Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ ΣΤΗ… ΡΕΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΣΤΡΟΦΑ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ

ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ ΣΤΗ… ΡΕΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΣΤΡΟΦΑ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ

Λοιπόν! Μην απορήσεις καθόλου αν ακούσεις μια μέρα στις ειδήσεις πως βρέθηκε φωλιά με... ζωντανές καραβίδες στη Ρεματιά του Χαλανδρίου. Να ξέρεις πως, αν ποτέ γίνει αυτό, εγώ φταίω!
Αρκετά σε ζάλισα με τις κοινωνικοπολιτικές μου ανησυχίες όλο το μήνα. Σήμερα θα σου πω κάτι αστείο. Πέρνα μέσα και κλείσε και την πόρτα γιατί μπάζει μπούζι. Ύστερα από τόση απρόσμενη λιακάδα, την τελευταία μέρα του Νοέμβρη αποφάσισε να μας επισκεφτεί εδώ στην Αθήνα ο Χειμώνας.
Ήταν τέτοιες μέρες, το 1989. Είχαμε κλείσει τον πρώτο χρόνο σχέσης με τον Γιώργο και, καθώς προέκυψε μια ευκαιρία, αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε. Να μη μας τρώνε τα λεφτά άδικα οι δρόμοι, τα χιλιόμετρα και τα ξενοδοχεία. Τον καιρό εκείνο, ο δικός μου έφευγε συχνά εκτός Αθήνας τα Σαββατοκύριακα για να σκηνοθετήσει κάποια ντοκιμαντέρ για το Υπουργείο Γεωργίας. Έτυχε ένα από αυτά τα γυρίσματα να είναι σε γνωστό Ιχθυοτροφείο. Πώς «γίνονται» τα ψάρια και τα λοιπά…

Την ίδια ώρα, εγώ στο Πολύδροσο, προσπαθούσα να στήσω το σπιτικό μας. Ξέρεις πως είναι όταν πηγαίνει κανείς να ζήσει σε καινούριο χώρο. 

Τηλέφωνο δεν υπήρχε. Κι όχι μόνο στο δικό μας σπίτι. Πουθενά στο Χαλάνδρι δεν αποκτούσε κανείς νέα τηλεφωνική σύνδεση εάν δεν περνούσαν τουλάχιστον 2-3 μήνες. Και λίγο παλιότερα, κάποιοι περίμεναν 2-3 χρόνια. Εκτός βέβαια αν είχες μέσον στον ΟΤΕ.

Περίμενα, που λες, με ανυπομονησία η γυναίκα, να γυρίσει ο άντρας από το … "κυνήγι". Πήγε Κυριακή απόγευμα, πήγε βράδυ, νύχτωσε… Τίποτα! Ούτε ραδιόφωνο είχαμε, ούτε τηλεόραση. Ούτε κομπιούτερ και ίντερνετ φυσικά – αυτά εμείς τα πρωτοείδαμε δέκα χρόνια αργότερα. Μόνη σαν το λεμόνι, συλλογιζόμουν στο μισοσκόταδο κι έτρωγα τα νύχια μου. Κι ήμουν 25 χρονών.

Κάποια στιγμή, θα ‘τανε δέκα το βράδυ, ακούω κλειδί στην πόρτα. Πετάγομαι πάνω! Νάτος ο καλός μου!... Άπλυτος, αξύριστος με γένια τριών ημερών, ταλαιπωρημένος – υπερπαραγωγή βλέπεις το ντοκιμαντέρ, δεν θα έλεγες πως τους είχαν στα ώπα-ώπα. Ουδεμία σχέσις με το παλικάρι με το άσπρο άλογο που επιστρέφει στο Παλάτι να φιλήσει την Πριγκιποπούλα… Αν και τώρα που το σκέφτομαι, σ’ αυτά τα παραμύθια με τους Πρίγκιπες, μάλλον κάτι μας κρύβουν από την αλήθεια. Τέλος πάντων, άλλο θέμα αυτό.

Περνάει το κατώφλι λοιπόν… «Αγάπη μου, γύρισα», αγκαλιές, ματς-μουτς. Βλέπω πως κάτι άλλο κρατάει στο χέρι του εκτός από τον σάκο του. Πάει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγειάκι μας, το στριμώχνει μέσα.

«Τι είναι αυτό, αγάπη μου;» ρωτάω.
«Ααα… δεν μπορείς να φανταστείς τι σού ‘φερα» μου λέει ενθουσιασμένος.
«Τι μού ‘φερες;»
«Μόλις τελειώσαμε το γύρισμα στο Ιχθυοτροφείο, μας έδωσαν για δώρο κάτι πολύ εκλεκτό!»

Αυτό είπε αινιγματικά και πήγε μέσα να αφήσει το σάκο του. Εμένα, με έτρωγε η περιέργεια (γάτα βλέπεις). Ανοίγω το ψυγείο. Βλέπω μέσα μια μπλε σακούλα. Κάνω να την πιάσω, να την ανοίξω… Αμάν! Κάτι σαλεύει!... Μπα, ιδέα μου είναι, σκέφτομαι. Ξαναβάζω το χέρι μου, αυτή τη φορά πιο δισταχτικά – πώς βάζουν το χέρι τους μέσα όταν κάτι σαλεύει στα θρίλερ; Έτσι... Το «πράμα» μέσα στη σακούλα ξανασαλεύει, αυτή τη φορά απειλητικά, μου φαίνεται θέλει να με δαγκώσει! Πηδάω πίσω, κλείνω το ψυγείο, όρθια η τρίχα μου!

«Μωρό μου, τ’ είναι τούτο;» του φωνάζω.
«Άνοιξε το, να δεις. Μέσα έχει μια πέστροφα τυλιγμένη, αλλά είναι επίσης... ολόφρεσκο... ζωντανό... αυτό που σου αρέσει πολύ... Τι είναι αυτό που σου αρέσει πάρα πολύ;…»

Σουβλάκια δεν είναι, σκέφτομαι, άμα ήταν δεν θα τα έβαζε στο ψυγείο…

«Αγάπη μου, δεν είναι ώρα για κουίζ! Λέγε αμέσως τι έχει μέσα η σακούλα, γιατί θα πάθω εγκεφαλικό!»
«Καραβίδες!»
«ΑΑΑΑΑ!» η δική μου αντίδραση «...Πάρτο αμέσως από ‘δώ! Πάρτο-πάρτο-πάρτο-πάρτο!

Δεν μ’ έχεις δει ποτέ σε κρίση νευρική, και δεν στο συνιστώ. Με κοιτάζει έκπληκτος, ο φουκαράς, απογοητευμένος.

«Μα, γιατί;… Αφού, όταν πάμε σε ουζερί, τις τρως και σου αρέσουν πολύ…»
«Άλλο αυτές. Εκείνες είναι ψόφιες. Είναι ψημένες! Αυτές εδώ είναι ζωντανές! Κουνιούνται!»

Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας...

«Δεν τις θέλω. Πάρτες από ‘δω.»
«Και πού να τις πάω τέτοια ώρα;»
«Δεν ξέρω, πάνε τες όπου θες. Από το σπίτι μας να φύγουν, ούτε να τις βλέπω δεν μπορώ.»
«Καλά, κάτι θα σκεφτώ. Θα δω τι θα τις κάνω αύριο…»
«Αύριο;… Όχι αύριο! Τώρα! Δεν τις θέλω μέσα στο ψυγείο. Αν τις σκέφτομαι δεν θα κοιμηθώ!»

«Μα, πού να τις πάω βρε μωρό μου νυχτιάτικα;»
«Να τις πας… στη Ρεματιά! Ναι, στη Ρεματιά! Κάπου θα έχει λίγο νεράκι, δεν μπορεί, θα βρεις εσύ! Βάλτες εκεί όλες μαζί, παρέα. Μπορεί να ζήσουν…»

Δεν με έχεις δει σε φάση παρανοϊκή, στο ξαναλέω. Ευτυχώς, συμβαίνει κατά μέσο όρο μια φορά στα τρία χρόνια. Αλλά, δεν σηκώνει να μου πει άνθρωπος «όχι» εκείνη την ώρα. Γυαλίζει το μάτι μου και… είμαι και Κριός. Οπότε, τι να κάνει ο άνθρωπος; Ξαναβάζει το μπουφάν του, παίρνει και τη σακούλα…

«Την πέστροφα τουλάχιστον θα τη φας;» ρώτησε λυπημένα πριν βγει.
«Ναι. Αυτή είναι ψόφια. Θα τη φάω.» είπα, ήρεμη σαν Βούδας, τώρα που το «Εξαποδώ» έβγαινε από το σπίτι μας.

Τι να κάνω βρε παιδιά; Χορτοφάγος δεν είμαι. Μοβόρο σαρκοφάγο είμαι, κτήνος, το ομολογώ. Αλλά, στο σημείο να σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια κάτι ζωντανό, κάτι που νιώθει, που ξυπνάει κι αυτό κάθε μέρα με την επιθυμία να ζήσει ευτυχισμένο… που έχει μάτια... και με κοιτάει με τρόμο στα μάτια… ως εκεί δεν έχω φτάσει.
Αυτά έγιναν τότε. Την άλλη μέρα, από τα διπλανά διαμερίσματα, που είχαν ακούσει τα βραδινά ουρλιαχτά μου, ρωτούσαν να μάθουν τι έγινε. Μήπως πάθαμε τίποτα. Ήμασταν και καινούριοι στην πολυκατοικία. Σκιάχτηκαν οι άνθρωποι. Το και το, τους είπε το χουνέρι που έπαθε, ο δικός μου.

«Αχ! Γιατί, βρε αδερφέ, δε μου χτυπούσες το κουδούνι, να μου τις έδινες;» είπε ο Κρητικός του τρίτου ορόφου. «Φρέσκες καραβίδες! Έγκλημα! Αμαρτία!... Και… πού ακριβώς είπες πως τις άφησες επαέ στη Ρεματιά; Αριστερά, όπως βλέπουμε την Εκκλησία, ή στα δεξιά;» ρώτησε στη συνέχεια. Φιλόζωος άνθρωπος, τι να πεις. Ίσως να ήθελε να μάθει για να πάει να τις ταΐσει…Μάλλον γι’ αυτό ρωτούσε.

Πέρασα χθες από τη Ρεματιά. Τράβηξα και μερικές φωτογραφίες για να σου τις δείξω. Φωτογραφίες από τον… τόπο του «εγκλήματος»! Δεν ξέρω αν έζησαν και εάν ευτύχησαν και αν παντρεύτηκαν κι αν έκαναν παιδιά – θα πρέπει να ‘τανε κάνα κιλό οι καραβίδες εκείνες… Ε, εντάξει... Φαντάζομαι σε ένα τόσο άσχετο από το φυσικό τους περιβάλλον, λογικά δεν θα έβγαλαν τη χρονιά. Αλλά, πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. 

Πάντως, εγώ, δεν τις σκότωσα με τα χέρια μου. Δεν τις έριξα σε κατσαρόλα με νερό που βράζει και να βάλω από πάνω το καπάκι και να τις ακούω με τη φαντασία μου να φωνάζουν «Βοήθεια! Έλεος!»… 

Θα μου πεις, στη Ρεματιά του Χαλανδρίου πέρασαν καλύτερα; Ειλικρινά, δεν έχω απάντηση. 

Ξέρω τι λες τώρα από μέσα σου, εσύ που είσαι χορτοφάγος. Υποκρισία και τα λοιπά. Δίκιο έχεις κι εσύ, δίκιο έχω κι εγώ. Μερικές φορές ακολουθώ απλώς το ένστικτό μου και όχι τι μου λέει το μυαλό μου. Δυό ημισφαίρια έχει ο εγκέφαλός μου. Χρησιμοποιώ πότε το ένα πότε το άλλο, μην τα κάψω...

Συγνώμη καραβίδες μου αν σας έβλαψα. Γνωρίζω πλέον πως και η άγνοια σκοτώνει…Την πέστροφα, πάλι, που ήταν ήδη μακαρίτισσα, την έψησα ως εξής:
ΠΕΣΤΡΟΦΑ ΨΗΤΗ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ ΜΕ ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ

Γεμίζω την κοιλιά μιας καθαρισμένης φρέσκιας πέστροφας με μίγμα από 1 κ. σούπας μαργαρίνη (κατάλληλη για ψήσιμο), 1 κρεμμυδάκι φρέσκο, αποξηραμένο εστραγκόν (δες την τελευταία φωτογραφία), αλάτι και πιπέρι. 

Κλείνω καλά με οδοντογλυφίδες. Ανασηκώνω ελαφρά ώστε να μη χυθεί αμέσως έξω η μαργαρίνη καθώς θα λιώνει. Τη λούζω με τον χυμό από ½ λεμόνι και την ψήνω με αέρα σε προθερμασμένο φούρνο στους 200ο C για περίπου 20 λεπτά. Αν είναι πολλές οι πέστροφες ο φούρνος είναι η καλύτερη λύση. Αλλιώς χρησιμοποιώ μεγάλο αντικολλητικό τηγάνι.


Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Πριν από αυτό το περιστατικό, δεν γνώριζα πως οι καραβίδες που τρώγαμε τότε, βραστές ή ψητές στα κάρβουνα σε καλά μεζεδοπωλεία, λίγα λεπτά προτού τις παραγγείλω ήταν ζωντανές. Όταν το έμαθα, δεν παράγγειλα ποτέ ξανά. Όπως δεν ζήτησα ποτέ σε ταβέρνα να μου ψήσουν ένα ψάρι που μου έδειχναν να κολυμπάει μέσα στο ενυδρείο τους. 



* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας