Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΔΕΝ ΠΝΙΓΕΤΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΟ ΑΛΚΟΟΛ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΚΡΕΑΤΟΣΟΥΠΑ

ΔΕΝ ΠΝΙΓΕΤΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΟ ΑΛΚΟΟΛ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ

ΚΡΕΑΤΟΣΟΥΠΑ

Άργησα να σου γράψω. Είχα τους λόγους μου. Ο ένας, πρακτικός. Ο άλλος, ψυχολογικός. Δούλευα σαν το σκυλί εβδομάδες ατελείωτες, μέρα και νύχτα, καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές, όλα ένα άχρονο, μπλεγμένο νήμα. Με τα μάτια να δακρύζουν, ορθάνοιχτα μπροστά σε μια οθόνη. Με χέρια, γάμπες και σπονδυλική στήλη να διαμαρτύρονται. Τώρα απολαμβάνω ένα μικρούλι διάλειμμα προτού με βρει το επόμενο κύμα. Γι’ αυτό, πέρνα μέσα να τα πούμε. Θα σου φτιάξω και κρεατόσουπα σήμερα.

Δεν ξέρω αν το παρατήρησες, κουβέντα δεν είπα ακόμα για τον δεύτερο λόγο, τον ψυχολογικό. Ό,τι πονάει, το αποφεύγουμε, όσο μπορούμε το καθυστερούμε. 

Το σκέφτηκα καλά πριν σου μιλήσω για αυτό. Γιατί είθισται να μη μιλάμε για τους πεθαμένους. Μια μικρή παράταση θα πάρω ακόμα και θα σου πω πρώτα τη συνταγή. Παρηγοριά για τις κρύες νύχτες του χειμώνα, τόνωση για όσους δουλεύουν σκληρά και για όποιον είναι στην ανάρρωση. Αναζωογόνηση των ακούραστων εραστών. Είναι πολύ εύκολη αυτή η σούπα. Η ζωή είναι δύσκολη.

ΚΡΕΑΤΟΣΟΥΠΑ ΜΕ ΜΟΣΧΑΡΙ (ΓΙΑ ΟΣΟΜΠΟΥΚΟ)
(μια κατσαρόλα για 4 άτομα)

ΥΛΙΚΑ

(Α) 
2 φέτες φρέσκο μοσχαρίσιο κρέας 
(για οσομπούκο), με κόκαλο και μεδούλι
1 ξυλαράκι κανέλα, 2-3 δαφνόφυλλα, 
5 κόκκοι μπαχάρι, 15 κόκκοι πιπέρι, 
1 πολύ καυτερή φρέσκια κόκκινη πιπερίτσα 
ή 1 κ.γλ. μπούκοβο
Προαιρετικά 1 κ.σ. κόλιανδρο σκόνη


(Β) 
1 ματσάκι σέλινο ή 1 μικρή σελινόριζα κομμένη στα οκτώ
4 πατάτες για βραστό κομμένες στα τέσσερα
3 καρότα κομμένα στα τρία
3 ξερά κρεμμύδια ολόκληρα ξεφλουδισμένα
1 κούπα ελαφρά συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας

(Γ)
1 ποτηράκι του κρασιού καλό ελαιόλαδο
1 κ.σ. ζάχαρη (τελευταία βάζω καστανή)
2 γεμάτες κ.σ. αλεύρι
1 κ.σ. χοντρό αλάτι θαλασσινό

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

(Α) Πλένω τις δύο φέτες κρέας και τις ρίχνω ολόκληρες σε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό που βράζει και το αφήνω να ζεματιστεί. Αφαιρώ το κρέας και πετάω το νερό. Βάζω 8 ποτήρια νερό στην κατσαρόλα και όταν ζεσταθεί προσθέτω το κρέας. Το αφήνω να βράσει σε μέτρια φωτιά και στην αρχή ξαφρίζω την επιφάνεια. Όταν καθαρίσει το νερό, προσθέτω τα μπαχαρικά και βάζω το καπάκι. (Β) Μετά από 2 ώρες περίπου προσθέτω τα λαχανικά, τη ζάχαρη, και το αλάτι. Αφήνω την κρεατόσουπα να σιγοβράσει σκεπασμένη για άλλη 1 ώρα περίπου. (Γ) Προσθέτω το ελαιόλαδο, το αλεύρι καλά διαλυμένο σε μισό ποτήρι νερό και ανακατεύω για να μη σβολιάσει. Σε 15’ σβήνω τη φωτιά. Αν υπάρχουν ευαίσθητοι στην παρέα, σερβίρω τα κόκαλα με το μεδούλι σε ένα πιάτο ξεχωριστά.

Εντάξει λοιπόν, ήρθε η ώρα να σου μιλήσω για τον Λ. Όπως θα κατάλαβες, ήταν ο πρώτος που όργωσε το χωράφι μου. Δεκαοκτώ ετών, η σάρκα μου έβραζε και φλεγόταν σαν το κρέας με το μεδούλι στην κατσαρόλα. Δεκαοκτώ έτη αναμονής στη Γη και εννέα μήνες σχέσης μέχρι να έρθει η μεγάλη ώρα. 

Δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Σκηνοθέτης Κινηματογράφου, απ’ αυτούς τους οραματιστές, τους λίγο κάπου «αλλού», αν και βαθιά αφοσιωμένος ενεργά στο Κ.Κ.Ε. Ντυμένος στα μαύρα πάντα. «Πενθείς τον ελληνικό Κινηματογράφο;» τον πείραζα και θύμωνε. Με μια χάρτινη πίπα, το τσιγάρο στο κίτρινο χέρι. Κανονικός καλλιτέχνης δηλαδή. Η ζωή του όλη, μέχρι τα 47 του χρόνια, γιατί μέχρι εκεί έζησε, ήταν ένα ζωντανό ποίημα. Τον αγαπούσαν όλοι γιατί ήξερε κι εκείνος να αγαπά και να δίνεται ολόψυχα στους ανθρώπους. Τα γαλανά του μάτια έβλεπαν παντού λυρικές εικόνες, τα σαρκώδη του χείλη ψιθύριζαν συνεχώς στίχους, η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα, μέχρι που τον εγκατέλειψε κι αυτή. Λέω «κι αυτή», επειδή εγώ έφυγα λίγο νωρίτερα. Όσο κι αν αγαπάς, όσο κι αν θαυμάζεις, όσο κι αν νιώθεις την οδυνηρή χημική ερωτική εξάρτηση, δεν αντέχεται εύκολα ο αλκοολισμός.

Όταν η ζωή σου κινδυνέψει, όταν σε κυνηγήσουν με το μαχαίρι της κουζίνας σε κλειδωμένο σπίτι, όταν ακούσεις να σου φωνάζει ο άνθρωπος που σε έχει ερωτευτεί με πάθος «θα σε σκοτώσω», είναι ώρα σιγά-σιγά να πηγαίνεις… 

Μέχρι τότε, όλα ήταν ένα ασυνήθιστο παραμύθι. Ροδοπέταλα πάνω στα λευκά σεντόνια για να ακουμπήσεις το κορμί σου, κεριά να στάζουν και να μετατρέπουν το σκοτάδι σε φαντασμαγορικό θέαμα, στίχοι στα κουτιά των τσιγάρων και στ’ αυτιά σου να υμνούν τη μοναδική ομορφιά σου, τραγούδια του έρωτα να συνοδεύουν το ξημέρωμα, μέλι και καρύδια, όλη η απόλαυση που μπορεί να προσφέρει ένας ικανός και άριστα μελετημένος εραστής όπως ο ιδανικός εκείνος που ζει μέσα στα βιβλία και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά…

Νομίζω πως έπινε γιατί δεν είχε πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Όταν κατάλαβα πως είχα απέναντί μου έναν ανίκητο εχθρό – το ουίσκι – ήταν αργά. Είχα ήδη μπλεχτεί στα δίχτυα του έρωτα σαν αθώα γοργόνα. Κι όπως ίσως γνωρίζεις, άνθρωπος ερωτευμένος είναι έρμαιο της χημείας και το μυαλό πάει περίπατο. 

Περνούσαν αρκετές ανέφελες ημέρες εκεχειρίας, όπου όλα ήταν καλά. Ήταν ένας άγγελος. Τις νύχτες έβγαινε στην αυλή, έκοβε κόκκινα γαρύφαλλα από τις γλάστρες και μου τα έφερνε να τα φάω για να γίνω νεράιδα της πόλης. «Άνοιξη σκοτεινή του δάσους» με ονόμασε… Και ξαφνικά, όλα άλλαζαν. Η εικόνα του ανθρώπου που κρατάει ένα μπουκάλι και να πίνει μονορούφι το μισό. Τα γυάλινα παρανοϊκά μάτια του δεινόσαυρου, οι μεγάλες απειλητικές χειρονομίες, ο δράκος του παραμυθιού που παραπαίει παραληρώντας στην κουζίνα. Κι όταν τα μπουκάλια τελείωναν και έπεφτε σχεδόν σε κώμα, τότε θυμόταν τη σούπα. Αυτή τον έφερνε πίσω στη ζωή. Μέχρι την επόμενη καταιγίδα.

Έτσι έμαθα αυτή τη συνταγή. Όχι και τόσο αναίμακτα. Η λιποταξία μου ήταν δική μου απόφαση ζωής γιατί είχα αρχίσει να κολλάω κι εγώ, κι αυτή η εξάρτηση λένε πως ελλοχεύει μια ζωή. Είχαν περάσει μερικοί μήνες από τον χωρισμό με τον πρώτο μου δάσκαλο Κινηματογράφου, όταν μου τηλεφώνησε ένα βράδυ να μου πει πως θα πεθάνει και πως ήθελε για τελευταία φορά να με χαιρετήσει. Δεν τον πίστεψα. Την άλλη μέρα έμαθα πως έφυγε στ’ αλήθεια. Είχε προαίσθημα. Λένε πως όποιος πεθαίνει από καρδιά δέχεται πρώτα από το σώμα του μια σαφή προειδοποίηση. Μα εγώ ήμουν ακόμα πολύ μικρή, δεκαεννέα ετών, δεν είχα καταλάβει πως οι άνθρωποι πραγματικά πεθαίνουν… Και μετά, το μόνο που απομένει είναι τα λάφυρα της μνήμης.

«Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή, γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις», διαβάζω γραμμένο από τα χέρια του σε ένα τσιγαρόχαρτο που βρήκα μαζί με το κλειδί του σπιτιού του στο τσίγκινο κουτί με τα δικά μου λάφυρα του περασμένου αιώνα.

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Τετριμμένο, αλλά αληθινό. Το αλκοόλ χωρίς έλεγχο σκοτώνει. Τον έρωτα, τη χαρά και τη ζωή. Όπως και το τσιγάρο, λένε. Ευτυχώς, από αυτό δεν εξαρτήθηκα ποτέ.

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΣ ΣΑΝ SLIDESHOW

* Σου άρεσε αυτή η ανάρτηση; Μοιράσου τη με τους φίλους σου και γίνε μέλος-αναγνώστης του blog δωρεάν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας