Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ [ΜΕΡΟΣ B’] ΚΑΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ [ΜΕΡΟΣ B’]
ΚΑΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ


Α! Πολύ καλά έκανες και ήρθες γιατί είμαι έτοιμη να σου διηγηθώ τη συνέχεια της απίστευτης ιστορίας που ξεκίνησα να σου λέω την περασμένη φορά. Αν δεν τη διάβασες, διάβασε τη για να μπεις στο κλίμα, γιατί στη συνέχεια έγιναν ασυνήθιστα περιστατικά!
Επίσης, θέλω να σου θυμίσω πόσο καλή ιδέα είναι να πάρεις την παρέα σου, κι όσο είναι ακόμα καλός ο καιρός, να πας σε μια παραλία να ανάψεις μια φωτιά (την οποία όταν τελειώσεις θα σβήσεις προσεχτικά) και όσο εσύ κολυμπάς, να αφήσεις τις πατάτες σου να σιγοψήνονται στην άμμο!... Δεν υπάρχει καλύτερο!

Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Μόλις βεβαιωθήκαμε πως δεν έχουμε σπάσει κανένα κόκαλο, όταν πέσαμε με τα μούτρα στα βότσαλα στο Λούνα Παρκ, ξαναβρήκαμε το κέφι μας.

«Πάμε όπως είμαστε σε καμιά παραλία για μπάνιο;» ρωτάει ο Μάικ. «Μα… δεν έχουμε μαγιό!» διαμαρτυρήθηκε η Τζίνα. «Δεν πειράζει, σκοτάδια είναι, δε θα φαίνεται τίποτα» της λέει ο Τζόνι. «Θα σου κάνει καλό και στην πληγή, θα φύγουν τα αίματα, το ιώδιο της θάλασσας είναι το καλύτερο φάρμακο!» συμπλήρωσε με ύφος γιατρού ο Μάικ. «Ναι, αλλά η ώρα κοντεύει μία, πρέπει να γυρίσουμε σπίτι, θα ανησυχούν οι δικοί μας» μουρμούρισα...

Όταν η παρέα θέλει κάτι, και είσαι δεκαεννέα, εσύ ακολουθείς. Κι ήμασταν τόσο δεμένοι μεταξύ μας. Επτά κορμιά, μία ψυχή.

Το αμαξάκι μας έφτασε στο Καβούρι. Βγήκε από τη λεωφόρο και πάρκαρε κοντά στην παραλία. Κατεβήκαμε. Αμέσως μας έπιασε η μυρωδιά της θάλασσας. Το αλμυρό αεράκι κόλλησε στο δέρμα και στα μαλλιά μας. Φλιτς-φλατς, τα κύματα έσκαζαν αφρίζοντας στην αμμουδιά. Μας προσκαλούσαν. Μπορεί κανείς να τους αντισταθεί; Τα αστέρια λαμπύριζαν σαν διαμαντάκια στον ουρανό. Η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος μας χαιρετούσαν. Ωωω, τι ρομαντική σκηνή!... «Ώρε και νά’ χαμε τώρα κά’να σουβλάκι πιτόγυρο με απ’ όλα και λύσσαξα απ’ την πείνα!» ακούστηκε η αγριοφωνάρα του Μάικ. «Φαγητό πριν το κολύμπι; Απαγορεύεται!» είπε σοβαρή η Μαίρη. «Ναι, γιατί θα φάμε… μετά;» ειρωνεύτηκε η Τζόυ. «Αυτό δεν το σκεφτήκαμε» είπε ο Τζόνι. «Ααα!» φώναξε ο Μάικ «…Φαΐ έχουμε! Έχω πεταμένη πίσω στο πορτμπαγκάζ μια σακούλα πατάτες για τη σκηνή στο αυριανό γύρισμα!». «Τέλεια! Να ανάψουμε φωτιά για να ζεσταθούμε και μετά να ψήσουμε πατάτες στη θράκα. Αλουμινόχαρτο έχεις;» ρώτησε ο Τζόνι. «Έχω, πώς δεν έχω! Αλουμινόχαρτο δεν έχω; Είδος πρώτης ανάγκης» είπε εκείνος.

Ο Τζίμης, ήταν ερωτευμένος εκείνες τις μέρες και σιωπηλός. Συνήθιζε να συμμετέχει στη συζήτηση με ένα βελούδινο βλέμμα και ένα γλυκό χαμόγελο, όμως στο μάζεμα των ξύλων για τη φωτιά αποδείχτηκε ικανότατος. Όπως ήταν και ψηλός, έφτανε να πιάσει και μερικά κουκουνάρια από τα γύρω δέντρα. Πλύναμε τις πατάτες στο κύμα και τις τυλίξαμε μια-μια σε αλουμινόχαρτο. Σκάψαμε όλοι μαζί ένα λάκκο στην άμμο. Τον επενδύσαμε με πλατιά βότσαλα γύρω-γύρω εσωτερικά, για να μην υποχωρήσουν τα τοιχώματα του αυτοσχέδιου φούρνου και ανάψαμε. Η φωτιά μας φούντωσε και θέριεψε. Όσο εμείς κολυμπούσαμε, ένας έμενε πάντα πίσω φρουρός να ταΐζει τη φωτιά σαν τον Ινδιάνο.

Έχεις μπει νύχτα στη θάλασσα; Μαύρος ο ουρανός, μαύρα και τα νερά και πολύ μα πολύ… μα πάρα πολύ δροσερά! Έχει κάτι τρομαχτικό όλο αυτό. Αν το κάνεις όμως με παρέα, είναι φανταστικά! Παίζαμε με τα νερά, κάναμε πως τάχα θα πνίξει ο ένας τον άλλο. Ήπιαμε πάνω στο παιχνίδι και λίγο θαλασσινό νερό, που μας βγήκε από τη μύτη. Τσακωθήκαμε και λίγο γιατί τα αγόρια προσπαθούσαν να μας βρέξουν τα μαλλιά. Ήταν πολύ ωραία, σου λέω!...

Όσο ήμασταν μέσα στη θάλασσα ήταν καλά, μόλις βγήκαμε έξω… τουρτούρισμα! Χτυπούσαν τα δόντια μας. Τα αγόρια, τζέντλεμεν. Μας έδωσαν τις μπλούζες τους να τις κάνουμε «πετσέτες» να σκουπιστούμε και ντυθήκαμε. Έφερε κι ο Μάικ μια κουβέρτα από το αυτοκίνητο. Ένεκα η ανάγκη, κάναμε πως δεν καταλάβαμε πόσες δεκαετίες είχε να πλυθεί, και καθίσαμε πάνω.

Αγκαλιασμένοι και κουρνιασμένοι γύρω από τη φωτιά, ζεστάθηκε το κοκαλάκι μας. Παραζεστάθηκε μάλιστα. Καίει πολύ η φωτιά από κοντά. Με την κουβέντα και τα αστεία, πέρασαν ώρες. Όταν μιλάνε φίλοι που αγαπιούνται αληθινά, ο χρόνος δεν υπάρχει.

Περασμένες 4 το πρωί θα ήταν όταν βγάλαμε τις πατατούλες μας από τη θράκα. Ευτυχώς που ήταν μικρές και ψήθηκαν. Τότε συνειδητοποιήσαμε πως δεν είχαμε αλάτι. Συμφορά! Μαθημένοι να τρώμε από μια ολόκληρη σακούλα τσιπς στην καθισιά μας, αυτό μας κακοφάνηκε. Γρήγορα όμως το ξεπεράσαμε. Γιατί αυτό που τρώγαμε δεν ήταν ακριβώς «πατάτες στην άμμο». Ήταν πατάτες… με άμμο! Έτσι, με λίγη φαντασία, το κριτς-κριτς στο στόμα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν… χοντρό αλάτι.

Σου είπα πως αυτή η νύχτα είχε ασυνήθιστα περιστατικά... Εκεί που τρώγαμε σαν τους Ρονβισόνες, τσουπ!... Κάτι σκούρο ξεπροβάλει από τη θάλασσα. Παγώσε το αίμα μας! Τι είναι πάλι τούτο; Να ξέβρασε η Μεσόγειος κάποιο θαλάσσιο κήτος;

Όχι. Ήταν ένα κύριος με στολή βατραχανθρώπου. Στο ένα χέρι κρατούσε τα βατραχοπέδιλα και στο άλλο μια γεμάτη σακούλα. «Γεια χαρά παιδιά!» είπε. «Έχω πιάσει καραβίδες, αλλά δεν έχω φωτιά. Είστε να συνεταιριστούμε;».

Συνεταιριστήκαμε μια χαρά. Του δώσαμε να φάει την τελευταία πατάτα. Νομίζω κάναμε μια πάρα πολύ καλή συμφωνία. Όχι σαν εκείνον τον φουκαρά που πήγε στο παζάρι με ένα άλογο να το ανταλλάξει και γύρισε σπίτι με ένα καλάθι αυγά – ή κάπως έτσι, δεν θυμάμαι απ’ έξω κι όλες τις ιστορίες!

Πάνω που τρώγαμε κι απολαμβάναμε, ακούμε από την πλευρά που ήταν το δασάκι τσιρίδες και φωνές! Γυρίζουμε, και τι να δούμε!... Μια κοπέλα έντρομη να τρέχει προς το μέρος μας ανεμίζοντας τα χέρια, ουρλιάζοντας «HELP! HELP! HELP!». Πίσω της τρεχάτος ένας πενηντάρης με τα παντελόνια κατεβασμένα. 

Την κυνηγούσε ο άτιμος να την πιάσει! Ο τύπος ήταν τόσο αποφασισμένος και ξαναμμένος, που μόνο όταν η κοπέλα έφτασε κοντά μας στη φωτιά σταμάτησε την καταδίωξη. Σηκωθήκαμε κι εμείς πάνω. Τότε έκανε μεταβολή κι έφυγε από εκεί που ήρθε. Τι είχε γίνει;

Τρέμοντας, κλαίγοντας και σε κατάσταση σοκ, η κοπέλα μας διηγήθηκε πως πήρε ταξί από το Αεροδρόμιο, πως έδωσε στον ταξιτζή μια κάρτα με τα στοιχεία του ξενοδοχείου όπου θα διανυκτέρευε, πως εκείνος στο δρόμο της έκανε καμάκι, κάποια στιγμή έστριψε απότομα προς την παραλία, και τότε εκείνη άρπαξε το σακβουαγιάζ της, πετάχτηκε έξω από το ταξί κι άρχισε να τρέχει…

Όταν ηρέμησε, τη συνοδεύσαμε μέχρι το σημείο που είχε πετάξει το σακβουαγιάζ της. Ευτυχώς, θυμόταν που. Στη συνέχεια, ο Μαικ με τη Τζόυ την πήγαν με το αμάξι  στο ξενοδοχείο της που ήταν κάπου εκεί κοντά στην παραλιακή. Όταν επέστρεψαν, καθίσαμε γύρω από τη σβησμένη φωτιά για λίγο ακόμα σιωπηλοί. Είδαμε και τον ήλιο να ανατέλλει...

Με το φως της μέρας πια, καταλήξαμε ο καθένας σπίτι του. Ο Μάικ, ως επίσημος «ταξιτζής» της παρέας, μάς έκανε έναν-έναν διανομή. Μεγάλη καρδιά ο Μάικ.

Όταν πέρασα το κατώφλι του σπιτιού μου, η ώρα θα ήταν 7 το πρωί. Πίσω από την πόρτα με περίμενε η μάνα μου. Μου άστραψε ένα χαστούκι. Κλασσικός τρόπος με τον οποίο μια μάνα αποδεικνύει την αγάπη και την αγωνία της. Ξαγρύπνησε όλη νύχτα καθώς τον καιρό εκείνο δεν υπήρχαν ακόμα τα κινητά τηλέφωνα. Τον περασμένο αιώνα, τα καλά κορίτσια γύριζαν στο σπίτι τους πριν τα μεσάνυχτα. Είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία και είχε δηλώσει εξαφάνιση. Είχε ξυπνήσει και τις μανάδες των άλλων κοριτσιών και δήλωσαν ομαδική εξαφάνιση κορασίδων.

Μπα! Το χαστούκι εκείνο, ούτε που το ένιωσα. Ήμουν σε βαθιά έκσταση, σε πελάγη ανείπωτης χαράς. Είχα μόλις ζήσει μια από τις πιο συναρπαστικές νύχτες της ζωής μου. «Πού ήσουν;» θυμήθηκε να με ρωτήσει μετά από το χαστούκι. «Έξω…» απάντησα με το βλέμμα να νετάρει στο άπειρο. Ύστερα, πήγα στο ντους. Έριξα πάνω μου κρύο νερό για να ξυπνήσω. Ξαναντύθηκα, πήρα την τσάντα μου κι έφυγα για να πάω στη δουλεία, στο γύρισμα, όπου ήμουν σκριπτ.
Μπορεί να ήμασταν τρελοί, αλλά ήμασταν επαγγελματίες. Στον τόπο του γυρίσματος, πίσω από το Νοσοκομείο Σωτηρία στη Μεσογείων, στις 8 ακριβώς, όπως έλεγε το όρντινο, ξανασυναντηθήκαμε όλοι οι ήρωες που παίζαμε μαζί τη νύχτα στον… τόπο του εγκλήματος. Ανταλλάξαμε πονηρά χαμόγελα, κλεφτά βλέμματα συνωμοσίας, πνιχτά χαχανητά. 

Καθώς είχαμε όλοι μια ποικιλία από μώλωπες και γρατζουνιές και μαύρους κύκλους στα μάτια, ο σκηνοθέτης μας ρώτησε τι στο καλό πάθαμε. Είπαμε ότι χτυπήσαμε πέφτοντας… κατά λάθος… τη νύχτα... σε κάτι βράχια. Μας κοίταξε περίεργα. Γέλασε. «Βρε παλιόπαιδα!» είπε. Μετά σοβάρεψε κι επέμεινε να καθυστερήσει η έναρξη του γυρίσματος. Μας συνόδευσε στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου όπου μας υποχρέωσε να κάνουμε ακτινογραφίες.

Χα! Την ακτινογραφία αυτή τη φύλαξα, την έχω ακόμα. Είναι το πιο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο που διαθέτω πως το κεφάλι μου... περιέχει μυαλό!

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Κι όμως, όλα αυτά δεν είναι της φαντασίας μου. Συνέβησαν στ’ αλήθεια μια θερμή νύχτα του 1983. Κι αν τυχόν έχασες το πρώτο μέρος αυτής της αληθινής ιστορίας, διάβασε τη στην προηγούμενη ανάρτηση: http://mariliz-ritsardi.blogspot.gr/2014/08/blog-post_24.html

* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW
=========================================

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας