ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ…
ΜΟΥΣΑΚΑΣ ΜΕ ΑΣΠΡΗ
ΜΕΛΙΤΖΑΝΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Στη ζωή μπορείς να γίνεις
οτιδήποτε επιλέξεις. Το μοναδικό όριο είναι ο τρόπος που σκέφτεσαι. Έτσι λέω…
Τη ζωή της, την έζησε
δυναμικά. «Την άρπαξε από τα μαλλιά», ήταν μια συνηθισμένη έκφραση της εποχής
της. Μιλάω για τη Γιαγιά Μαρία. Σήμερα θα φτιάξω μουσακά, ακολουθώντας τη
συνταγή της, με μια σημαντική διαφορά. Θα χρησιμοποιήσω άσπρες μελιτζάνες
Σαντορίνης. Αυτές, θα δώσουν άλλη γεύση.
Μουσακάς με Άσπρες Μελιτζάνες Σαντορίνης |
Μα τι μ’ έπιασε και
σκέφτομαι πάλι τη γιαγιά μου; Ίσως, επειδή αυτές τις ημέρες, βλέπω πως η μισή
Ελλάδα έχει μία έγνοια… Τι θ’ απογίνει στη ζωή του «το παιδί».
Βγήκαν τα τελικά
αποτελέσματα των εξετάσεων. Μοιράστηκαν πολυπόθητες θέσεις σε Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και σε Σχολές. Χιλιάδες δεκαοχτάχρονα παιδιά, ενήλικες
πλέον, παίρνουν το δρόμο για το άγνωστο. Σε άλλη πόλη, σε άλλο Νομό, μακριά από
την πατρική φωλιά και την αγκαλιά της μάνας.
Υπάρχουν παιδιά που
επίτηδες φρόντισαν να περάσουν σε Πανεπιστήμιο άλλης πόλης. Ώστε να μπορέσουν
επιτέλους να ζήσουν ελεύθερα, μακριά από την καταπίεση, τα όρια του εφηβικού τους
δωματίου, τους ηθικούς και πρακτικούς περιορισμούς. Είναι όμως και κάτι άλλα
που κλαίνε με δάκρυ πικρό. Τώρα που θ’ αποχωριστούν για λίγα χρόνια τη μανούλα
τους. Που έπλενε και σιδέρωνε τα ρουχαλάκια τους, τα λερωμένα εσώρουχα, που
μαγείρευε και σερβίριζε στο πιάτο το φαγάκι τους, που έστυβε το χυμούλη τους κι
έψηνε το καφεδάκι τους. Που φρόντιζε για τα πάντα ώστε να μη λείψει τίποτε από
τον μπέμπη και τη μπέμπα των… 18 ετών. Είναι εκείνα τα παιδιά που δώδεκα χρόνια
τα θερμοπαρακαλούσαν να διαβάσουν.
Η Γιαγιά Μαρία ήταν από
ένα χωριουδάκι έξω από τα Ιωάννινα. Πατέρα δεν είχε δίπλα της, ούτε κι αδέλφια
καθώς μεγάλωνε κι από μητέρα, ορφάνεψε στα δεκαέξι της χρόνια. Όταν βρέθηκε στα
δεκαεννιά της στην Αθήνα, μόνη της έχτισε το καλυβάκι της - έτσι ονόμαζε
χαϊδευτικά την παράγκα της στον προσφυγικό συνοικισμό του Λυκαβηττού. Κανένας
δεν την πήρε από το χεράκι να την πάει με το ζόρι στο Φροντιστήριο. Μόνη της
έβγαλε ως το τέλος το Γυμνάσιο - Λύκειο τότε δεν υπήρχε. Μόνη της πήγε κι έμαθε
μοδίστρα σε μια Σχολή, για να μπορεί να τρώει ένα κομμάτι ψωμί.
Αγαπούσε τα γράμματα κι
ήθελε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο» μου
έλεγε για να με πείσει να σηκωθώ από το κρεβάτι να πάω στο δημοτικό σχολείο,
όταν ήμουν επτά χρονών.
Πώς όμως να σπουδάσει μια
κοπέλα το 1930 χωρίς γονείς ή στοργικούς συγγενείς, δίχως κρατικές υποδομές, χωρίς
λεφτά κι ανάπηρη; Είχε χάσει όλο το ένα της πόδι από γάγγραινα καθώς χτύπησε
παίζοντας στον δρόμο με άλλα παιδάκια στα δώδεκά της χρόνια.
Κι όμως. Ολόκληρη τη
ζωή της - κι έζησε 84 χρόνια - όποιο
βιβλίο έπεφτε στα χέρια της, το διάβαζε με λαχτάρα κι απορροφούσε γνώση.
Μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποίηση, ταξιδιωτικές εντυπώσεις,
χρονογραφήματα, χιουμοριστικές στήλες στα περιοδικά και στις εφημερίδες – και,
εννοείται, ολόκληρες τις εφημερίδες. Παροιμίες και ρητά, απέξω τα ήξερε. Τα
σταυρόλεξα τα έλυνε «στο πιτς φυτίλι». Θαύμαζε τον λαογραφικό πλούτο της χώρας
μας και γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα των περισσότερων περιοχών. Θα μπορούσε
άνετα να έχει δική της εκπομπή στο ραδιόφωνο.
Άσπρη μελιτζάνα Σαντορίνης |
Εκτός από μοδίστρα, ήταν
και η «νοσοκόμα» της γειτονιάς. Τους μήνες που έμεινε στο κρεβάτι στο νοσοκομείο,
τότε μικρή, ζητούσε από γιατρούς και νοσηλεύτριες να της μαθαίνουν διάφορα
ιατρικά θέματα. Γιατί σκεφτόταν τότε να σπουδάσει Ιατρική. Της άρεσε όμως και η
Νομική. Ήθελε να αποκτήσει σφαιρική μόρφωση. Πίστευε πως τα λεφτά δεν κάνουν
τον «άνθρωπο», αλλά η παιδεία.
Μεγάλη πια, παντρεμένη και
με παιδί, ζητούσε από τις πελάτισσες της, που ζούσαν σε κανονικά σπίτια στις
γύρω πολυκατοικίες, να της φυλάνε όποιο βιβλίο δεν θα ξαναδιάβαζαν. Τέλειωνε
ένα φόρεμα, ορίστε κι ένας Ντοστογιέφκι. Διόρθωνε ένα ταγιεράκι που της έπεφτε
κάποιας φαρδύ, πάρε έναν Σεφέρη, έναν Καζαντζάκη, έναν Βάρναλη. Ολοκληρωνόταν
μια θεραπεία με ενέσεις, με βεντούζες, μια αφαίμαξη με βδέλλες, ορίστε κι ένας
Γκόρκι, ένας Ουγκώ, μια Περλ Μπακ. Άλλαζε γάζες σε μια πληγή κι έκοβε ράμματα,
να κι ένας Τσέχωφ, ένας Τολστόι, ένας Καρλ Γιουνγκ…
Άσπρες μελιτζάνες Σαντορίνης |
Μέχρι τα τριάντα της
χρόνια είχε αποκτήσει ένα λεξιλόγιο πλουσιότατο, βαθιά γνώση γραμματικής και
ορθογραφίας στην καθαρεύουσα αλλά και στη «μαλλιαρή», την καθομιλουμένη
δημοτική δηλαδή. Μια ικανότητα σύνταξης και ευελιξίας στην άρθρωση και στον
προφορικό λόγο, που ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου θα ζήλευαν. Έμαθε και λίγα
Αρχαία Ελληνικά καθώς από το κρεβάτι κι από το μαξιλάρι της πέρασαν κάποτε
μερικές… λευκές νύχτες ο Όμηρος και ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης.
Όταν χώρισε από τον Μίμη
στη δεκαετία του ’50, κι όταν ύστερα από λίγο έφυγε από την παράγκα κι η
μοναχοκόρη της που αγάπησε και παντρεύτηκε τον Τάσσο κι «άνοιξε φτερά, πέταξε
μακριά», ο μικρόκοσμος της Μαρίας ερήμωσε «ούτως ειπείν». Ταυτόχρονα δεν είχε
και λεφτά καθώς η άμπωτη της Κατοχής άφησε προίκα στην Ελλάδα έναν Εμφύλιο
Πόλεμο και μια οικονομική καταστροφή… Τότε κάθισε και σκέφτηκε: «Είμαι σαράντα
χρονών. Πώς θα βγει έτσι στην ξεραΐλα η υπόλοιπη ζωή;»
Ήταν τέτοιος καιρός, όταν
ένα πρωί πήρε τ’ αυτί της πως κάτι άποροι νέοι από επαρχία κατέφθαναν «σωρηδόν»
με τρένα στην πρωτεύουσα για να πάνε στο Πανεπιστήμιο… και «τα κακόμοιρα» δεν
είχαν που να μείνουν. Έλαμψε αμέσως στο νου της μια «φαεινή ιδέα». «Μιά και
δυό», κατέβηκε στον Σταθμό. Σαν τους σημερινούς ξενοδόχους των Rooms to Let,
ρωτούσε όποιον νέο έβλεπε «ξέμπαρκο» με το «μπογαλάκι» του αν είχε σπίτι για να
μείνει. Αν εκείνος της απαντούσε «τσου», του εξηγούσε τις συνθήκες διαμονής,
πως το καλυβάκι της δεν ήταν… τριάστερο, αλλά πως ήταν δίπλα στο Κολωνάκι και
φυσικά στην καρδιά της Αθήνας. Και πως το πλήρες σέρβις θα περιελάμβανε πρωινό,
μεσημεριανό, βραδινό – φτωχικό μεν, αλλά ζεστό γεύμα δε, δηλαδή «ό,τι τρώω εγώ,
θα τρως κι εσύ». Πλύσιμο ρούχων στη σκάφη, μαντάρισμα τρύπιων καλτσών και
σιδερωμένα πουκάμισα και, για να μην τα πολυλογούμε, γενικά όσα περίπου θα
έκανε γι’ αυτόν η φουκαριάρα η μάνα του στο χωριό…
Έτσι, ύστερα από λίγα
χρόνια, η γιαγιά Μαρία, το ορφανό, το «ανήμπορο», το καταφρονεμένο… στα 50 της
πραγμάτωσε το όνειρο της και «σπούδασε» Ιατρική και Νομική. Πώς; Μα, φαντάζομαι
θα το κατάλαβες! Κάθε που περνούσε τις εξετάσεις σε ένα μάθημα ένας από τους
φοιτητές που στέγαζε στην παράγκα της «Ψιτ! Νεαρέ!... Γιά φέρε από δω και σε
εμάς το βιβλίο σου να ξεστραβωθούμε» του έλεγε. Της έδιναν φυσικά και ό,τι
μπορούσαν, αν τους έστελνε ο πατέρας τους κανένα «φράγκο». Της έφερναν που και
που κανένα κομμάτι κρέας από την αγορά. Κι αυτή τους έβραζε κανένα φρέσκο αυγό
από τις κοτούλες που είχε στην αυλή της.
Όσο για τις μανάδες των
παλικαριών, «έπιναν νερό στο όνομά της». Γιατί ποιος ξέρει σε ποια τρώγλη, σε
ποιους θαλάμους και με ποιες συνθήκες θα ζούσαν τα παιδιά τους στην Αθήνα. Τι
μεταδοτικές ασθένειες θα κολλούσαν. Δυο φοιτητές χωρούσαν στο καλυβάκι της Μαρίας
και κοιμόντουσαν σε δυο ράντζα, που το πρωί τα μάζευαν για να ανοίξει ο χώρος.
Ποιος ξέρει τι να απέγιναν αυτά τα παιδιά. Συνήθως φτωχά παιδιά με ξεκάθαρους
στόχους και επιμονή, μεγαλουργούν. Η ίδια, είχε βολευτεί μέσα στο κουζινάκι
της. Εκεί, τις νύχτες μετά τη δουλειά, διάβαζε με το φως μιας λάμπας πετρελαίου
από Φιλοσοφία και Δίκαιο μέχρι Ψυχιατρική.
Μουσακάς με άσπρη μελιτζάνα Σαντορίνης |
Γι’ αυτό με τη Γιαγιά
Μαρία στη συζήτηση δεν έβγαζες εύκολα άκρη. Θυμάμαι το 1975 ισχυριζόταν με
επιμονή πως ο καρκίνος της μήτρας οφείλεται σε μικρόβιο. Όλοι γελούσαν μαζί της
τότε – κι εγώ μαζί. Σήμερα, άκουσα πως κάποιοι λένε πως μάλλον έτσι είναι. Δεν
έχω ιδέα αν έτσι είναι. Πάντως, το βρήκα ενδιαφέρον.
Η διαφορά μεταξύ
εγγράμματου και αγράμματου, αμόρφωτου και μορφωμένου, αστοιχείωτου και
εκπαιδευμένου είναι αόρατη κάποιες φορές και μάλλον δεν εξαρτάται από την απόκτηση
ενός πτυχίου που κοσμεί τον τοίχο κάποιου γραφείου σε μια κορνίζα. Σήμερα
υπάρχει για όλους σχεδόν η δυνατότητα της «δια βίου μάθησης» και η εξ
αποστάσεως εκπαίδευση, το e-learning.
Φυσικά, πέρα από τις
ακαδημαϊκές γνώσεις, που χάνονται όπως η φυσαλίδα της υγρασίας πάνω στο
λουλούδι με την πρώτη αχτίδα του ήλιου σαν έρθουν τα γερατειά και η άνοια,
μετράει και η πνευματική καλλιέργεια του νου. Η καρδιά.
Αυτά είχα να σου πω και
στο μεταξύ, βλέποντας τις φωτογραφίες, φαντάζομαι θα κατάλαβες πως φτιάχνω και
τον μουσακά. Αλλά καλού κακού, ορίστε και η συνταγή της γιαγιάς. Με μόνη
διαφορά, όπως είπαμε, τις λευκές μελιτζάνες.
Μη φύγεις! Έχω να σου πω κάτι ακόμα. Στο τέλος, μετά τη συνταγή...
Μη φύγεις! Έχω να σου πω κάτι ακόμα. Στο τέλος, μετά τη συνταγή...
ΜΟΥΣΑΚΑΣ ΜΕ ΑΣΠΡΕΣ ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
(για 6 άτομα)
1 ½ κιλό λευκές μελιτζάνες, ελαιόλαδο για το ψήσιμο
τους, 2 κ.σ. βούτυρο, 2 κρεμμύδια μεγάλα
ψιλοκομμένα, 1 σκελίδα σκόρδο, ½ κιλό φρέσκο μοσχαρίσιο
κιμά, ½ κιλό ντομάτες ώριμες τριμμένες, ½ ποτηράκι λευκό κρασί, 2 αυγά, 1 χούφτα μαϊντανό
ψιλοκομμένο, 1 φλιτζ. τσαγιού
κεφαλοτύρι τριμμένο, 1 κ.γλ. ζάχαρη, 1 κ.γλ. κανέλα τριμμένη, 1 δαφνόφυλλο, 1 κ.σ. αλάτι, ½ κ.γλ. πιπέρι
ΥΛΙΚΑ για τη μπεσαμέλ
1 φλιτζ. τσαγιού αλεύρι, 1 φλιτζ. τσαγιού βούτυρο, 4 φλιτζ. τσαγιού (1 λίτρο)
ζεστό φρέσκο γάλα, 2 αυγά, 1 φλιτζ. τσαγιού
κεφαλοτύρι τριμμένο, 1 κ.γλ. αλάτι, ½ κ.γλ. πιπέρι, 1 πρέζα μοσχοκάρυδο
τριμμένο, 1 κ.σ. τριμμένη φρυγανιά
* Σημ. Τοποθετώ τα υλικά της μπεσαμέλ χωριστά από
τα υπόλοιπα στον πάγκο εργασίας, ώστε να μην τα μπερδέψω.
Αν ήταν οι κλασσικές
μελιτζάνες θα ακολουθούσα τη γνωστή διαδικασία με το αλάτι για να ξεπικρίσουν.
Οι Σαντορινιές μελιτζάνες είναι γλυκές.
Κόβω τις άσπρες μελιτζάνες
σε λεπτές φέτες. Πολλοί, συνηθίζουν να τις τηγανίζουν και μετά τις αφήνουν να
στραγγίσουν. Προτιμώ να τις ψήσω, όπως κάνω με τα ψητά λαχανικά. Τις τοποθετώ
στη σειρά σε λαδωμένο ταψί και τις λαδώνω κι από πάνω με πινέλο μαγειρικής.
Σε μια πλατιά κατσαρόλα, σοτάρω
στο βούτυρο το κρεμμύδι μέχρι να ξανθύνει. Προσθέτω τον κιμά και το αλάτι ανακατεύοντας
καλά για να διαλυθούν οι σβώλοι. Ρίχνω κρασί, ντομάτα, σκόρδο, δάφνη, ζάχαρη,
κανέλα, πιπέρι και μαϊντανό. Προσθέτω ελάχιστο ζεστό νερό, σκεπάζω και αφήνω να
σιγοβράσει για περίπου 25 λεπτά μέχρι να σωθούν τα υγρά. Αφήνω τον κιμά να
κρυώσει. Πετάω τη σκελίδα του σκόρδου και το δαφνόφυλλο. Προσθέτω 2 αυγά
ελαφρώς χτυπημένα και ανακατεύω. Στο μεταξύ, ετοιμάζω τη μπεσαμέλ.
Βάζω το βούτυρο σε μια
κατσαρόλα να λιώσει σε χαμηλή φωτιά. Προσθέτω το αλεύρι κι ανακατεύω γρήγορα με
το σύρμα για να μη σβωλιάσει. Μόλις πάρει χρώμα, ρίχνω το ζεστό γάλα ενώ
ανακατεύω συνεχώς. Προσθέτω τα 2 αυγά χτυπημένα με το αλάτι. Ρίχνω πιπέρι και
μοσχοκάρυδο. Ανακατεύοντας συνεχώς με την ξύλινη κουτάλα, ψήνω τη μπεσαμέλ για
10 λεπτά ώστε να σφίξει. (Αν τύχει και πάει να σβωλιάσει, τη χτυπάω με το σύρμα).
Κατεβάζω από τη φωτιά, προσθέτω το τριμμένο τυρί και ανακατεύω.
Η… ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ
Σε ένα λαδωμένο ταψί
απλώνω τις μισές μελιτζάνες. Τις πασπαλίζω με το μισό τυρί. Στρώνω το μίγμα του
κιμά. Καλύπτω με τις υπόλοιπες μελιτζάνες. (Αν το ταψί δεν είναι αρκετά φαρδύ,
κάνω τρεις στρώσεις). Πασπαλίζω με το υπόλοιπο τυρί.
Από πάνω απλώνω τη
μπεσαμέλ. Πασπαλίζω με την τριμμένη φρυγανιά και ελάχιστο τυρί. Ψήνω τον
μουσακά σε προθερμασμένο φούρνο στους 180° για 40 λεπτά προσέχοντας να μην
«αρπάξει» η επιφάνεια. Αφήνω να περάσει
τουλάχιστον μισή ώρα πριν κόψω μερίδες για να μη διαλυθεί.
Σκέφτομαι πως ο μουσακάς
είναι πολύ… «Ελλάδα». Συνδυάζει προσφυγιά, λαχτάρα, πόνο, φαντασία, Ιστορία, χαρά,
λιακάδα και πλούτο.
Επίσης, ο μουσακάς, μού
φαίνεται σαν ένας ζωντανός οργανισμός, σαν το ανθρώπινο σώμα. Οι μελιτζάνες, το μυϊκό
σύστημα. Ο κιμάς, το φλεβικό σύστημα. Η σάλτσα ντομάτα, το αίμα. Τα αυγά, το
λεμφικό σύστημα. Το τυρί, το νευρικό σύστημα. Η μπεσαμέλ, το δέρμα, που όλα τα
σκεπάζει… Που όλα τα σκεπάζει;
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
Υ.Γ. Το ταξίδι της γνώσης
τελειώνει με την τελευταία εκπνοή. Νομίζω. Κι όπως θα έλεγε και η γιαγιά
«όποιος έχει μυαλό, δεν χάνεται».
* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε μέλη αναγνώστες του blog για να
ενημερώνεστε πρώτοι!
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW
=========================================
"Υ.Γ. Το ταξίδι της γνώσης τελειώνει με την τελευταία εκπνοή. Νομίζω."
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσωπικά δεν το νομίζω... Και δεν έχω και καμμιά απόδειξη πως τελειώνει ο,τιδήποτε... Αν κάποιος έχει αποδείξεις για το αντίθετο...
Αγαπητέ Ανώνυμε αναγνώστη,
Διαγραφήσας ευχαριστώ πολύ για την εύστοχη παρατήρηση η οποία με... επαναφέρει στην τάξη! Να διευκρινίσω λοιπόν πως η παραπάνω πρόταση αναφέρεται στην παρούσα ζωή. Αν υποθέτω σωστά, γνωρίζετε πόσο δύσκολο είναι κάποιος γράφοντας να καλύπτει ταυτόχρονα το "σχετικό" και το "απόλυτο" επίπεδο. Μπορείτε αν έχετε χρόνο να διαβάσετε μια προηγούμενη σχετική μου ανάρτηση σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο: http://mariliz-ritsardi.blogspot.gr/2014/01/blog-post_26.html και θα χαρώ να συνεχίσουμε τη συζήτηση και εκεί.
Καλησπέρα,εψαχνα συνταγη για να αξιοποιήσω υπέροχες χαρισμένες ασπρες μελιτζάνες και έχω λιγη ωρα που σεργιανίζω στις πανεμορφες,γεματες ΖΩΗ σελίδες σας! Ευχαριστώ πολύ!(και οχι μόνο για τη συνταγή)! Χρύσα απο θεσσαλονίκη
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή Χρύσα, με συγκινήσατε. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε. Να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας με αγάπη και να επικοινωνούμε με ανθρωπιά. Να είστε πάντα καλά! Λατρεύουμε τη σαγηνευτική Πόλη σας (με το "π" κεφαλαίο)!
Διαγραφή