Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΤ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΤ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ 

Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Όσα θα σου διηγηθώ σήμερα δεν θα δηλώσω εδώ γραπτώς πως είναι αληθινά περιστατικά και τα ονόματα… φυσικά, δεν είναι τα αληθινά.

1978. Την πρώτη φορά που πέρασε το κατώφλι της ΕΡΤ ήταν δεκατεσσάρων ετών. Πήγε με τη δασκάλα της φλογέρας για να παίξει ζωντανά στο ραδιόφωνο κάποια κομμάτια που είχε συνθέσει μόνη της. Μεγάλο καμάρι. Έτρεμε ολόκληρη από συγκίνηση και σκέφτηκε «τι ωραίο μέρος, τι ωραία να δουλεύει κανείς εδώ». Εκεί, σε αυτό το Στούντιο θα πρέπει να κόλλησε το πρώτο «μικρόβιο».

2013. Η τελευταία φορά που ανέβηκε τα σκαλοπάτια της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή ήταν την περασμένη εβδομάδα. Συνόδευσε τον άντρα της. Ήταν καλεσμένος να μιλήσει στους θεατές μετά από την πρώτη προβολή ενός ντοκιμαντέρ ενός άλλου σκηνοθέτη. Ήδη από την είσοδο, η ατμόσφαιρα μύριζε κατάληψη. Πανό με συνθήματα, «πηγαδάκια», κάποιοι υπάλληλοι είχαν φέρει μαζί και τα παιδιά τους.

Σύμπτωση: η προβολή έγινε σε ένα Στούντιο στο Ραδιόφωνο. Ποιος ξέρει. Ίσως να ήταν το ίδιο, εκείνο που με μάγεψε πριν από 35 χρόνια. Και τώρα, θα σου πω μια ιστορία…

1980. Δεκαέξι ετών, δούλεψε έναν ολόκληρο χρόνο κάθε Σάββατο σε μια παιδική εκπομπή. Έπαιζε φλογέρα, κουκλοθέατρο, ντουμπλάριζε και φωνές στις κούκλεςέπαιζε και ως ηθοποιός. Πληρώθηκε κιόλας. Ήταν η πρώτη της κανονική αμοιβή. Υπεύθυνος Παραγωγής ήταν ο «Παραμυθάκιας». 

Ήταν πολύ διασκεδαστικό να δουλεύει στην ΕΡΤ. Στα διαλλείματα του γυρίσματος έκανε βόλτες στα παρασκήνια, τρύπωνε σε διαδρόμους και αποθήκες σκηνικών. Αυτός ήταν ένας άλλος κόσμος, κρυφός. Κάποιοι τεχνικοί, την ώρα της βάρδιας τους, λαγοκοιμόντουσαν σε κάτι ράντζα που είχαν κρύψει σε κάτι δωματιάκια και κάτι γωνιές. Άλλοι είχαν στρώσει τσόχα κι έπαιζαν χαρτί ή ζάρια. Υπήρχε και ένα ολόκληρο εργαστήριο όπου, οι πιο δημιουργικοί, κατασκεύαζαν μουσικά όργανα. «Ψιτ! Μικρή! Για έλα εδώ!» της φώναζαν «…θέλεις σοκολάτα;». Όμως εκείνη είχε διαβάσει την ιστορία με το Λύκο και την Κοκκινοσκουφίτσα και δε μασούσε. Έφευγε τρέχοντας να βγει στο φως.

1984. Έχοντας τελειώσει την καλύτερη τότε Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης στην Ελλάδα, δεύτερη κατά σειρά αριστούχος στις απολυτήριες εξετάσεις, με περισσότερες από 2 ξένες γλώσσες και 10 χρόνια σπουδές στη μουσική, θυμήθηκε τον «Παραμυθάκια». Σκέφτηκε, γιατί να μην πάει να του ζητήσει άδεια να παρακολουθήσει γυρίσματα μέσα στην ΕΡΤ ώστε να εμπλουτίσει την εμπειρία της. Στο κάτω-κάτω από μικρή την ήξερε, γνωρίζαν από παλιά και τη γυναίκα του και το παιδί του. Δεν μπορεί, θα βοηθούσε, ειδικά τώρα που είχε γίνει και Διευθυντής σε ένα Τμήμα. Κλείνει ραντεβού στο γραφείο του. Παίρνει μαζί και το βιογραφικό της. Χαίρεται πολύ που τη βλέπει. Κάθεται χαμογελαστός δίπλα της στον καναπέ «Πόσο μεγάλωσες! Ολόκληρη γυναίκα έγινες!». «Τέλειωσα τις σπουδές μου και ψάχνω για δουλειά» του λέει. Χωρίς άλλη προειδοποίηση, χυμάει πάνω της σαν άγριο ζώο, τη χουφτώνει και τη φιλάει στο στόμα. Μάζεψε την τσάντα της κι έγινε «Λούης» η μαθητευομένη. Κι ακόμα τρέχει. Δεν ήξερε τότε πως ο κακός Λύκος μπορεί να κρύβεται ακόμα και πίσω από τη μάσκα οικογενειακού φίλου. Το έμαθε κι αυτό.

1985. Άκουσε πως γίνεται διαγωνισμός για να προσληφθούν υπάλληλοι στην ΕΡΤ. Σκέφτηκε, αφού έχει κάποια προσόντα, με τρεις ταινίες της μικρού μήκους ήδη βραβευμένες, συμμετοχή σε Φεστιβάλ, της Θεσσαλονίκης και του εξωτερικού, με προϋπηρεσία πλέον ως βοηθός σκηνοθέτης σε εξωτερικές παραγωγές από ιδιώτες για λογαριασμό της ΕΡΤ σε δύο τηλεοπτικές σειρές, ένα ντοκιμαντέρ και δύο τηλεταινίες… είπε να πάει να κάνει μια αίτηση, μπας και την προσλάβουν ως βοηθό. Μόλις συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο ρώτησε, άπειρη ακόμα από τα μυστικά της πιάτσας, πότε θα βγει η απάντηση. «Έχεις μέσον;» ήταν η ερώτηση… Δεν είχε. Σκέτη πήγε. «Αν δεν έχεις κανέναν γνωστό, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις δουλειά στο Δημόσιο». Πολύ απλά επειδή – έτσι την ενημέρωσαν – στην Ελλάδα δεν υπάρχει αξιοκρατία.

1986. Με ακόμα περισσότερη εμπειρία πλέον, έχοντας εργαστεί σε ιδιωτικές εταιρίες, αποφασίζει μαζί με άλλους νέους αλλά έμπειρους συναδέλφους της να καταθέσει στην ΕΡΤ μια πρόταση για μια οικονομική χιουμοριστική ωριαία αυτοτελή εκπομπή. Όλοι λένε πως για να πάρεις εκπομπή σίγουρα χρειάζεται «μέσον» και μάλιστα βαρβάτο, που να μην αλλάζει κάθε φορά που αλλάζει μια Κυβέρνηση ή ένας Υπουργός… Αλλά, έτσι, για να μη λέει αργότερα πως όταν ήταν νέα δεν προσπάθησε, το έκανε κι αυτό. Δυο εβδομάδες μετά, νύχτα ήταν, αργά, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας τύπος, ο «Κορτάκιας», ας τον ονομάσουμε για να μη μπερδέψουμε τα πρόσωπα. Με φωνή ψιθυριστή, τη ζητάει με το ονοματεπώνυμό της. «Εγώ είμαι» του λέει.  Μη στα πολυλογώ. Ραντεβουδάκι και…  ό,τι ήθελε προκύψει ζητούσε. «Πού βρήκατε το τηλέφωνό μου κύριε» τον ρωτάει ενοχλημένη. «Στο καλάθι των αχρήστων» της λέει «…σε ένα γραφείο της ΕΡΤ»… Να που κατέληξε η με καλλιγραφικά γράμματα γραμμένη αίτησή της και το επί 3 μήνες καλομελετημένο σενάριό της. Αλλά όχι και τα όνειρά της.

1990. Εξωτερικός συνεργάτης, βοηθός σκηνοθέτης σε τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ της Κατεχάκη - Μεσογείων. Όρντινο (ώρα αναχώρησης) στις 8 το πρωί. Έχει πάει ώρα 9 κι ακόμα δεν έχουν όλοι συγκεντρωθεί. Η καημένη η διευθύντρια παραγωγής, πρόσφατα είχε προσληφθεί και δεν τολμούσε να τους πατήσει τη φωνή. Άλλωστε όποιος ήθελε να δουλέψει κανονικά… «χαλάς την πιάτσα» του λέγανε και τον απομονώνανε. Χώρια το «θάψιμο» και οι πισώπλατες μαχαιριές. Γύριζε γύρω-γύρω απελπισμένη η γυναίκα και έψαχνε τους τεχνικούς του συνεργείου να τους βρει έναν-έναν για να ξεκινήσουμε. Έβρισκε τον έναν στο υπόγειο να πίνει το καφεδάκι του, του έλεγε ευγενικά να μπει στο φορτηγάκι που θα μας πήγαινε στον τόπο του γυρίσματος... «Ναι» της έλεγε αυτός. Μέχρι να βρει τον δεύτερο, έχανε τον πρώτο. Σαν τα παιδάκια του Δημοτικού που δεν θέλουν να μπουν στην τάξη κάνανε. Τελικά φεύγαμε κατά τις 10, αν ήμασταν τυχεροί. Μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά που ήταν ο τόπος του γυρίσματος… «Δεν ξέρω τι θα κάνετε, εγώ σε λίγο σχολάω» έλεγε ο οδηγός. Φυσικά εμείς, οι δυο-τρεις εξωτερικοί συνεργάτες, πληρωνόμασταν με το επεισόδιο. Λεφτά θα βλέπαμε μετά που θα ολοκληρωνόταν η σειρά. Αλλά… στα παλιά τους τα παπούτσια!
Πάντως το Μπαρ της ΕΡΤ ήταν - διαχρονικά - για πολλούς αγαπημένος προορισμός. Μέρα μεσημέρι έβλεπε κανείς υπαλλήλους να στρατοπεδεύουν για ώρες. Ντουμάνι ο καπνός, να τον κόψεις με μαχαίρι. Εκεί πρέπει να κλείνονταν οι καλές «δουλειές». Οι τυχεροί που είχαν ήδη ένα συγγενή μέσα, ήταν πιο εύκολο να προσληφθούν. Άλλοι, λιγότερο τυχεροί, "έγλυφαν" μέχρι να πιάσουν μια καρέκλα. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να αγοράσουν πλαστά πτυχία για να πετύχουν καλύτερη θέση και μισθό. Υπήρξαν και μερικοί που πλήρωσαν και ένα χρηματικό ποσό για να μεσολαβήσει κάποιος να τους προσλάβουν. Ύστερα, πολλοί έκαναν την "πάπια". Γκρίνια για το μισθό, κούραση πολλή έλεγαν. Δεν είχαν όρεξη να δουλέψουν από τη Δευτέρα μέχρι… την Πέμπτη.

Η Παρασκευή όμως, ήταν μια πολύ χαρούμενη μέρα. Οι πιο πονηροί κανόνιζαν να δουλεύουν Σαββατοκύριακα και Αργίες για να παίρνουν περισσότερα. Και υπερωρίες φυσικά. Σ’ αυτό ήταν μαιτρ ο «Ψωνάρας». Αυτός βέβαια, ευκαιρία ήθελε να λείπει από το σπίτι του. Σαββατοκύριακο στην ΕΡΤ όλοι οι καναπέδες ήταν άδειοι… για κάθε χρήση.

Ο «Ψωνάρας» είχε ανοίξει και ιδιωτικό Στούντιο, η εταιρεία του σύντομα έκλεισε καταχρεωμένη, αλλά τι τον ένοιαζε, αφού στα "χαρτιά" ήταν στο όνομα της γυναίκας του. Όλα τα είχε σκεφτεί. Ως μόνιμος υπάλληλος, δεν ήταν «σωστό» να έχει δικό του Στούντιο. Ήδη είχε ακουστεί πως κάποιοι έπαιρναν κρυφά μηχανήματα και εξοπλισμό μέσα από την ΕΡΤ για να τα νοικιάσουν σε ιδιωτικές παραγωγές. Δεν ήθελε να βρει κανέναν μπελά λίγα χρόνια πριν τη σύνταξη…

Είδε με τα μάτια της υπάλληλο να χτυπάει κάρτα για τον εαυτό του και για άλλους τρεις και μετά να φεύγει για βόλτα έξω. Άκουσε τηλεφωνική συνομιλία όπου υπάλληλος έλεγε σε άλλον εξ αποστάσεως να του βάλει… ακόμα μια ώρα υπερωρία. Και καλά να χτυπάνε κάρτα, να πληρώνονται κανονικά και να μη δουλεύουν. Η απληστία μερικών ξεπερνούσε κάθε όριο. Έπιαναν δουλειά σε εξωτερικά συνεργεία ιδιωτικών στούντιο μισοτιμής και έτσι στερούσαν το μεροκάματο από τους ελεύθερους επαγγελματίες που δουλεύανε μόνο σε αυτά.

Τις λίγες φορές που κυκλοφόρησε στους διαδρόμους της ΕΡΤ αλλά και άλλων Υπηρεσιών του Δημοσίου μέσα σε τόσα χρόνια, είδε κοπέλες να βάφουν τα νύχια τους πάνω στο γραφείο, άλλες να πλέκουν και άλλες να κάνουν τις ντήλερ σε τάπερ, κοσμήματα, καλλυντικά… Τι να κάνουν τα κορίτσια, κάπως έπρεπε να περάσει η ώρα. Αυτό είναι και το μόνο που καταλάβαινε τελικά. Δεν υπάρχει χειρότερο από την  πλήξη. Γερνάς πριν από την ώρα σου.

Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο Ραδιοτηλεοπτικό Ίδρυμα για να ζητήσει δουλειά «εντός». Τότε που ήταν μικρή έλεγε «τι κρίμα, τι θ’ απογίνω στη ζωή». Γιατί όλοι της έλεγαν «παιδί μου βρες μια σίγουρη δουλίτσα να παίρνεις βρέξει-χιονίσει τον μισθουδάκο σου, να’ χεις τις άδειες σου , τα επιδόματά σου, το εφάπαξ σου, την συνταξούλα σου, αλλιώς θα πεινάσεις»...

Αλλά ευτυχώς. Γιατί η ζωή «έξω», εκεί που βασιλεύει η ανασφάλεια, εκεί που χρειάζεται να βρίσκεις χίλιους τρόπους να γίνεσαι καλύτερος καθημερινά, είναι δέκα φορές πιο ενδιαφέρουσα. Και το οχτάωρο (δεκάωρο-δωδεκάωρο-δεκαπεντάωρο…) κρύβει πάντοτε μια έκπληξη, καλή-κακή δεν έχει σημασία. Το ενδιαφέρον είναι στο διαφορετικό. Δεν «κοιμάσαι». Μπορεί να είσαι με το μαστίγιο στην πλάτη αλλά είσαι ελεύθερος. Γνωρίζεις κόσμο, αλλάζεις κάθε τόσο εργασιακό περιβάλλον, ανανεώνεσαι, συνεχώς βελτιώνεσαι και πάνω απ’ όλα (εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όπως πάντα, εξαιρέσεις υπάρχουν) έχεις τη χαρά να γνωρίζεις πως σε προσέλαβαν για μια συγκεκριμένη δουλειά επειδή το αξίζεις.

Προχθές, οι τελευταίοι υπάλληλοι που είχαν παραμείνει μέσα κάνοντας κατάληψη στην ΕΡΤ αντιμετώπισαν μια βίαιη «έξωση» από τις δυνάμεις της αστυνομίας. Όταν αρχίζει κανείς με το «ποιος έχει δίκιο» δύσκολα βρίσκει κάποια άκρη. Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;  Βέβαια, όταν πριν από κάποιους μήνες, είδαμε στις «έκπληκτες» οθόνες μας (γιατί αν ήταν έμψυχες, έκπληκτες θα ήταν) να κόβεται ξαφνικά το σήμα της Δημόσιας Τηλεόρασης, πολλοί θυμήθηκαν περιστατικά από τη χούντα του 1967, ακόμα και από την Γερμανική Κατοχή. Έχει ενδιαφέρον πάντως που η έφοδος της αστυνομίας στο Ραδιομέγαρο έγινε τόσο κοντά στην επέτειο της 17ης Νοέμβρη. Κάποιος στα κέντρα των αποφάσεων της Ελληνικής (;) Κυβέρνησης έχει χιούμορ.

Όσες φορές δούλεψα για την ΕΡΤ, ήμουν πάντοτε «εξωτερικός συνεργάτης». Ποτέ δεν είχα την τιμή να προσληφθώ, ούτε ως συμβασιούχος. Όμως υπάρχουν πράγματα που μπόρεσα να καταλάβω. Δεν πρόκειται να χρυσώσω κανένα χάπι. Όλα είναι αποτέλεσμα κάποιας αιτίας.

Γνώρισα και καλούς μόνιμους υπαλλήλους. Στην ΕΡΤ, όπως και αλλού στο Δημόσιο. Υπέροχους ανθρώπους, καλλιεργημένους, αληθινούς καλλιτέχνες. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Ήρωες της καθημερινότητας, να προσπαθούνε να επιπλεύσουνε σε λάκκους με φίδια. Προσωπικότητες «διαμάντια». Κι εδώ βρίσκεται το «κλειδί».

Όπως παντού, έτσι και στο Δημόσιο, η προσωπικότητα κάνει τη διαφορά. Οι άνθρωποι δεν είναι αγέλη, δεν είναι πρόβατα που τα οδηγεί ένας παντογνώστης. Αρκεί να το αντιληφθούν φυσικά. Και να μην υποδουλώνουν από μόνοι τους οι ίδιοι τον εαυτό τους, εξαιτίας του φόβου τους μη χάσουν τα προνόμια και τη «σίγουρη» θέση τους. Υπάρχει μια αντίφαση σε αυτά που λέω, το ξέρω. Όμως υπάρχει και η μέση οδός. Η επιλογή είναι δική μας.

Με την κουβέντα ξεχάστηκα και δεν πρόλαβα να σου μαγειρέψω σήμερα. Μπορώ όμως να σου δώσω κάτι άλλο. Τα καλά νέα είναι πως υπάρχει ο καλός υπάλληλος! Είναι ζωντανός. Τον γνώρισα, τον έχεις γνωρίσει, ίσως είσαι εσύ.

Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

Αίσθημα ευθύνης
Εντιμότητα
Σεβασμός στον εαυτό και στους συνεργάτες
Αγάπη για τη γνώση
Αίσθημα αλληλεγγύης
Ελευθερία (κατά βούληση)
Κι αν όλοι γύρω σου είναι φαύλοι, κάνε αυτό που εσύ πιστεύεις
Μη ζεις για τη μέρα που θα πάρεις τη σύνταξη. Ζήσε για τη μέρα σήμερα.

Με αγάπη
Η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Έλα την άλλη εβδομάδα που θα είναι και η επέτειος του Πολυτεχνείου, έχω να σου πω… Ήμουν κι εγώ εκεί.


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας