ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
(και Κριθαράκι με Λαχανικά)
Το Μαριλιζάκι ταξιδεύει... |
Κλείνω τα μάτια, ονειρεύομαι
με μάτια ορθάνοιχτα, κι εγώ πάλι ονειρεύομαι
το μπλε της θάλασσας και το γαλάζιο τ’ ουρανού
γαμεύονται, τον ήλιο γεύονται, μαγεύονται κι ύστερα
ύστερα θα γεννούν παιδιά πολλά
της θάλασσας και τ’ ουρανού παιδιά
Ωχ, σαν τα σύννεφα τα χρόνια θα περνούν…
Άργησα να σου γράψω ανίψι,
συγχώρα με. Καμιά φορά πιάνω κι εγώ ένα φαράσι, ένα ξεσκονόπανο, μια
σφουγγαρίστρα και μπερδεύομαι με τις κοινές δουλειές κοινών ανθρώπων. Ω, ναι, είναι φορές που κι οι
ποιητές θα χρειαστεί να ξαραχνιάσουν κάποιο ξεχασμένο ταβάνι.
Ελάχιστα τα
στιγμιότυπα που σώζονται στην επιλεκτική μνήμη μου από τα πρώτα χρόνια. Μα η
πρώτη συνεύρεση με το θαλασσινό νερό είναι καθοριστική. Γιατί ως εκείνη τη
στιγμή δεν υπήρξε τίποτε πιο βαθύ, πιο πλατύ, πιο μεγάλο.
Λένε πως
κάποτε ζούσαμε μαζί όλα τα όντα του πλανήτη μες στη θάλασσα. Έτσι είναι, το
κύτταρό μου συμφωνεί.
Εκεί, στον
τόπο του άλλου ήχου, βουτάς με το κεφάλι και ξεχνάς άμοιρο στεριανό ον πως κάποτε
θα χρειαστεί να πάρεις μια εισπνοή και συγχρονίζεις τον ρυθμό σου μ’ εκείνον του
κοπαδιού από μικρά ψάρια που κολυμπούν δίπλα σου μαζί σου άφοβα γιατί σ’
αναγνωρίζουν ως συγγενή τους, ενώ παρατηρείς τα φύκια που χορεύουν βαλς, όμως παγώνει
ξαφνικά το αίμα σου σαν αντικρίζεις μια μυστική υποβρύχια σκοταδερή σπηλιά –
ποιος ξέρει τι είδους θαλάσσια τέρατα να κρύβει – κι άλλοτε πάλι συναντάς μια
μέδουσα ιριδίζουσα απειλητική, την προσπερνάς, βλέπεις μια τσούχτρα διάφανη,
γλοιώδη σαν ξεχασμένο ζελέ έξω από το ψυγείο, λίγο πιο κει παραμονεύει ο αχινός
μα, απρόσμενα, εμφανίζεται μπροστά σου ένα παιδάκι με μάσκα και βατραχοπέδιλα
κι αναγνωρίζεις στην εικόνα του τον πρώιμο άγουρο εαυτό σου και τελεία. Η
δασκάλα της έκθεσης ιδεών έλεγε πως είναι καλό, όταν γράφει ένα παιδί, να μην
ξεχνάει να βάζει κάπου-κάπου μια τελεία. Μα η θάλασσα δεν δέχεται τελείες. Η
θάλασσα είναι πλατιά σαν παύλα.
Το νήπιο
εκείνο, σ’ αυτή την ασπρόμαυρη φωτογραφία του περασμένου αιώνα, που λένε πως
μου μοιάζει ακόμα, σαν έφτασε στο όριο της στεγνής άμμου για πρώτη φορά άρχισε
να τρέμει. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και γούρλωσε τα μάτια του με τρόμο
μόλις του είπαν «έλα μέσα, είναι πολύ
ωραία η θαλασσίτσα!»
Δεν υπήρχε
φανερός λόγος να διστάζει. Η θάλασσα ήρεμη, σαν λάδι του έλεγαν. Ήρεμη, ρηχή, φιλική.
Ο καιρός ζεστός. Γύρω, παιδάκια και μανούλες να πλατσουρίζουν και να τιτιβίζουν
σαν χαρωπά σπουργίτια. Είχε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό: μπρατσάκια με τον
Ντόναλντ, παπουτσάκια πλαστικά, να μην πονέσει η τρυφερή πατούσα αν τύχει και
πατήσει κάποιο βοτσαλάκι…
Τι έφταιγε που
ξαφνικά το νήπιο έμπηξε τα κλάματα;
Στάθηκε
μετέωρο, με ένα πόδι μέσα και με ένα έξω από τη θάλασσα. «Μη φοβάσαι, σε κρατάω» ακούστηκε καθησυχαστική η φωνή της μαμάς.
Σε λίγο, κολυμπούσε ανάσκελα και κλωτσούσε με δύναμη τα νερά που έπεφταν σαν
κύματα στα μούτρα του. Που και που, έπινε και λίγο νερό – παράξενη αλμυρόγλυκη
γεύση. Κολυμπούσε μια χαρά. Ανάλαφρα, φυσικά, σαν γεννημένη δελφίνι.
«Μπράβο! Είδες τι ωραία τώρα που
μπορείς και κολυμπάς μόνη σου;» είπε η μαμά. Τότε, ξαφνικά συνειδητοποίησε πως τα χέρια-δίχτυα
ασφαλείας, εγγύηση επιβίωσης, δεν ήταν πια εκεί. Αυτό ήταν! Το σώμα έγινε βαρύ
σαν σίδερο, ο βυθός ένας τεράστιος μαγνήτης. Πρώτα λύγισε η μέση. Έπειτα χέρια
και πόδια βυθίστηκαν κι ολόκληρη η Μεσόγειος όρμησε με φόρα μες στα μάτια, στη
μύτη και στ’ αυτιά. «Πνίγομαι»,
σκέφτηκε.
Τι έφταιγε που από τη μια
στιγμή στην άλλη το νήπιο έχασε την έμφυτη ικανότητά του να επιπλέει;
Το επόμενο καλοκαίρι,
απόκτησε κουλούρα, μεγάλη, εντυπωσιακή. Δεν θα ξαναφορούσε πια μπρατσάκια που
είναι για… μωρά. Κολυμπούσε άνετα, μα πάντα στα ρηχά, να «πατώνει». Μια μέρα
ξεχάστηκε. Όταν θυμήθηκε να κοιτάξει προς την ακτή, της φάνηκε κάπως μακριά.
Ξαφνικά, στο μυαλό της καρφώθηκε μια ιδέα. Πως κάποιο ύπουλο θαλάσσιο ρεύμα θα
την παρασύρει μακριά ώσπου θα χαθεί.
Τι έφταιγε που στα καλά
καθούμενα ένα άγριο βουητό πλημμύρισε τ’ αυτιά της και πίστεψε πως σίγουρα ήρθε
το τέλος της;
Ένα χρόνο αργότερα, η
κουλούρα μπήκε κι αυτή στη λίστα «για μωρά» κι απόκτησε τα πρώτα της βατραχοπέδιλα.
Μάταια της φώναζαν γύρνα πίσω από την παραλία. Τώρα πια, το αφεντικό ήταν αυτή.
«Ελάτε να με πιάσατε» τους φώναζε.
Μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα…
Εκεί που κολυμπούσε
ανέμελα ξυστά στα βράχια, έπιασε με την άκρη του ματιού της μια υποβρύχια σκιά.
Το «πράγμα» ήταν μεγάλο. Ήταν και οβάλ. Έμοιαζε και με φάλαινα...
Είχε ακούσει να
λένε για ένα ον που το ονομάζουν καρχαρία και που δεν τό ‘χει σε τίποτα να σου
κόψει ένα κομμάτι αν σε βρει μόνο στα βαθιά.
Θυμάμαι πως το κορμί της
έγινε πύραυλος καθώς με δεκατέσσερα χέρια και πόδια κολυμπούσε έντρομη προς την
ακτή. Μια ακτή που έμοιαζε μακριά, πολύ μακριά. Σε λίγα δευτερόλεπτα - πρέπει
να έσπασε παγκόσμιο ρεκόρ – βγήκε απ’ το νερό. Μα η ταχύτητα που είχε αναπτύξει
ήταν τόσο μεγάλη που συνέχισε να «κολυμπάει», πάνω στην καυτή άμμο. Τόσο, όσο που
να βεβαιωθεί πως γλύτωσε και πως το κήτος δεν την ακολουθεί στη στεριά...
Τι έφταιγε που το παιδάκι πέρασε
έναν αθώο βράχο για επικίνδυνο θαλάσσιο τέρας;
Ο ΦΒΣ είναι διπρόσωπος. Πότε
είναι φίλος και πότε εχθρός. Φίλος, αν συνεργάζεται μαζί σου για να σου
εξασφαλίσει την επιβίωση. Εχθρός ο ΦΟΒΟΣ, αν σε ευνουχίζει και σου κόβει χέρια, πόδια και
ουρά και δεν σ’ αφήνει να απολαύσεις το καινούριο, το άγνωστο και να
ευχαριστηθείς.
Στα πέντε της χρόνια πήγε
ξανά στην παραλία. Αυτή τη φορά με συνοδό. Κατέβηκε φορώντας ένα
πορτοκαλί μπικίνι πλεγμένο στο βελονάκι από τη γιαγιά της κι ένα καπέλο
«Βουγιουκλάκης» - έτσι το έλεγαν τότε το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο.
Χεράκι-χεράκι γελώντας
πονηρά και γουργουρίζοντας σαν γάτα, έφτασε στην παραλία, κλώτσησε το κύμα και
βούτηξε άφοβα μαζί με το πρώτο της αγόρι.
Οι «Μεγάλοι» τους κορόιδευαν.
Γελούσαν μαζί τους. Κούνια που τους κούναγε! Οι μεγάλοι σχεδόν ποτέ δεν μπορούν
να μπουν μέσα στο μυαλό ενός μικρού παιδιού. Επειδή τα κύτταρα τους εκείνα που
θυμούνται έχουν όλα τους πεθάνει από καιρό και, καθώς φαίνεται, μαζί τους
πεθαίνουν και οι αναμνήσεις.
Αυτά που λες!... Σήμερα θα
φάμε κριθαράκι καλοκαιρινό. Αθώο και τρυφερό...
Σαν αυτό που μας περίμενε
στο μεσημεριανό τραπέζι, μετά το ντους που κάναμε με το λάστιχο στην αυλή για
να φύγουν από πάνω μας τα θαλασσινά νερά και το αλάτι ενός άλλου ανεξιχνίαστου
ακόμα Κόσμου…
ΚΡΙΘΑΡΑΚΙ ΜΕ ΛΑΧΑΝΙΚΑ
(για 3 μερίδες)
ΥΛΙΚΑ
1 κούπα κριθαράκι για
γιουβέτσι
1 ώριμη ντομάτα τριμμένη
1 κρεμμύδι ξερό ψιλοκομμένο
1 κολοκυθάκι κομμένο σε
κύβους
1 ξυλαράκι κανέλα
5 κόκκοι πιπέρι & 3 κόκκοι μπαχάρι
1 δαφνόφυλλο
1 κ.σ. δυόσμος
ψιλοκομμένος
1 κ.γλ. ζάχαρη
ελαιόλαδο
αλάτι
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σε μια βαθιά κατσαρόλα
σοτάρω τα λαχανικά στο ελαιόλαδο και σε λίγο προσθέτω τα μπαχαρικά. Ρίχνω 3
κούπες βραστό νερό, τη ζάχαρη και το αλάτι και μόλις κοχλάσει προσθέτω το
κριθαράκι και τον δυόσμο. Σιγοβράζω για όσο χρόνο γράφουν οι οδηγίες του
πακέτου για το ζυμαρικό και το σερβίρω ζεστό.
Ζεστός σερβίρεται μετά την κρύα θάλασσα
ο Έρωτας, παιδί μου...
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
Υ.Γ. Ωχ, σαν τα σύννεφα τα
χρόνια θα περνούν…
* Μοιραστείτε το link με φίλους &
εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για
να ενημερώνεστε πρώτοι!
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας