Μουσακάς με Άσπρες Μελιτζάνες Σαντορίνης
Μα τι μ’ έπιασε και σκέφτομαι πάλι τη γιαγιά μου; Ίσως, επειδή αυτές τις ημέρες, βλέπω πως η μισή Ελλάδα έχει μία έγνοια… Τι θ’ απογίνει στη ζωή του «το παιδί».

Βγήκαν τα τελικά αποτελέσματα των εξετάσεων. Μοιράστηκαν πολυπόθητες θέσεις σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και σε Σχολές. Χιλιάδες δεκαοχτάχρονα παιδιά, ενήλικες πλέον, παίρνουν το δρόμο για το άγνωστο. Σε άλλη πόλη, σε άλλο Νομό, μακριά από την πατρική φωλιά και την αγκαλιά της μάνας.

Υπάρχουν παιδιά που επίτηδες φρόντισαν να περάσουν σε Πανεπιστήμιο άλλης πόλης. Ώστε να μπορέσουν επιτέλους να ζήσουν ελεύθερα, μακριά από την καταπίεση, τα όρια του εφηβικού τους δωματίου, τους ηθικούς και πρακτικούς περιορισμούς. Είναι όμως και κάτι άλλα που κλαίνε με δάκρυ πικρό. Τώρα που θ’ αποχωριστούν για λίγα χρόνια τη μανούλα τους. Που έπλενε και σιδέρωνε τα ρουχαλάκια τους, τα λερωμένα εσώρουχα, που μαγείρευε και σερβίριζε στο πιάτο το φαγάκι τους, που έστυβε το χυμούλη τους κι έψηνε το καφεδάκι τους. Που φρόντιζε για τα πάντα ώστε να μη λείψει τίποτε από τον μπέμπη και τη μπέμπα των… 18 ετών. Είναι εκείνα τα παιδιά που δώδεκα χρόνια τα θερμοπαρακαλούσαν να διαβάσουν.

Η Γιαγιά Μαρία ήταν από ένα χωριουδάκι έξω από τα Ιωάννινα. Πατέρα δεν είχε δίπλα της, ούτε κι αδέλφια καθώς μεγάλωνε κι από μητέρα, ορφάνεψε στα δεκαέξι της χρόνια. Όταν βρέθηκε στα δεκαεννιά της στην Αθήνα, μόνη της έχτισε το καλυβάκι της - έτσι ονόμαζε χαϊδευτικά την παράγκα της στον προσφυγικό συνοικισμό του Λυκαβηττού. Κανένας δεν την πήρε από το χεράκι να την πάει με το ζόρι στο Φροντιστήριο. Μόνη της έβγαλε ως το τέλος το Γυμνάσιο - Λύκειο τότε δεν υπήρχε. Μόνη της πήγε κι έμαθε μοδίστρα σε μια Σχολή, για να μπορεί να τρώει ένα κομμάτι ψωμί.

Αγαπούσε τα γράμματα κι ήθελε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο» μου έλεγε για να με πείσει να σηκωθώ από το κρεβάτι να πάω στο δημοτικό σχολείο, όταν ήμουν επτά χρονών.

Πώς όμως να σπουδάσει μια κοπέλα το 1930 χωρίς γονείς ή στοργικούς συγγενείς, δίχως κρατικές υποδομές, χωρίς λεφτά κι ανάπηρη; Είχε χάσει όλο το ένα της πόδι από γάγγραινα καθώς χτύπησε παίζοντας στον δρόμο με άλλα παιδάκια στα δώδεκά της χρόνια.

Κι όμως. Ολόκληρη τη ζωή  της - κι έζησε 84 χρόνια - όποιο βιβλίο έπεφτε στα χέρια της, το διάβαζε με λαχτάρα κι απορροφούσε γνώση. Μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποίηση, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, χρονογραφήματα, χιουμοριστικές στήλες στα περιοδικά και στις εφημερίδες – και, εννοείται, ολόκληρες τις εφημερίδες. Παροιμίες και ρητά, απέξω τα ήξερε. Τα σταυρόλεξα τα έλυνε «στο πιτς φυτίλι». Θαύμαζε τον λαογραφικό πλούτο της χώρας μας και γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα των περισσότερων περιοχών. Θα μπορούσε άνετα να έχει δική της εκπομπή στο ραδιόφωνο.

Άσπρη μελιτζάνα Σαντορίνης
Εκτός από μοδίστρα, ήταν και η «νοσοκόμα» της γειτονιάς. Τους μήνες που έμεινε στο κρεβάτι στο νοσοκομείο, τότε μικρή, ζητούσε από γιατρούς και νοσηλεύτριες να της μαθαίνουν διάφορα ιατρικά θέματα. Γιατί σκεφτόταν τότε να σπουδάσει Ιατρική. Της άρεσε όμως και η Νομική. Ήθελε να αποκτήσει σφαιρική μόρφωση. Πίστευε πως τα λεφτά δεν κάνουν τον «άνθρωπο», αλλά η παιδεία.

Μεγάλη πια, παντρεμένη και με παιδί, ζητούσε από τις πελάτισσες της, που ζούσαν σε κανονικά σπίτια στις γύρω πολυκατοικίες, να της φυλάνε όποιο βιβλίο δεν θα ξαναδιάβαζαν. Τέλειωνε ένα φόρεμα, ορίστε κι ένας Ντοστογιέφκι. Διόρθωνε ένα ταγιεράκι που της έπεφτε κάποιας φαρδύ, πάρε έναν Σεφέρη, έναν Καζαντζάκη, έναν Βάρναλη. Ολοκληρωνόταν μια θεραπεία με ενέσεις, με βεντούζες, μια αφαίμαξη με βδέλλες, ορίστε κι ένας Γκόρκι, ένας Ουγκώ, μια Περλ Μπακ. Άλλαζε γάζες σε μια πληγή κι έκοβε ράμματα, να κι ένας Τσέχωφ, ένας Τολστόι, ένας Καρλ Γιουνγκ…

Άσπρες μελιτζάνες Σαντορίνης
Μέχρι τα τριάντα της χρόνια είχε αποκτήσει ένα λεξιλόγιο πλουσιότατο, βαθιά γνώση γραμματικής και ορθογραφίας στην καθαρεύουσα αλλά και στη «μαλλιαρή», την καθομιλουμένη δημοτική δηλαδή. Μια ικανότητα σύνταξης και ευελιξίας στην άρθρωση και στον προφορικό λόγο, που ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου θα ζήλευαν. Έμαθε και λίγα Αρχαία Ελληνικά καθώς από το κρεβάτι κι από το μαξιλάρι της πέρασαν κάποτε μερικές… λευκές νύχτες ο Όμηρος και ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης.

Όταν χώρισε από τον Μίμη στη δεκαετία του ’50, κι όταν ύστερα από λίγο έφυγε από την παράγκα κι η μοναχοκόρη της που αγάπησε και παντρεύτηκε τον Τάσσο κι «άνοιξε φτερά, πέταξε μακριά», ο μικρόκοσμος της Μαρίας ερήμωσε «ούτως ειπείν». Ταυτόχρονα δεν είχε και λεφτά καθώς η άμπωτη της Κατοχής άφησε προίκα στην Ελλάδα έναν Εμφύλιο Πόλεμο και μια οικονομική καταστροφή… Τότε κάθισε και σκέφτηκε: «Είμαι σαράντα χρονών. Πώς θα βγει έτσι στην ξεραΐλα η υπόλοιπη ζωή;»

Ήταν τέτοιος καιρός, όταν ένα πρωί πήρε τ’ αυτί της πως κάτι άποροι νέοι από επαρχία κατέφθαναν «σωρηδόν» με τρένα στην πρωτεύουσα για να πάνε στο Πανεπιστήμιο… και «τα κακόμοιρα» δεν είχαν που να μείνουν. Έλαμψε αμέσως στο νου της μια «φαεινή ιδέα». «Μιά και δυό», κατέβηκε στον Σταθμό. Σαν τους σημερινούς ξενοδόχους των Rooms to Let, ρωτούσε όποιον νέο έβλεπε «ξέμπαρκο» με το «μπογαλάκι» του αν είχε σπίτι για να μείνει. Αν εκείνος της απαντούσε «τσου», του εξηγούσε τις συνθήκες διαμονής, πως το καλυβάκι της δεν ήταν… τριάστερο, αλλά πως ήταν δίπλα στο Κολωνάκι και φυσικά στην καρδιά της Αθήνας. Και πως το πλήρες σέρβις θα περιελάμβανε πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό – φτωχικό μεν, αλλά ζεστό γεύμα δε, δηλαδή «ό,τι τρώω εγώ, θα τρως κι εσύ». Πλύσιμο ρούχων στη σκάφη, μαντάρισμα τρύπιων καλτσών και σιδερωμένα πουκάμισα και, για να μην τα πολυλογούμε, γενικά όσα περίπου θα έκανε γι’ αυτόν η φουκαριάρα η μάνα του στο χωριό…

Έτσι, ύστερα από λίγα χρόνια, η γιαγιά Μαρία, το ορφανό, το «ανήμπορο», το καταφρονεμένο… στα 50 της πραγμάτωσε το όνειρο της και «σπούδασε» Ιατρική και Νομική. Πώς; Μα, φαντάζομαι θα το κατάλαβες! Κάθε που περνούσε τις εξετάσεις σε ένα μάθημα ένας από τους φοιτητές που στέγαζε στην παράγκα της «Ψιτ! Νεαρέ!... Γιά φέρε από δω και σε εμάς το βιβλίο σου να ξεστραβωθούμε» του έλεγε. Της έδιναν φυσικά και ό,τι μπορούσαν, αν τους έστελνε ο πατέρας τους κανένα «φράγκο». Της έφερναν που και που κανένα κομμάτι κρέας από την αγορά. Κι αυτή τους έβραζε κανένα φρέσκο αυγό από τις κοτούλες που είχε στην αυλή της.

Όσο για τις μανάδες των παλικαριών, «έπιναν νερό στο όνομά της». Γιατί ποιος ξέρει σε ποια τρώγλη, σε ποιους θαλάμους και με ποιες συνθήκες θα ζούσαν τα παιδιά τους στην Αθήνα. Τι μεταδοτικές ασθένειες θα κολλούσαν. Δυο φοιτητές χωρούσαν στο καλυβάκι της Μαρίας και κοιμόντουσαν σε δυο ράντζα, που το πρωί τα μάζευαν για να ανοίξει ο χώρος. Ποιος ξέρει τι να απέγιναν αυτά τα παιδιά. Συνήθως φτωχά παιδιά με ξεκάθαρους στόχους και επιμονή, μεγαλουργούν. Η ίδια, είχε βολευτεί μέσα στο κουζινάκι της. Εκεί, τις νύχτες μετά τη δουλειά, διάβαζε με το φως μιας λάμπας πετρελαίου από Φιλοσοφία και Δίκαιο μέχρι Ψυχιατρική.

Μουσακάς με άσπρη μελιτζάνα
Σαντορίνης
Γι’ αυτό με τη Γιαγιά Μαρία στη συζήτηση δεν έβγαζες εύκολα άκρη. Θυμάμαι το 1975 ισχυριζόταν με επιμονή πως ο καρκίνος της μήτρας οφείλεται σε μικρόβιο. Όλοι γελούσαν μαζί της τότε – κι εγώ μαζί. Σήμερα, άκουσα πως κάποιοι λένε πως μάλλον έτσι είναι. Δεν έχω ιδέα αν έτσι είναι. Πάντως, το βρήκα ενδιαφέρον.

Η διαφορά μεταξύ εγγράμματου και αγράμματου, αμόρφωτου και μορφωμένου, αστοιχείωτου και εκπαιδευμένου είναι αόρατη κάποιες φορές και μάλλον δεν εξαρτάται από την απόκτηση ενός πτυχίου που κοσμεί τον τοίχο κάποιου γραφείου σε μια κορνίζα. Σήμερα υπάρχει για όλους σχεδόν η δυνατότητα της «δια βίου μάθησης» και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, το e-learning.

Φυσικά, πέρα από τις ακαδημαϊκές γνώσεις, που χάνονται όπως η φυσαλίδα της υγρασίας πάνω στο λουλούδι με την πρώτη αχτίδα του ήλιου σαν έρθουν τα γερατειά και η άνοια, μετράει και η πνευματική καλλιέργεια του νου. Η καρδιά.

Αυτά είχα να σου πω και στο μεταξύ, βλέποντας τις φωτογραφίες, φαντάζομαι θα κατάλαβες πως φτιάχνω και τον μουσακά. Αλλά καλού κακού, ορίστε και η συνταγή της γιαγιάς. Με μόνη διαφορά, όπως είπαμε, τις λευκές μελιτζάνες. 

Μη φύγεις! Έχω να σου πω κάτι ακόμα. Στο τέλος, μετά τη συνταγή...


ΜΟΥΣΑΚΑΣ ΜΕ ΑΣΠΡΕΣ ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
(για 6 άτομα)

ΥΛΙΚΑ για τη βάση

1 ½ κιλό λευκές μελιτζάνες, ελαιόλαδο για το ψήσιμο τους, 2 κ.σ. βούτυρο, 2 κρεμμύδια μεγάλα ψιλοκομμένα, 1 σκελίδα σκόρδο, ½ κιλό φρέσκο μοσχαρίσιο κιμά, ½ κιλό ντομάτες ώριμες τριμμένες, ½ ποτηράκι λευκό κρασί, 2 αυγά, 1 χούφτα μαϊντανό ψιλοκομμένο, 1 φλιτζ. τσαγιού κεφαλοτύρι τριμμένο, 1 κ.γλ. ζάχαρη, 1 κ.γλ. κανέλα τριμμένη, 1 δαφνόφυλλο, 1 κ.σ. αλάτι, ½ κ.γλ. πιπέρι

ΥΛΙΚΑ για τη μπεσαμέλ

1 φλιτζ. τσαγιού αλεύρι, 1 φλιτζ. τσαγιού βούτυρο, 4 φλιτζ. τσαγιού (1 λίτρο) ζεστό φρέσκο γάλα, 2 αυγά, 1 φλιτζ. τσαγιού κεφαλοτύρι τριμμένο, 1 κ.γλ. αλάτι, ½ κ.γλ. πιπέρι, 1 πρέζα μοσχοκάρυδο τριμμένο, 1 κ.σ. τριμμένη φρυγανιά


* Σημ. Τοποθετώ τα υλικά της μπεσαμέλ χωριστά από τα υπόλοιπα στον πάγκο εργασίας, ώστε να μην τα μπερδέψω.

Αν ήταν οι κλασσικές μελιτζάνες θα ακολουθούσα τη γνωστή διαδικασία με το αλάτι για να ξεπικρίσουν. Οι Σαντορινιές μελιτζάνες είναι γλυκές.

Κόβω τις άσπρες μελιτζάνες σε λεπτές φέτες. Πολλοί, συνηθίζουν να τις τηγανίζουν και μετά τις αφήνουν να στραγγίσουν. Προτιμώ να τις ψήσω, όπως κάνω με τα ψητά λαχανικά. Τις τοποθετώ στη σειρά σε λαδωμένο ταψί και τις λαδώνω κι από πάνω με πινέλο μαγειρικής.

Σε μια πλατιά κατσαρόλα, σοτάρω στο βούτυρο το κρεμμύδι μέχρι να ξανθύνει. Προσθέτω τον κιμά και το αλάτι ανακατεύοντας καλά για να διαλυθούν οι σβώλοι. Ρίχνω κρασί, ντομάτα, σκόρδο, δάφνη, ζάχαρη, κανέλα, πιπέρι και μαϊντανό. Προσθέτω ελάχιστο ζεστό νερό, σκεπάζω και αφήνω να σιγοβράσει για περίπου 25 λεπτά μέχρι να σωθούν τα υγρά. Αφήνω τον κιμά να κρυώσει. Πετάω τη σκελίδα του σκόρδου και το δαφνόφυλλο. Προσθέτω 2 αυγά ελαφρώς χτυπημένα και ανακατεύω. Στο μεταξύ, ετοιμάζω τη μπεσαμέλ.

Η ΜΠΕΣΑΜΕΛ

Βάζω το βούτυρο σε μια κατσαρόλα να λιώσει σε χαμηλή φωτιά. Προσθέτω το αλεύρι κι ανακατεύω γρήγορα με το σύρμα για να μη σβωλιάσει. Μόλις πάρει χρώμα, ρίχνω το ζεστό γάλα ενώ ανακατεύω συνεχώς. Προσθέτω τα 2 αυγά χτυπημένα με το αλάτι. Ρίχνω πιπέρι και μοσχοκάρυδο. Ανακατεύοντας συνεχώς με την ξύλινη κουτάλα, ψήνω τη μπεσαμέλ για 10 λεπτά ώστε να σφίξει. (Αν τύχει και πάει να σβωλιάσει, τη χτυπάω με το σύρμα). Κατεβάζω από τη φωτιά, προσθέτω το τριμμένο τυρί και ανακατεύω.

Η… ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ

Σε ένα λαδωμένο ταψί απλώνω τις μισές μελιτζάνες. Τις πασπαλίζω με το μισό τυρί. Στρώνω το μίγμα του κιμά. Καλύπτω με τις υπόλοιπες μελιτζάνες. (Αν το ταψί δεν είναι αρκετά φαρδύ, κάνω τρεις στρώσεις). Πασπαλίζω με το υπόλοιπο τυρί.

Από πάνω απλώνω τη μπεσαμέλ. Πασπαλίζω με την τριμμένη φρυγανιά και ελάχιστο τυρί. Ψήνω τον μουσακά σε προθερμασμένο φούρνο στους 180° για 40 λεπτά προσέχοντας να μην «αρπάξει» η επιφάνεια. Αφήνω να περάσει τουλάχιστον μισή ώρα πριν κόψω μερίδες για να μη διαλυθεί.


Σκέφτομαι πως ο μουσακάς είναι πολύ… «Ελλάδα». Συνδυάζει προσφυγιά, λαχτάρα, πόνο, φαντασία, Ιστορία, χαρά, λιακάδα και πλούτο.

Επίσης, ο μουσακάς, μού φαίνεται σαν ένας ζωντανός οργανισμός, σαν το ανθρώπινο σώμα. Οι μελιτζάνες, το μυϊκό σύστημα. Ο κιμάς, το φλεβικό σύστημα. Η σάλτσα ντομάτα, το αίμα. Τα αυγά, το λεμφικό σύστημα. Το τυρί, το νευρικό σύστημα. Η μπεσαμέλ, το δέρμα, που όλα τα σκεπάζει… Που όλα τα σκεπάζει;

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Το ταξίδι της γνώσης τελειώνει με την τελευταία εκπνοή. Νομίζω. Κι όπως θα έλεγε και η γιαγιά «όποιος έχει μυαλό, δεν χάνεται».

* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW

=========================================