Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΜΑΝΤΙ… ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝΕ, ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΑΜΕ (ένα αληθινό παραμύθι του 1922)

ΜΑΝΤΙ… ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝΕ, ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΑΜΕ

(ένα αληθινό παραμύθι του 1922)

Κόπιασε! Αν θέλεις να μάθεις κάτι ασυνήθιστο, κάτι λησμονημένο, έλα μέσα…
Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη το περασμένο Σαββατοκύριακο για ένα σεμινάριο. Ίσα που πρόλαβα να επισκεφτώ μια συγγενή του άντρα μου για μια ωρίτσα προτού πάρουμε το τρένο της επιστροφής. Την κυρία Μαριάνθη.

Οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης, ειδικά οι Μικρασιατικής καταγωγής, είναι εξαιρετικά γενναιόδωροι. Η ξαδέλφη, μάς έδωσε ένα πακετάκι με πίτα, για να μην πεινάσουμε στο δρόμο… αλλά μαζί, μας έδωσε και κάτι άλλο, που θέλω να το μοιραστώ μαζί σου!...

Πρόκειται για ένα – ασυνήθιστο πλέον - παραδοσιακό φαγητό. Τα ίχνη της συνταγής χάνονται πολύ πίσω στον χρόνο. Η κυρία Μαριάνθη την έμαθε από τη μητέρα της, που την είχε μάθει από τη γιαγιά της, όπως της την δίδαξε η προγιαγιά της, και πάει λέγοντας… 

Το έφτιαξα λοιπόν, αμέσως μόλις γύρισα στην Αθήνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της. Καθώς το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, της τηλεφώνησα χθες και της ζήτησα τη συνταγή. Η χαρά της ήταν μεγάλη! Θα έχεις προσέξει πόσο αρέσει στους μεγάλους ανθρώπους να αφήνουν πίσω τους τα μυστικά τους. Είναι κι αυτό ένα είδος «αναπαραγωγής». Αλλά δεν μου παρέδωσε μόνο τη συνταγή για το Μαντί. Μου εκμυστηρεύτηκε και μια ιστορία για να σου την πω...

Ήταν το 1922, όταν η Σμύρνη καιγόταν. Τρέχανε οι άνθρωποι προς τη θάλασσα να σωθούν. Χρειάστηκε να πατήσουν κυριολεκτικά πάνω σε πτώματα, οι γονείς της, για να φτάσουν μέχρι το καράβι που θα τους περνούσε απέναντι, στην Ελλάδα. Αγγλικά και Γαλλικά καράβια αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Αλλά, όπως τα ξέρεις! Οι σύμμαχοι απλώς παρακολουθούσαν το θέαμα... Στη στεριά, υπήρχε ένα μαδέρι. Πάνω του, άνθρωποι πανικόβλητοι με παιδιά, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν για να ανέβουν στο καράβι. Κάποιοι παραπατούσαν κι έπεφταν στη θάλασσα. Αρπάζονταν ξανά με αγωνία απ’ το μαδέρι, προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν. Τότε, οι Τούρκοι στρατιώτες πατούσαν πάνω στα χέρια τους και τους τσακίζανε τα δάχτυλα. Τους άφηναν μπροστά στα μάτια τους να πνιγούν.

Οι Τούρκοι στρατιώτες δεν επέτρεπαν στους άντρες να επιβιβαστούν. Μόνο στα γυναικόπαιδα. Ήδη, τους δυο αδελφούς της, 18 και 20 χρονών, τους είχαν αιχμαλωτίσει. Η μάνα της κρατούσε στην αγκαλιά της ένα από τα αδέλφια της, που ήταν μωρό. Μόλις καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να αφήσουν τον άντρα της να ανέβει μαζί της, μέσα στον γενικό χαμό, βγάζει στα γρήγορα το τσεμπέρι της, του το φορά, τον κουκουλώνει και του δίνει να κρατήσει εκείνος το μωρό. Έτσι μπόρεσαν να ανέβουν στο καράβι και έτσι σώθηκαν… 

Είναι φορές που η ευελιξία του θηλυκού μυαλού βλέπει την ουσία και όχι τους τύπους. Προηγείται η επιβίωση. Χωρίς αυτή την απόφαση, η Μαριάνθη δεν θα είχε γεννηθεί και δεν θα ήταν τώρα εδώ. 

…Και μετά, σου λέει ο άλλος, «μου αρέσει να βλέπω τα τούρκικα». Σειρές εννοώ στην τηλεόραση, απ’ αυτές που έχουν γεμίσει ακόμα και τα λεγόμενα σοβαρά κανάλια, απ’ αυτές που προωθούν… την Τέχνη τον Πολιτισμό! «Με χαλαρώνουν, με ξεκουράζουν» μου λένε, «μου αρέσει να τις βλέπω πριν κοιμηθώ». Βλέπε, τους λέω, βλέπε να μάθεις καλά τη γλώσσα. Πού ξέρεις, μπορεί να ξαναγίνεις Ραγιάς και τότε θα σου χρειαστεί. Κοιμήσου...

Ακούγοντας την ιστορία αυτή της Σμύρνης, θυμήθηκα μια άλλη. Σου συμβαίνει κι εσένα αυτό; Είναι μερικά πράγματα που κολλάνε μεταξύ τους…

Οι γονείς του άντρα μου γεννήθηκαν στο Ικόνιο. Μικρασιάτες κι αυτοί, πρόσφυγες του 1922. Η πεθερά μου, η Αλεξάνδρα – δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω – έφτιαχνε και εκείνη το Μαντί. Όπως κάθε ζυμαρικό αρέσει στα παιδιά, έτσι και του άντρα μου, όταν ήταν μικρός του άρεσε πολύ.

Το 1922, όσοι άντρες αρνήθηκαν να καταταγούν στον Τουρκικό Στρατό ή να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν μουσουλμάνοι, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Στόχος των Τούρκων ήταν - τι άλλο - να εξοντωθούν οι Έλληνες. Χιλιάδες Έλληνες άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μια πορεία χιλιάδων χιλιομέτρων μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Γιατί βρήκαν αυτή την άσφαιρη μέθοδο εξόντωσης χιλιάδων νέων Ελλήνων οι Τούρκοι; Για να μη χαρακτηριστούν… δολοφόνοι. Η φυσική εξάντληση θα τους έκανε τη «βρομοδουλειά» τους μια χαρά.

Ένας από εκείνους τους, «άπιστους» σύμφωνα με το Ισλάμ, αιχμαλώτους ήταν και ο μελλοντικός πατέρας του άντρα μου – ο πεθερός μου. Γεννημένος το 1894, ο Αναστάσης ήταν τότε 28 ετών. Κι αυτή είναι η αφήγησή του, όπως διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στη μνήμη της οικογένειας:

Στο δρόμο, τους έβαζαν να γκρεμίζουν βουνά, έτσι άσκοπα, χωρίς λόγο. Για να τους γκρεμίσουν το ηθικό. Χωρίς νερό, χωρίς «ανθρώπινο» φαί. Τη νύχτα κοιμόντουσαν κατάχαμα, όπου βρίσκανε. Τη μέρα ξυλοδαρμός, βουρδουλιές για το παραμικρό. Είτε έκανες καλά τη δουλειά που σου ζητούσαν είτε όχι. Μαζί με τον Αναστάση ήταν και οι περισσότεροι άντρες από την ίδια γειτονιά. Γνωριζόντουσαν, στις ίδιες αλάνες έπαιζαν, είχαν μεγαλώσει παρέα. Κάτι ήταν κι αυτό. Ένα χρόνος και κάτι πέρασε έτσι. Κανείς δεν γνώριζε πότε και αν κάποτε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο…

Μια μέρα, ο επικεφαλής έδωσε εντολή στον υπαξιωματικό να πάρει τέσσερα παλικάρια και να τα εκτελέσει. Ανάμεσά τους και ο Αναστάσης. Οδηγήθηκαν πίσω από ένα λόφο.

«Τι κάνατε και θα σας σκοτώσω;», ρώτησε ο νεαρός Τούρκος.
«Δεν κάναμε τίποτα, δεν ξέρουμε γιατί μας σκοτώνεις», είπαν.
Έμεινε για λίγο σκεφτικός ο Τούρκος και τους λέει:
«Φύγετε. Κι αν φταίξατε, να το βρείτε απ’ τον Θεό σας.»

Το «καλό» λοιπόν κρύβεται παντού. Η προσωπική κρίση είναι που κάνει τη διαφορά στον «άνθρωπο» τελικά.

Έτσι λοιπόν, τα παλικάρια όπου φύγει-φύγει τρέχοντας, ο Τούρκος έριξε μερικές ντουφεκιές στον αέρα για να είναι καλυμμένος και ο καθένας πήρε το δρόμο του…

Δυό χρόνια μετά την απόδραση από τα Τάγματα Εργασίας κι ύστερα από μεγάλη περιπέτεια, ο Αναστάσης βρέθηκε τελικά στη Θεσσαλονίκη όπου έσμιξε ξανά με τα αδέλφια του, που είχαν ήδη εγκατασταθεί εκεί ως πρόσφυγες. Είχε όμως αναλάβει μια σημαντική υποχρέωση, μια υπόσχεση που έπρεπε οπωσδήποτε να εκπληρωθεί…

Ένας νέος, που ήταν από την ίδια γειτονιά στο Ικόνιο, αιχμάλωτος κι αυτός, λίγο προτού ξεψυχήσει από τις κακουχίες τότε στα Αμελέ Ταμπουρού, είχε παρακαλέσει τον Αναστάση, αν επιζήσει, να ψάξει να βρει την αρραβωνιαστικιά του και να της παραδώσει τη βέρα του!

Τη βρήκε ο Αναστάσης το 1924 και της παρέδωσε τη βέρα του πεθαμένου αρραβωνιαστικού. Η Αλεξάνδρα ήταν χαριτωμένη κοπέλα 16 ετών! Γνωριζόντουσαν από πριν. Στο Ικόνιο είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά. Λίγο αργότερα ο πατέρας της συμφώνησε με χαρά να παντρευτούν. Ο Αναστάσης ήταν «καλό παιδί». Είχε μεσολαβήσει ένα σύντομο ειδύλλιο, όμως τότε οι άνθρωποι δεν τα έλεγαν αυτά. Ο έρωτας ήταν κάτι κρυφό.

Έζησαν στη Αθήνα, στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής πολύ αγαπημένοι, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος του Αναστάση το 1970. Άφησαν πίσω τους τρία παιδιά και τους ευχαριστώ πολύ γιατί χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους έχω τώρα στη ζωή μου τον υπέροχο άντρα μου.

«Πρόσφιγγες» τους αποκαλούσαν κάποιοι με απέχθεια σαν πρωτοήρθαν οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα. Θεωρούσαν πως ήρθαν να τους φάνε το ψωμί. Λες και ήθελαν οι άνθρωποι να αφήσουν τους συγγενείς, τους φίλους τους, τον πλούτο, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τους μέσα σε μια νύχτα και να τρέχουν να σωθούν με έναν μπόγο στο χέρι… Κι έπειτα να στοιβαχτούν ο ένας πάνω στον άλλο στους προσφυγικούς καταυλισμούς. 

Οι Έλληνες ήταν ανέκαθεν ρατσιστές. Ασχέτως αν ήδη από την εποχή του Ομήρου οι ίδιοι εξαπλώθηκαν σε κάθε σπιθαμή της Γης και τρώνε ακόμα και σήμερα κάποιων το ψωμί. Οι «γνήσιοι» Έλληνες εδώ, τις γυναίκες που ήρθαν από τη Σμύρνη τις έλεγαν «παστρικιές», ακριβώς όπως ονόμαζαν κάποτε τις πόρνες. Επειδή πλένονταν συχνά για να είναι καθαρές! Τα ίδια με τους ονομαζόμενους «Ρωσοπόντιους». Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ήταν Έλληνας στην Τουρκία και Τούρκος στην Ελλάδα, Έλληνας στη Ρωσία και Ρώσος στην Ελλάδα. Άστα να πάνε! Η ηλιθιότητα δεν έχει όρια.

Πάντως, οι Μικρασιάτισσες ήταν εκείνες που έφεραν στην Ελλάδα τον πλούτο της μαγειρικής. Τα υπέροχα φαγητά που απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα. Και να που ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω τα μυστικά της συνταγής για το πώς θα φτιάξεις…

ΜΑΝΤΙ
(η συνταγή της Μαριάνθης από τη Σμύρνη)

Για τη ζύμη:
1 κιλό αλεύρι, 3 φρέσκα αυγά, αλάτι, 2 κ. σούπας ελαιόλαδο, 1 κ. σούπας ξύδι

Για τη γέμιση:
½ κιλό φρέσκος κιμάς μοσχαρίσιος (πες στον χασάπη να σου τον περάσει από τον μύλο 2 φορές), 1 κρεμμύδι (τριμμένο ψιλό στον τρίφτη), λίγο ελαιόλαδο, αλάτι και πιπέρι

Για τη σάλτσα
Ζωμός κοτόπουλου, γιαούρτι πλήρες, 1 σκελίδα σκόρδο

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Οι δόσεις είναι για μεγάλη ποσότητα, περίπου 8 μερίδες. Ζυμώνεις καλά τα υλικά της ζύμης και την αφήνεις να ξεκουραστεί για τουλάχιστον 1 ώρα. Ετοιμάζεις στο μεταξύ τη γέμιση. Τσιγαρίζεις τον κιμά με τα υλικά του και τον αφήνεις να κρυώσει. Χωρίζεις τη ζύμη σε 5 μπάλες. Ανοίγεις 5 φύλλα με τον πλάστη, όπως θα έκανες για πίτα, μόνο που τα φύλλα για το μαντί είναι πιο χοντρά. Κόβεις με το μαχαίρι μικρά τετραγωνάκια 3-4 εκατοστά. Βάζεις λίγο κιμά στο κέντρο, τσιμπάς τις άκρες και σχηματίζεις μια «βαρκούλα» που να συγκρατεί τη γέμιση. Βουτυρώνεις καλά ένα ταψί και τα τοποθετείς αφήνοντας κενά μεταξύ τους. Τα ψήνεις σε προθερμασμένο φούρνο στους 180ο C με αέρα. Όταν ροδοκοκκινήσουν, περίπου σε 15-20 λεπτά, τα βγάζεις και αφήνεις να κρυώσουν. Μπορείς να τα προετοιμάσεις για να τα μαγειρέψεις αργότερα. Και μια-δυο μέρες μετά, αρκεί να τα φυλάξεις σκεπασμένα στο ψυγείο.

ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΑΝΤΙ

Βράζεις σε μια κατσαρόλα ζωμό κοτόπουλου. Χτυπάς με το σύρμα 3 κουταλιές γιαούρτι να αφρατέψει και να μην «κόψει» και το ανακατεύεις καλά με τον ζωμό. Μόλις πάρει βράση ρίχνεις μέσα όση ποσότητα από το μαντί χρειάζεσαι και το αφήνεις να βράσει 15-20 λεπτά. 

Σερβίρεις το μαντί ζεστό σε πιάτα της σούπας με το ζουμάκι του και μαζί ένα μπολ με γιαούρτι στο οποίο έχεις αναμίξει 1 σκελίδα τριμμένο φρέσκο σκόρδο. Όποιος θέλει μπορεί να βάλει στο πιάτο του.

Είναι πολύ χρονοβόρο. Απαιτεί υπομονή, σταθερό χέρι, καλλιτεχνική διάθεση και οπωσδήποτε… αγάπη για αυτούς που θα καταβροχθίσουν το τετράωρο έργο σου αδειάζοντας το πιάτο τους μέσα σε λίγα μόνο λεπτά… Αλλά πού και πού αξίζει να κοπιάσουμε! Έτσι, για να θυμόμαστε τα «λησμονημένα»…

Αν θέλεις να μάθεις περισσότερα για το 1922, (ξανα) διάβασε το «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» του Ηλία Βενέζη, τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου και (ξανα) δες την ταινία «1922» του Νίκου Κούνδουρου (από τους σκηνοθέτες που λατρεύω-αληθινός καλλιτέχνης και εξαιρετικός άνθρωπος). Και κάτι ακόμα!... Στην ταινία "1922" βασικό ρόλο παίζει ο Βασίλης Λάγκος, ο οποίος στην αληθινή ζωή είναι πατέρας ενός από τους πρωταγωνιστές στη σειρά «Κλεμμένα Όνειρα», του Κωνσταντίνου Λάγκου. Όσο για τον ηθοποιό Φώτη Πετρίδη, που ερμηνεύει τον ρόλο του «Βολιώτη» στην ίδια τηλεοπτική σειρά, είναι εγγονός του Αναστάση και της Αλεξάνδρας της αληθινής ιστορίας που σου διηγήθηκα! Κι ο δικός μου παππούς όμως, από την Κωνσταντινούπολη ήρθε τότε...

Με αγάπη,
Η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Τελικά, όλα ένας κύκλος είναι. Βράζουμε όλοι μέσα στην ίδια σούπα, στο ίδιο ζουμί, σαν το μαντί…


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

7 σχόλια:

  1. ποσο συγκινηθηκα διαβαζοντας,εψαχνα τη ν συνταγη για μαντι,το εφτιαχνε η γιαγια μου που ηρθε το 22 απο το Ικονιο τοτε,ευχαριστω για την συνταγη,απο οσες ειδα αυτη πρεπει να ειναι και της γιαγιας,ευχαριστω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εμείς ευχαριστούμε! Είναι μεγάλη χαρά να συνδέονται οι άνθρωποι με ζωντανές αναμνήσεις. Το "ευχαριστώ" θα μεταφερθεί στην κυρία Μαριάνθη που μας έδωσε το μαντί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πολυ κλαμα μεχρι να καταλαβω τι ειναι το μαντι.ομως με την καταστροφη της Σμυρνης με συνδεει κατι .Λες και ημουν εκει λες και ηταν χτες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι ιστορίες των ανθρώπων - εν ζωή ή όχι - μπλέκονται σαν υφαντό. Και όλα τα παραμύθια - αληθινά ή της φαντασίας μας - ζωντανεύουν στις καθημερινές συναντήσεις μας.

      Διαγραφή
  4. ΕΞΟΧΟ ΜΑΡΙΛΙΖΑΚΙ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πείτε μας τη γνώμη σας