Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ [ΜΕΡΟΣ Α’] ΚΑΙ ΒΟΤΚΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ [ΜΕΡΟΣ Α’]
ΚΑΙ ΒΟΤΚΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

Σου αρέσουν οι περιπέτειες; Εμένα πολύ!
κοκτέιλ σκρουντράιβερ (screwdriver)
Την ημέρα εκείνη, κάναμε γύρισμα από τις 8 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα για μια τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ. Το «Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον». Βέβαια, εμείς τα μέλη του συνεργείου, μόνο Παρθεναγωγείο δεν ήμασταν…

Merrygoround 1910
G Robertson Cuninghame
Δεκαεννέα ετών. «Πάνω στην τρέλα μου, πάνω στην αλητεία», που λέει και το γνωστό άσμα. Κι όπως, πολύ σοφά, επισημαίνει μια ελληνική παροιμία, «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Έτσι! Κι επειδή οι περισσότεροι ήρωες αυτής της νυχτερινής αληθινής ιστορίας που θα σου διηγηθώ είναι πλέον αξιοπρεπείς πενηντάρηδες, με δουλειές και οικογένειες, κι αφού έχουμε πλέον χαθεί από καιρό, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω ψευδώνυμα.

Μαζευόμασταν συνήθως μετά τη δουλειά όλη η τρελοπαρέα, δέκα-δώδεκα άτομα, στο σπιτάκι του Τζόνι. Εκείνο το βράδυ ήμασταν μόνο επτά. Όπως ξέρεις, τα νιάτα δεν καταλαβαίνουν από κούραση. Μετά από δεκάωρα γύρισματα σε απάνθρωπες συνθήκες – γιατί ο παραγωγός μας ήταν πολύ… «καλός» άνθρωπος – πάντοτε είχαμε διάθεση για γλέντι.

ΚΟΚΤΕΙΛ ΒΟΤΚΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ή SCREWDRIVER
(Σκρουντράϊβερ = κατσαβίδι. Θα δεις που κολλάει αυτό λίγο παρακάτω.)

Παίρνεις ένα ψηλό ποτήρι. Βάζεις μέσα 1 γερή δόση βότκα και 2-3 παγάκια. Συμπληρώνεις με χυμό πορτοκάλι (καλύτερα να στύψεις φρέσκο). Στολίζεις με μια φέτα πορτοκάλι ή λεμόνι. Βάζεις και 1-2 καλαμάκια χρωματιστά και το πίνεις… Σιγά-σιγά. Γιατί, όσο αθώο κι αν δείχνει στο μάτι, το κοκτέιλ αυτό είναι δυναμίτης και βαράει! Μόλις σηκωθείς θα το καταλάβεις.

Εκεί που πίναμε τα σπιτικά κοκτέιλ βότκα πορτοκάλι ξεροσφύρι, σαν νεράκι, κι είχαμε έρθει στο τσακίρ κέφι… «Πάμε Λούνα Παρκ;» πέφτει μια πρόταση από κάποιον. «Αμέ!» πεταχτήκαμε όλοι.

Το τεράστιο Λούνα Παρκ στην παραλιακή λεωφόρο ήταν το «must» της εποχής. Ήμασταν επτά νοματαίοι από 19 ως 29 ετών και διαθέταμε ένα Pony. Όχι άλογο. Το άλλο, εκείνο το συμπαθητικό τετράγωνο αυτοκινητάκι με την καρότσα και τον μουσαμά γύρω-γύρω. Που τον χειμώνα έμπαζε μπούζι κρύο παγωνιά κι ήθελες σκούφο, κασκόλ, γάντια και μπουφάν. Τώρα ήταν καλοκαιρία, οπότε πρόβλημα ουδέν. Χωράνε όμως επτά άτομα σε ένα αυτοκίνητο; Αυτό είναι μαθηματικό πρόβλημα!

Ιδιοκτήτης της «κούρσας» ήταν ο Μάικ, που στον ελεύθερο χρόνο του δούλευε ταξί. Αφού ήταν ο σοφέρ, στρώθηκε μπροστά αριστερά στο τιμόνι. Μπροστά δεξιά η Μαίρη και πάνω στα γόνατα της η Τζόυ που ήταν μικροκαμωμένη. Πίσω αριστερά ο Τζίμης, που το κεφάλι του έβρισκε πάντα στην οροφή. Στη μέση στριμώχτηκε η αφεντιά μου και δεξιά μου ο Τζόνι. Σύνολο έξι. Περίσσεψε απέξω ένα άτομο. Η Τζίνα. Αλλά «όλοι οι καλοί χωράνε». Χώσαμε λοιπόν τη Τζίνα στο πίσω κάθισμα. Ξαπλώθηκε ανάσκελα κατά μήκος πάνω στα γόνατά μας. Θα τη βάζαμε στο πορτμπαγκάζ, αλλά δεν είχε χώρο. Είχε αραδιασμένα διάφορα πράγματα. Το φροντιστήριο των σκηνών που θα γυρίζονταν την επόμενη μέρα. Ευτυχώς όμως, η Τζίνα ήταν τσιλιβίθρα, 47 κιλά.

Βρουμ! Βρουμ! Πήρε μπρος το αμαξάκι αγκομαχώντας και ξεκινήσαμε κεφάτοι από Μαρούσι για Φάληρο. Τραγουδώντας μαζί με τους ροκάδες που έριχναν τις ροκιές τους από το σπασμένο και ξανακολλημένο με σελοτέηπ ραδιοκασετόφωνο. Το είχαμε στο τέρμα. Νεολαίοι είπαμε. Ίσον σαματάς. Στα φανάρια, όλοι γυρίζανε και μας κοιτάζανε έκπληκτοι. Μια σακαράκα γεμάτη «σαρδέλες» που τραγουδούσαν παράφωνα we don’t need no education, we don’t need no mind control…”. Και στο επόμενο φανάριriders on the storm…” και λίγο παρακάτω “come on baby light my fire…” και μετά “we all live in a yellow submarine…”. Επτά αγριεμένα παιδιά μέσα σε ένα αυτοκίνητο έτοιμα για τρέλες!

Κάποτε, φτάσαμε στην παραλιακή. Είχε όμως πάει η ώρα δώδεκα παρά κάτι. Κάνουμε να μπούμε μέσα… «Ώπα!» μας κόβει ο ταμίας. «Αργήσατε. Κλείνουμε τώρα. Ελάτε αύριο.»

Αύριο; Τι λες! Θα ζούμε μέχρι αύριο; Θέλουμε να παίξουμε και το θέλουμε τώρα! Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον πιάσανε στα παρακάλια τα αγόρια. Παίξαμε κι εμείς οι γυναίκες επικουρικά τις βλεφαρίδες μας, δείξαμε γάμπα, ποζάραμε ανφάς και προφίλ… Τίποτα αυτός, ασυγκίνητος. Βγαίνει από το ταμείο, μας κλείνει την πύλη στα μούτρα. Τι κάνουμε τώρα; Τζάμπα τόσα χιλιόμετρα και τόσα όνειρα;

Τον βλέπουμε τον κακό άνθρωπο (τον ταμία) και πάει πίσω από το κουβούκλιο κι αρχίζει να σβήνει φώτα. «Μπουκάρετε!» ψιθυρίζει ο Τζόνι. Σπρώχνουμε απαλά την πύλη και τρυπώνουμε σαν τις γάτες. Τρέχουμε και κρυβόμαστε πίσω από κάτι θάμνους και περιμένουμε σαν τους λύκους στο σκοτάδι. Η καρδιά μας παίζει ταμπούρλο, κρατάμε και την αναπνοή μας.

Σε λίγο βγαίνουν οι τελευταίοι πελάτες. Βγαίνουν και οι υπάλληλοι. Ένα-ένα τα φώτα, τα λαμπιόνια και οι προβολείς που λούζουν το μεγαλοπρεπές Λούνα Παρκ σβήνουν. Κρακ-κρακ, ακούμε το κλειδί στο λουκέτο. Παφ-παφ, τα βήματα κάποιου που απομακρύνεται. Ησυχία, σκοτάδι, νέκρα, σιωπή. Μας κλείδωσαν μέσα!

screwdriver=κατσαβίδι
«Πάμε!» λέει ο Τζόνι. Σφαίρα τρέχουμε στα συγκρουόμενα. Εμείς, τα κορίτσια, δεν είχαμε ακόμα καταλάβει τι γίνεται. Τα αγόρια όμως ήξεραν πολλά. Με τους αναπτήρες τους για φακούς, μπαίνουν στο δωματιάκι του χειριστή. Ψάξανε στο συρτάρι και βρήκανε ένα κατσαβίδι - να που κολλάει το σκρουντράιβερ που σου έλεγα προηγουμένως!…Σε δυο λεπτά ανάψανε τα φώτα της πίστας. Δεν χρειάστηκε πολύ για να δώσουν ρεύμα στα αυτοκινητάκια. Το τι ακολούθησε, δύσκολα περιγράφεται. Σαν τα σκυλιά που τα έβγαλες βόλτα στο πάρκο και τους έλυσες το λουρί. Μπήκε ο καθένας μας σε ένα αυτοκινητάκι κι αρχίσαμε τις συγκρούσεις μεταξύ μας.

«Δεν πάει πιο γρήγορα;» ρώτησε κάποιος απαιτητικός. «Τώρα, θα το πειράξω και θα γίνει πύραυλος!» απάντησε ο… «χειριστής». Κάτι έκανε στον πίνακα ελέγχου με τα καλώδια, κάτι μαστόρεψε και ξαφνικά τα αυτοκινητάκια άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα σαν δαιμονισμένα. Σαν να βλέπεις βίντεο στο αξελερέ. Σε κάθε σύγκρουση τα κορμιά μας τραντάζονταν κι η αδρεναλίνη χτύπαγε κόκκινο. Ουρλιάζαμε, ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Τα σύρματα που έδιναν ρεύμα πάνω από τα κεφάλια μας άρχισαν να πετάνε σπίθες. Οι σπίθες γίνανε αστραπές. «Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!» φωνάζαμε εμείς. Και τότε, έγινε κάτι που μας πάγωσε το αίμα…

Μέσα στα γέλια και τις δικές μας ιαχές ακούστηκε απειλητική μια άγνωστη βαριά αντρική φωνή. «Τι κάνετε εδώ αλήτες; Πώς μπήκατε μέσα;»

Δεν… μπήκαμε. Δεν βγήκαμε, θα ήταν η σωστή απάντηση.  Όμως δεν ήταν ώρα τώρα να ανοίξουμε συζήτηση. Ο φύλακας ήταν εντελώς αγριεμένος. Μετά βίας συγκρατούσε από το λουρί δυο ντόπερμαν που σαν λυσσασμένα προσπαθούσαν να του ξεφύγουν και να μας χυμήξουν. «Θα αμολύσω τα σκυλιά να σας φάνε!» γρύλισε και το μάτι του γυάλισε περίεργα.

Δεν χρειάστηκε να το αναλύσει άλλο. Σαν τους καλλικαντζάρους, πηδήξαμε από τα συγκρουόμενα κι αρχίσαμε να τρέχουμε μες στα σκοτάδια, δίχως να ξέρουμε προς τα πού. Σαν αγέλη τρέχαμε. Μπροστά πήγαινε ένας και πίσω οι υπόλοιποι ουρλιάζοντας από τρόμο. Ακούγαμε τα σκυλιά να μας ακολουθούν και να μας γαυγίζουν και μαζί τα ποδοβολητά του φύλακα που μας έβριζε με ένα αναπάντεχα πλούσιο λεξιλόγιο και λέξεις που δεν γράφονται σε ένα καθωσπρέπει blog όπως αυτό εδώ…

Και ξάφνου, ο δρόμος… τελείωσε. Το τσιμεντένιο έδαφος τέλειωσε. Μπροστά, μαύρα κατάμαυρα σκοτάδια. Ακούγονταν μόνο παφλασμοί από κύματα να σκάνε στην παραλία. Πίσω, τα σκυλιά και ο κυνηγός μας. Αυτό ήταν. Ήρθε το τέλος μας! Ή που θα μας φάνε τα σκυλιά ή που θα σκοτωθούμε στα γκρεμά. Κάποιος πήδηξε πρώτος στο κενό. Σαν χορός του Ζαλόγγου ένας-ένας πηδήξαμε όλοι. Ουχ! Ωχ! Αχ και Βαχ! Βογκ! Θά΄ταν δυό μέτρα ύψος. Δεν προσγειωθήκαμε σε άμμο, όπως περιμέναμε, αλλά σε βότσαλα και βράχια.

Μόλις συνήλθαμε από το σοκ, γυρίσαμε να κοιτάξουμε τον διώκτη μας. Όπως φωτιζόταν κόντρα από τον φακό του, έμοιαζε με τον Νοσφεράτου. Είδαμε τα δόντια των ντόπερμαν να γυαλίζουν, τα ακούσαμε να γρυλίζουν. Εδώ κανονικά θα έπεφταν τίτλοι τέλους. Όμως έγινε κάτι εκτός σεναρίου. Ο Τζόνι σηκώθηκε, ορθώθηκε, πήρε μια στάση απειλητική και του λέει: «Είμαστε εφτά και είσαι ένας. Τι θα μας κάνεις;» Αυτό μόνο. Απλά και παγερά. Δίπλα του αμίλητοι σηκώθηκαν και στάθηκαν ο Τζίμης και ο Μάικ.

Τι παράδοξο! Ο φύλακας μάλλον φοβήθηκε. Έπεσε μια ανησυχητική σιωπή. «Εντάξει» λέει, «η πύλη είναι ανοιχτή. Θα περιμένω εδώ. Σε ένα λεπτό να έχετε εξαφανιστεί.»

Ακριβώς ένα λεπτό χρειάστηκε. Διακτινιστήκαμε! Για πότε σκαρφαλώσαμε, για πότε τρέξαμε μέχρι την πύλη, για πότε φτάσαμε στο αμάξι και στοιβαχτήκαμε μέσα όπως-όπως, για πότε βρεθήκαμε να τρέχουμε με 100 στη Βουλιαγμένης… Στα πρώτα χιλιόμετρα γυρίζαμε και κοιτάζαμε πίσω μας με την τρίχα όρθια. Μόλις σιγουρευτήκαμε πως δεν μας ακολουθεί ούτε αυτός ούτε τίποτα περιπολικά και πως – ουφ! - τη γλυτώσαμε, σταθήκαμε σε ένα σημείο που ο δρόμος φωτιζόταν καλά.

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και ψαχτήκαμε μεταξύ μας να δούμε μήπως κάποιος τραυματίστηκε από την πτώση. Άλλος πονούσε στα πλευρά, άλλος στον αγκώνα, άλλος είχε στραμπουληγμένο αστράγαλο, κι όλοι είχαμε γδαρσίματα στις παλάμες, στις γάμπες και στους ώμους. Η Τζόυ έκλαιγε, η Τζίνα είχε λίγα αίματα στο σαγόνι κι εγώ είχα χτυπήσει στο κεφάλι, ευτυχώς ελαφρά. Αν και το μυαλό μου είχε κουνηθεί για τα καλά!
cocktail screwdriver
made by Mariliz Ritsardi
Όμως η ασύλληπτη αυτή νύχτα δεν τελειώνει εδώ. Όοοχι! Έχει κι άλλο! Την υπόλοιπη ιστορία θα σου την πω στην επόμενη ανάρτηση. Έλα, μην τη χάσεις σου λέω, γιατί έγιναν απίστευτα περιστατικά! …To be continued!

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Το γνωρίζατε πως ήταν ελληνική η εταιρεία (NAMCO) που παρήγαγε το αυτοκίνητο Pony στη διάρκεια των ετών 1975-1983;

* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!


ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας