ΟΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ‘84
(Εκ Θεσσαλονίκης…)
Έλα! Σήμερα σου έχω κάτι
πολύ καλό! Θα σου φτιάξω τις «Πατάτες του Γιάννη». Πατάτες έχεις φάει σε πολλές
εκδοχές, το γνωρίζω. Αυτές εδώ όμως είναι ένα φαί… που θα γλύφεις τα δάχτυλά
σου! Και είναι πανεύκολο.
Θυμάσαι που σου έλεγα για
μια ωραία παρέα που ήμασταν με κάτι φιλαράκια, κάποτε παλιά; Τότε που πήγαινα
ακόμα στη Σχολή Κινηματογράφου. Σου έχω ξαναγράψει για αυτή την παρέα στο «Άμα
έχεις Καρδιά Αγκινάρα», δες το μετά άμα δεν το έχεις διαβάσει. Μια παρέα
καλλιτεχνική και ανάμικτη. Ηλικίες από εικοσιτόσο μέχρι τριαντακάτι. Δουλεύαμε οι
περισσότεροι στο ίδιο σίριαλ τότε. Οπότε ήμασταν μαζί από το πρωί μέχρι αργά το
βράδυ…
Ο Γιάννης ήταν κατά κάποιο
τρόπο η ψυχή της παρέας. Στο σπίτι του μαζευόμασταν όλα τα «παλιόπαιδα», σχεδόν
χωρίς ραντεβού, και του το κάναμε κάθε φορά «καλοκαιρινό». Τι τραβούσε η
καημένη η γυναίκα του. Με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι τη θυμάμαι, κούκλα όμως, με
μαύρα σγουρά μαλλιά, σαν αυτά τα κορίτσια που βλέπεις στις Μινωικές
τοιχογραφίες. Παρθένος στο ζώδιο οπότε, καταλαβαίνεις, ο παραμικρός κόκκος
σκόνης ήταν συμφορά. Κι εμείς όλοι θα πρέπει να ήμασταν τότε για το Μαράκι μια
μεγάλη συμφορά. Να χαμογελάει, ως Σαλονικιά πολύ φιλόξενη, αλλά από μέσα της να
κλαίει την ώρα και τη στιγμή που παντρεύτηκε τον κουλτουριάρη τον ροκ τον σκηνοθέτη.
Τι τό ‘θελε, Μαθηματικός άνθρωπος! Δεν ήξερε, δε ρώταγε; Σκηνοθέτης ίσον
συμφορά. Εξ ορισμού. Σκηνο + Θέτης = ένας που σου κάνει το σπίτι κατασκήνωση…
Αυτό το παλιό πέτρινο
σπιτάκι στην Πεύκη, ήταν η βάση μας. Η «έδρα» της παρέας μας. Χωρίς τηλεφώνημα,
τσουπ, όποτε μας κάπνιζε, εμφανιζόμασταν στο σπίτι τους. Τώρα που το
ξανασκέφτομαι, ήταν πολύ μεγάλη η γενναιοδωρία αυτού του ζευγαριού. Ειλικρινά,
ποιός θα άφηνε τόσους καλικαντζάρους να μπαινοβγαίνουν σπίτι του για τόσον
καιρό; Γιατί αυτό κράτησε μερικά χρονάκια. Μέχρι που η Μαρία δεν άντεξε…
Νέοι ήμασταν, λεφτά δεν
υπήρχαν πολλά, μεροδούλι μεροφάι – να ξέρεις, σε αυτόν τον τόπο λεφτά ποτέ δεν
υπήρχαν, εκτός βέβαια από εκείνο το «ευχάριστο» διάλειμμα όπου έπεφταν μάτσο
από τον ουρανό, τότε μετά το ’85. Εκείνα που τώρα τα ξεπληρώνουμε τριπλά. Άλλά,
άλλο θέμα αυτό…
Φέρναμε όλοι από κάτι
πάντως, δεν πηγαίναμε ποτέ με άδεια χέρια, γιατί η παράδοση ήταν να τρώμε
ρεφενέ. Άλλος πατάτες, άλλος τυρί, άλλος κανά λουκάνικο, άλλος ψωμί και
οπωσδήποτε κρασί. Μας άρεσε ένα τότε, πώς το λέγανε – πώς το λέγανε;… Α, ναι!
Ήταν ένα στρουμπουλό πρασινωπό μπουκάλι κρασί ροζέ.
Καμιά φορά ο Γιάννης μας
έλεγε τι να φέρουμε, άλλοτε πάλι φέρναμε ότι νά ‘ναι – «κλέβαμε» και κάτι από
το ψυγείο των γονιών μας αν δεν μας έφταναν τα λεφτά για σουπερμάρκετ. Μετά,
βάζαμε κάτω τα σοφά κεφάλια μας να δημιουργήσουν εκείνη τη στιγμή μια συνταγή,
κυριολεκτικά «εκ των ενόντων». Θαύματα κάναμε. Είχαμε ταλέντο στη μαγειρική. Καθόμασταν
με τις ώρες, όλοι μαζί μαγειρεύαμε, πίναμε, ακούγαμε μουσική, λέγαμε ιστορίες,
αστεία και κάποια στιγμή – κάποια πολύ αόριστη στιγμή – τελικά τρώγαμε.
Στριμωχνόμασταν τέτοιες
μέρες, χειμωνιάτικες με το κρύο να τσούζει, μέσα στη μικρή κουζίνα, ο ένας πάνω
στον άλλο, καμιά δεκαριά άτομα γύρω από το τραπέζι, και παρακολουθούσαμε το φαί
μας να ψήνεται μέσα από το τζάμι του φούρνου. Ζεσταίνει ωραία ο αναμμένος
φούρνος, σα σόμπα είναι. Είχε στην κουζίνα αυτή ένα μικρό καναπεδάκι, να μπορεί
να φιλοξενήσει και κανέναν φίλο που θα κατέβαινε από τη Θεσσαλονίκη – από τη
Σαλονίκη είναι ο Γιάννης, θα το κατάλαβες. Όποιος πρόφταινε, τυχερός, έπιανε
καναπεδάκι. Οι άλλοι, καρέκλες.
Αχ!... Τι νόστιμο που
είναι το μαγειρεμένο με αγάπη και χαρούμενες σκέψεις φαί! Δεν υπάρχει καλύτερο.
Κι ας είναι και σκέτες πατάτες. Αυτό
όμως εδώ το φαί που θα σου περιγράψω, δεν το λες σε καμία περίπτωση «σκέτες
πατάτες». Είναι η σπεσιαλιτέ που μας έμαθε ο φίλος μας ο Γιάννης και που μου
έχει μείνει αξέχαστη. Βάζαμε στο τραπέζι το ταψί και ο καθένας αναλάμβανε να
βάζει και από ένα υλικό μέχρι να συμπληρωθούν οι στρώσεις. Ήταν σαν επιτραπέζιο
παιχνίδι.
Δεν το μαγειρεύω συχνά. Παχαίνει
κιόλας το άτιμο. Όμως δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος. Ό,τι αγαπάω πολύ, προτιμώ
να το απολαμβάνω αραιά. Για να μην το βαρεθώ. Μοιράζομαι αμέσως τώρα μαζί σου,
τυχεράκια, τη λαχταριστή συνταγή. Κι αν τύχει και δεις ποτέ τη Μαρία και τον
Γιάννη, πες τους κι από μένα ένα «ευχαριστώ πολύ»!
ΟΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ
15 φέτες τυρί γκούντα
κομμένες μικρά τετραγωνάκια
10 φέτες ζαμπόν επίσης σε
τετραγωνάκια
250 γρ. κρέμα γάλακτος
100 γρ. φυτικό βούτυρο
Αλάτι, φρεσκοτριμμένο
πιπέρι
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Βουτυρώνω ένα τετράγωνο
ταψί. Βάζω μια στρώση πατάτες, αλάτι και μπόλικο πιπέρι. Ρίχνω από πάνω τόπους-τόπους
λίγο τυρί και ζαμπόν. Λίγη κρέμα γάλακτος και μερικά κομματάκια βούτυρο.
Συνεχίζω μέχρι να τελειώσουν τα υλικά φροντίζοντας να κρατήσω λίγη κρέμα και βούτυρο
για την τελευταία στρώση. Σκεπάζω με αλουμινόχαρτο και ψήνω σε προθερμασμένο
φούρνο στους 160ο C για 3 ώρες. Χωρίς αέρα για να μη στεγνώσει.
Τρώγεται ζεστό αλλά και κρύο από το ψυγείο. Είναι λίγο σαν τούρτα. Αν το κόψεις
μικρά τετραγωνάκια, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις και σε μπουφέ γιατί στέκονται
ωραία.
Όσοι δεν τρώνε κρέας μπορούν
να παραλείψουν το ζαμπόν και να βάλουν λίγο περισσότερο τυρί.
Το μαχαιράκι αυτό
είναι τέλειο για να κόβεις λεπτές φέτες τυρί. Οι Ολλανδοί, που είναι μεγάλοι
μάγοι στο τυρί, δεν ζουν χωρίς αυτό. Το ονομάζουν Kaasschaaf (προφέρεται κά-ασ-χα-αφ). Δηλαδή
τυρομάχαιρο.
Λέει η εγκυκλοπαίδεια: De
kaasschaaf is een schaaf waarmee een dun plakje van een stuk kaas kan worden
gesneden… Κατάλαβες; Εγώ, που έμαθα κι Ολλανδικά, κατάλαβα! Το συγκεκριμένο
είναι σουβενίρ από το Άμστερνταμ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη περιπέτεια - μεγάλη -
που θα σου την πω άλλη φορά. Εν καιρώ…
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
Υ. Γ. Η Παρέα μας
διαλύθηκε, όπως όλα τα ευχάριστα ή δυσάρεστα στη ζωή – ο χρόνος είναι για όλους
αμείλικτος. Οι συνταγές όμως μένουν… Α, και κάτι ακόμα: "Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια...μόνο τρόπο να κοιτάνε". Πόσο μου αρέσει αυτό το τραγούδι!
* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!
* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας