ΕΦΗΒΙΚΕΣ ΠΑΡΟΡΜΗΣΕΙΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
ΚΑΙ
ΨΑΡΙ ΑΛΑ ΣΠΕΤΣΙΩΤΑ
Για πέντε συναπτά χρόνια,
κάθε καλοκαίρι, ένα δεκαήμερο το περνούσαμε στις Σπέτσες μαζί με τη μικρή μου
φίλη την Πατάτα. Έτσι την φώναζε η μαμά της χαϊδευτικά.
Στα χέρια της μαμάς της με
παρέδιδε η δικιά μου η μαμά με εμπιστοσύνη και ξένοιαζε γιατί ήμουν λίγο…
μπελάς. Πού νά ‘ξερε όμως!
Δεκατεσσάρων
ετών ήμουν εκείνο το καλοκαίρι του 1978. Η Πατάτα έντεκα. Της είχε ήδη έρθει
περίοδος από τα εννιά της χρόνια και έτσι, με τα δυό της στητά «λεμονάκια» και
τα δυό της σφιχτά «πεπονάκια», έδειχνε γυναίκα.
Είχε βλέμμα
καστανό μελί, με ύφος σκοτεινό, γεμάτο μυστήριο. Χείλη σαρκώδη, σε σχήμα
φιλήδονο. Δυο χαρακτηριστικές γραμμές κάτω από τη μύτη δήλωναν σαφώς πως είχε
το ανικανοποίητο μέσα της. Φρύδια πλούσια, έντονες και περήφανες γραμμές. Δέρμα
ξεροψημένο από τον Ήλιο του Ιουλίου, σαν την κόρα του ψωμιού που βγαίνει από
τον φούρνο. Στην επιφάνεια του κορμιού της απλωνόταν ένα βελούδινο ξανθό,
μαλακό χνούδι. Τα μαλλιά της, τούφες καστανές, μέχρι τους ώμους. Φωνή βραχνή, βαθιά,
έντονη κι αυταρχική. Με τον αέρα που δίνει η αφυπνισμένη σεξουαλικότητα σε μια
αδίστακτη, τολμηρή έφηβη, μαγνήτιζε κάθε άμοιρο αρσενικό που τύχαινε να βρεθεί
στον δρόμο της…
Γλαύκος |
Πού νά ‘σαι
άραγε τώρα Πατάτα; Που διάβαινες και στέναζαν τα πεζοδρόμια! Σκληρή καρδιά με
αιφνίδια διαλείμματα ρομαντισμού και ευαισθησίας, όταν ήταν για κανένα...σκύλο.
Κατά τα άλλα, πάνω από εβδομάδα δεν ευδοκιμούσε κανένα αγόρι κοντά της. Εγώ
ήμουν υποτίθεται η «μεγάλη», μα εκείνη γνώριζε πολλά και τελικά εγώ ήμουν η
μαθητευόμενη.
Έλα μέσα στην
κουζίνα. Θα ανάψω φούρνο. Βέβαια, σαν τις φωτιές που άναβε εκείνη δεν θα είναι.
Αχ, Πατάτα! Λένε καμιά φορά για κάτι πως είναι σαν να κρατάς στα χέρια σου
ζεστή πατάτα. Η δικιά μου η Πατάτα, έκαιγε πολύ.
Πέρασαν τόσες
δεκαετίες κι όμως άλλη γυναίκα, οδυνηρή όσο αυτή, δεν γνώρισα. Γυναίκα Πληγή
του Φαραώ. Όταν κάποτε μας χώρισαν για λάθος λόγους έκλαψα, πόνεσα πολύ. Όμως
αυτή είναι μια άλλη ιστορία κι αν έχω διάθεση, θα σου την πω άλλη φορά. Σήμερα
μιλάμε για τις Σπέτσες…
Στις Σπέτσες, μετά το
μπάνιο στη ωραία τους θάλασσα, πηγαίναμε με την Πατάτα και τη μητέρα της σε μια
ταβέρνα μπροστά στο λιμάνι. Η μαμά-Πατάτα από μαγειρική δεν σκάμπαζε γρι. Τι να
κάνει κι αυτή, όλο τον χειμώνα δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εκεί λοιπόν,
δοκιμάσαμε όλα τα παραδοσιακά ελληνικά μαγειρευτά φαγητά.
Ένα μεσημέρι, εκεί που περιμέναμε
να έρθει ο λογαριασμός… «Είδα τον Χ…»
μου λέει η Πατάτα «μου είπε ότι το βράδυ
θα πάει με τον φίλο του στο Παλιό Λιμάνι, στη ντισκοτέκ ‘Καρνάγιο’. Μας κάλεσε
να πάμε κι εμείς.» Πάγωσα. Ντισκοτέκ;… Απαγορευμένο!
Ακριβώς δίπλα της, η
μαμά της θα μπορούσε να την είχε ακούσει. «Σσς!»
της κάνω. «Ααα, μην ανησυχείς» μου
λέει «Όταν η μητέρα μου έχει αυτό το
ύφος, δεν ακούει. Τώρα είναι αλλού. Θα σου πω εγώ πότε ακούει για να αλλάξουμε
θέμα...»
Θυμήθηκα το παραμύθι με
τον Δράκο που κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, κι όταν είναι ξύπνιος έχει τα μάτια
κλειστά. Ξέρεις ποιον λέω. Εκείνο τον Δράκο με το Αμίλητο Νερό. Όντως, η μαμά
της είχε ένα απλανές βλέμμα, ατενίζοντας τη θάλασσα κι ο νους της ταξίδευε. Στ’
αλήθεια ήταν κάπου αλλού.
Για την Ιστορία… η
ντισκοτέκ το «Καρνάγιο» είχε ανοίξει τον προηγούμενο χρόνο σε κάποιες παλιές
αποθήκες, ανάμεσα σε ταρσανάδες. ‘Επιασε αμέσως και τρία χρόνια αργότερα,
εξελίχθηκε στην περίφημη «Figaro», όπου διασκέδαζαν οι τοπικοί και οι διεθνείς
«επώνυμοι» της εποχής που κατέφθαναν από τη θάλασσα με σκάφη...
«Λοιπόν…»
συνεχίζει η Πατάτα «θα της πούμε ότι θα
πάμε στο θερινό σινεμά, αλλιώς δεν πρόκειται να μας αφήσει να βγούμε μόνες μας.
Αυτή έχει κανονίσει να βγει σήμερα με τις φίλες της και σίγουρα θα αργήσει. Εμείς
θα έχουμε γυρίσει πριν απ’ αυτήν. Δεν θα πάρει χαμπάρι, σου λέω»…
Το βράδυ, μόλις έφυγε η
«γάτα», αρχίσαμε να χορεύουμε εμείς τα «ποντίκια». Λουστήκαμε στα γρήγορα, σεσουάρ,
βάλαμε στα μάγουλα μας λίγο από το κραγιόν της «γάτας» ως ρουζ, λίγη βαζελίνη
στα χείλια μας να γυαλίσουν, χρησιμοποιήσαμε και την κολόνια της με άρωμα
λεμόνι και ξεπορτίσαμε.
Η ντισκοτέκ ήταν μακριά.
Στηθήκαμε στη στάση του λεωφορείου και περιμέναμε. «Πού πάνε τα όμορφα κορίτσια;» ρωτάει ένας καταμαυρισμένος από τον
ήλιο νεαρός με ένα αρχαίο μηχανάκι. Φορούσε άσπρο φανελάκι. Βαθιά λαιμόκοψη, να
φαίνεται η χρυσή καδένα με τον χρυσό σταυρό. Στο χέρι, άλλη χρυσή αλυσίδα. Ταυτότητα.
Μαλλί χρώματος κορακί κολλημένο με τζελ. Και μάλλον είχε λουστεί με ένα
μισόκιλο φτηνό αφτερσέηβ.
«Μην του μιλάς» μου ψιθυρίζει η Πατάτα «δεν ανεβαίνουμε
τρεις σε μηχανάκι. Περίμενε. Όλο και κάποιος θα περάσει με αυτοκίνητο.»
«Από πού είστε κορίτσια;» επιμένει ο τύπος και βρουμ-βρουμ-βρουμ πατάει το
γκάζι.
«Από το Περιστέρι» του λέει κοφτά η δικιά μου.
«Τι;»
την κοιτάω έκπληκτη. Αλλά εκείνη, κοιτάζοντας αλλού, μου δίνει μια κλωτσιά.
«Κι εσύ; Από πού;» ρωτάει εμένα απογοητευμένος.
«Εεε… από το Χελιδόνι» του λέω.
«Πού είναι αυτό; Δεν το ξέρω…»
Σάμπως το ξέρω εγώ, σκέφτομαι.
« Κοντά στο Περιστέρι» του απαντώ.
«Α»
είπε, κι έφυγε.
«Είδες;»
μου λέει η Πατάτα «Ξέρω τι κάνω. Αυτοί οι
τύποι είναι φραγκοφονιάδες. Αν του λέγαμε την αλήθεια πως μένουμε στο Παλιό
Ψυχικό, δεν θα ξεκόλλαγε στον αιώνα τον άπαντα. Τους ξέρω εγώ αυτούς. Θέλουν
από Κηφισιά και πάνω, έχουν σχέδιο…»
Πού πρόλαβες και τους
έμαθες, Πατάτα;
Στη ντισκοτέκ, τελικά φτάσαμε
με Μερσεντές. Μάλιστα! Έκανε casting, κανονική
οντισιόν η Πατάτα σε όποιον κοντοστεκόταν στη στάση για να μας κάνει «καμάκι». Greek kamaki, you know? = “You
are beautiful, I love you!”… Και τελικά η φιλενάδα μου επέλεξε το σωστό το…
μέσον το μεταφορικό. Μόλις αφιχθήκαμε αεράτες στη ντίσκο, τον έφτυσε τον
«σοφέρ» μας κανονικά, αφού το ραντεβού της ήταν με τον Χ και την παρέα του, οι
οποίοι είχαν ήδη πιάσει καλή θέση από νωρίς.
Χορέψαμε, χορέψαμε,
χορέψαμε! Ήπιαμε, ήπιαμε, ήπιαμε! «Φρούϊτ Παντς» εννοείται χωρίς αλκοόλ. Δεν
ήταν τρελός ο μπάρμαν να δώσει στα ανήλικα κανονικό ποτό. Φλερτάραμε,
φλερτάραμε, φλερτάραμε ώσπου, κάποια στιγμή, ήρθε η ώρα της «Σταχτομπούτας»
(έτσι τη λέγαμε τότε την Σταχτοπούτα = στάχτες στα μπούτια). Δώδεκα η ώρα, που
όλα τα καλά κορίτσια έπρεπε να είναι πίσω στο σπίτι. Έτσι ήταν τότε. Όχι όπως
τώρα, που τα κλαμπ ανοίγουν μετά τη μία τη νύχτα. Οι γονείς του περασμένου
αιώνα πίστευαν πως ό,τι κακό μπορεί να συμβεί στο παιδί, θα συμβεί μετά τις
12:00 τη νύχτα, όχι πριν.
Μα, δεν κάναμε και τίποτα.
Μόνο χορό και φλερτ και «φάτε μάτια ψάρια». Το πρόβλημα όμως ήταν η επιστροφή.
Η ώρα πήγε 12:10 αλλά ο Χ, ο νέος υποψήφιος «σοφέρ» μας, βλέποντας από τη στάση
μας πως «φίκι-φίκι» δεν προβλέπεται στο πρόγραμμα, μάς «έφτυσε» κανονικά.
Άρχισε να φλερτάρει με μια πιο πρόθυμη ξανθιά Σκανδιναυϊκής προέλευσης και
ξεκολλημό δεν είχε, ενώ το τελευταίο λεωφορείο είχε προ πολλού φύγει…
Τι πεζή που είναι καμιά
φορά η ζωή!...Έτσι, ξεκινήσαμε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού με τα πόδια. Μα τι
πόδια! Γεμάτα φουσκάλες τα ποδαράκια μας από τον χορό. Επίσης, κάναμε την
επιστημονική ανακάλυψη πως τα ψηλά τακούνια δεν είναι τα κατάλληλα υποδήματα
για ποδαρόδρομο σε αγροτικό δρόμο ελληνικής νήσου. Οπότε, ύστερα από καμιά
εκατοστή μέτρα, βγάλαμε τα πεδιλάκια μας και κούτσα-κούτσα συνεχίσαμε τον
ποδαρόδρομο με βαθύ πόνο ψυχής. Κανονικές Σταχτοπούτες.
Κάποτε… φτάσαμε. Θα είχε
πάει η ώρα μία. Για καλή μας τύχη («Η Τύχη ευνοεί τους τολμηρούς», λέει μια λατινική
παροιμία), η μαμά-Πατάτα δεν είχε ακόμα επιστρέψει από το γλέντι με τις φίλες
της. Βογκώντας, κλαψουρίζοντας και παραμιλώντας χωθήκαμε, έκπτωτες Πριγκίπισσες,
στα κρεβάτια μας.
Μόλις ήρθε στο τσακίρ κέφι
από τα ουζάκια…
«Καλή!»
απαντάμε κι οι δύο εν χορώ.
«Τι έργο έπαιζε; Ρομαντικό;» Ήθελε να μάθει και λεπτομέρειες.
«Περιπέτεια…» απαντάω.
«… αλλά ρομαντική!» συμπλήρωσε η συνένοχη.
Καληνυχτιστήκαμε,
κοιμηθήκαμε, κι είδαμε όνειρα γλυκά. Εφηβικά.
Οι Σπέτσες είναι ένα από
τα καλύτερα νησιά της Ελλάδας. Αυτό σου τό ‘πα; Α, δεν σου τό ‘πα! Μ’ αυτά και
μ’ αυτά, δεν πρόλαβα. Αν δεν έχεις πάει ποτέ, να πας. Έχει κι ωραίους
ανθρώπους.
Όμως, η σπιτονοικοκυρά μας
στην πανσιόν ήταν, πώς να το πω… επιεικώς «γρουσούζα». Όλο «μη» και «μη» μάς έλεγε.
«Μην ανοιγοκλείνετε συνέχεια το ψυγείο, φεύγει η ψύξη, θα ξινίσουν τα γιαούρτια
μου!». Και πώς θα φάμε παγωτό; «Μην αφήνετε το φως της σκάλας αναμμένο τη
νύχτα!» Και πώς θα βρούμε τον δρόμο να πάμε να κάνουμε την «ανάγκη» μας έξω;
«Μη μιλάτε δυνατά το βράδυ μετά τις 10!» Και πώς θα πούμε ανέκδοτα; «Μην
ανοίγετε το παράθυρο του δρόμου, θα μπουν μύγες!» Και πώς θα δούμε αν ήρθε να
μας κάνει… καντάδα κάποιος; «Μην ανάβετε το θερμοσίφωνα, να κάνετε ντους με
κρύο νερό και μην ανοίγετε τη βρύση τέρμα!».
Αλλά το «καλυτερότερο» όλων: «Να
μην κάνετε ντους πάνω από μια φορά την ημέρα!»… Αύγουστος, κατακαλόκαιρο,
καύσωνας, ιδρώτας, θάλασσα, αλμύρα. Έλεος!...
Μη ετούτο, μη εκείνο. Μας
τά ‘χε πρήξει με τη γκρίνια της. Και να πεις πως δεν έπαιρνε αρκετά λεφτά για
ένα μήνα. Κάθε χρόνο της τ’ ακουμπούσε η μαμά-Πατάτα και η τιμή τσουχτερή.
Της το φυλάγαμε! Την
τελευταία μέρα πριν φύγουμε, πήραμε την «κρύα» εκδίκησή μας. Το σχέδιο, ήταν
δικής μου έμπνευσης. Μπορεί η Πατάτα να ήταν «μανούλα» στα ερωτικά, αλλά στις
μυστικές αποστολές, ήμουν αξεπέραστη.
Το πλοίο ήταν να σαλπάρει
σε περίπου μια ώρα. Αφού ξαποστείλαμε τη μαμά-Πατάτα να ξεκινήσει πρώτη με τη
βαλίτσα για το λιμάνι «κι εμείς ερχόμαστε» ξεκινήσαμε την εκτέλεση του
προσυμφωνημένου σχεδίου σιωπηλά.
Αρχίσαμε από το ψυγείο. Με
μια σύριγγα που είχα προμηθευτεί από το Φαρμακείο έκανα ενέσεις ξυδιού πρώτα σε
όλα τα γιαούρτια και μετά σε διάφορα σημεία γύρω-γύρω στο καρπούζι της.
Εννοείται πως, μέρα-μεσημέρι, ανάψαμε όλα τα φώτα του διαδρόμου. Ανοίξαμε και
το παράθυρο, αφήσαμε ένα πιατάκι με ζάχαρη στο τραπέζι και προσκαλέσαμε τις
μύγες.
Σειρά είχε η μπουγάδα της
στην αυλή. Απλώσαμε ξανά όλα τα σεντόνια της διπλωμένα στραβά και τα αφήσαμε
σαν να είχε περάσει από κει πρόσφατα ένας Καλικάντζαρος.
Αλλά, το καλύτερο το
αφήσαμε για το τέλος! Πήγαμε στο πλυσταριό, το πέτρινο κτίσμα στην αυλή που το
ονόμαζε «λουτρό». Πρώτα ανοίξαμε το θερμοσίφωνο. Ανοίξαμε τη βρύση τέρμα να
τρέχει σαν ποτάμι το νερό. Κι ύστερα… Ύστερα, τρεχάτε ποδαράκια μου! Όπου
φύγει-φύγει μη μας τσακώσει το θεριό.
Φτάσαμε στο «τσακ» στο λιμάνι,
επιβιβαστήκαμε γελώντας και ύστερα από πεντέμιση και κάτι ώρες φτάσαμε στον
Πειραιά. Η μαμά-Πατάτα δεν πήρε είδηση. Το ξέρω, ήταν άθλιο αυτό που κάναμε.
Αλλά, είχαμε το ελαφρυντικό πως ήμασταν παιδιά. Φαντάζομαι, άμα ζει, ακόμα θα
μας θυμάται. Πάντως, κάθε που τυχαίνει να φάω ξινισμένο γιαούρτι… χε-χε… τη
θυμάμαι. Και δεν διαμαρτύρομαι. Γιατί, κάρμα είναι κι αυτό, κι ότι κάνεις στον
άλλο, λένε πως κάποια μέρα μπροστά σου θα το βρεις. Το σύμπαν, όλα τα θυμάται!
ΨΑΡΙ ΑΛΑ ΣΠΕΤΣΙΩΤΑ
(με Γλαύκο για 6 άτομα)
ΥΛΙΚΑ
Συνήθως γίνεται με
συναγρίδα, σφυρίδα κλπ. Σήμερα χρησιμοποίησα για πρώτη φορά γλαύκο και ήταν
υπέροχο.
1 κιλό ώριμες ντομάτες
1 κ.σ. πελτές ντομάτας
2 λεμόνια (χυμός)
4 σκελίδες σκόρδο
ψιλοκομμένο
1 ματσάκι μαϊντανός
ψιλοκομμένος
αλεύρι (για να αλευρώσω τα
ψάρια)
1 φλιτζ. καλό ελαιόλαδο
αλάτι και πιπέρι
Πλένω τις φέτες του
ψαριού, τις στραγγίζω, τις αλατίζω και τις αλευρώνω και από τις δυο πλευρές.
Τις τοποθετώ σε ένα ταψί και ρίχνω πάνω τους τον μαϊντανό και το σκόρδο. Τρίβω
στον τρίφτη τις μισές ντομάτες και τις ανακατεύω με τον τοματοπελτέ και τον
χυμό των λεμονιών. Τις υπόλοιπες ντομάτες τις κόβω σε ροδέλες και τις βάζω πάνω
στο ψάρι. Ρίχνω αλάτι και πιπέρι (προτιμώ κόκκινο καυτερό).
Περιχύνω με
ελαιόλαδο και βάζω το ταψί σε προθερμασμένο φούρνο στους 250ο C για
20’ έως 30’ μέχρι να ροδοκοκκινίσουν.
Το συνοδεύω με πατατοσαλάτα για να
θυμάμαι την Πατάτα!
Το ψάρι αλά Σπετσιώτα
τρώγεται και ζεστό και κρύο. Η… «χυλόπιτα» πάλι, μάλλον τρώγεται καλύτερα κρύα…
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
Υ.Γ. «Χυλόπιτα» (για τους
νεότερους) = η άκομψη και απότομη απόρριψη από το αντικείμενο του πόθου κατά τη
διάρκεια του… «ψησίματος».
* Μοιραστείτε το link με φίλους &
εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για
να ενημερώνεστε πρώτοι!
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW