Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΥΓΑ ΚΑΙ Η ΟΜΕΛΕΤΑ «ΣΑΜΣΑΡΑ»
(μια φιλοσοφική συνταγή)
ΝΑΜΑΣΤΕ! Νά ‘μαστε πάλι
εδώ, εσύ κι εγώ. Θα ήθελα να μου έλεγες τη γνώμη σου. Πώς κόβει κανείς ένα ωμό
αβγό στα δυό με ένα μαχαίρι;
Πώς γίνεται στη χώρα που
γεννήθηκε η Δημοκρατία, τόσους αιώνες μετά, άνθρωποι με ακραία αντίθετες
πολιτικές πεποιθήσεις να σκοτώνονται μεταξύ τους;
Άλλο ήθελα να σου πω
σήμερα. Όμως προχθές στερήθηκε τη ζωή του ένας νέος άνθρωπος επειδή ένας άλλος
νέος θέλησε μ’ αυτόν τον τρόπο να υπερασπιστεί τις ιδέες του κι έτσι θυμήθηκα
μια ιστορία που θέλω να στη διηγηθώ.
Σου έχω ξαναμιλήσει για τη
Γιαγιά-Μαρία. Ήταν γυναίκα που «δε μασούσε». Δεν τη λύγιζε ο φόβος, δεν την κοίμιζε
η ελπίδα. Δεν ζούσα όταν έγινε το περιστατικό. Η μάνα μου ήταν 12 χρονών. Χαράχτηκαν
όμως στη μνήμη μου εικόνες από την περιγραφή – σαν νά ‘μουν εκεί.
Πάνε σχεδόν
70 χρόνια, ήταν μια νύχτα του 1944, στα λεγόμενα «Δεκεμβριανά», στον Λυκαβηττό,
δίπλα στο Κολωνάκι, στην καρδιά του Εμφυλίου. Περασμένα μεσάνυχτα. Η Αθήνα
λαγοκοιμόταν λόγω της κατάστασης.
Τις νύχτες, η Γιαγιά-Μαρία
πάντοτε δούλευε, έραβε. Μοδίστρα ήτανε. Της άρεσε η ησυχία και η περισυλλογή
που τη συνοδεύει – όταν δεν έχει βέβαια κάποιος τη συνείδηση βαριά από ενοχές
και μισοτελειωμένες δουλειές.
Είχε τη λάμπα πετρελαίου στο χαμηλό, όχι μόνο για
οικονομία αλλά κυρίως για να μη δίνει «στόχο» στους απέξω. Για τον ίδιο λόγο είχε
ντύσει τα παράθυρα της παράγκας με μαύρα πανιά. Ο άντρας της και το παιδί
κουκουλωμένοι στο κρεβάτι. Έξω, να λυσσομανάει ο άνεμος. Μέσα, παγωνιά. Τα
δάχτυλά της είχαν ξυλιάσει, ήταν νηστικιά κι απ’ το πρωί. Κρατούσε την αναπνοή της
και πάσχιζε να περάσει στη βελόνα την κλωστή, όταν άκουσε έναν χαμηλό χτύπο
στην πόρτα, συνθηματικό…
Στην αρχή, νόμισε πως θά
‘ταν κανένα αδέσποτο κλαρί που το παρέσυρε ο άνεμος. Όμως… ΤΑΚ!... ΤΑΚ-ΤΑΚ!...
να’ σου ξανά το χτύπημα.
«Μίμη»,
ψιθύρισε στον άντρα της. Μα εκείνος ούτε που σάλεψε, μέρες νηστικός. Άλλωστε
πριν ξαπλώσει της είχε δηλώσει «κάμε ότι
καταλαβαίνεις, εγώ θα πέσω να πεθάνω».
Η Μαρία δεν αναρωτήθηκε «ποιός να ‘ναι». Ήτανε άγριες οι μέρες
εκείνες κι ευχή «καλό ξημέρωμα» είχε μεγάλο νόημα. Δεν ήταν άλλωστε πρώτη φορά
που κάποιος ζητούσε κάπου να κρυφτεί για λίγο, να σώσει το τομάρι του, να σώσει
τη ζωή του.
Την ώρα που σηκώθηκε, η
καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ποιός
ξέρει με τι προθέσεις. Όμως, στη σκέψη πως κάποιος βρισκόταν σε ανάγκη, ξεμαντάλωσε
την πόρτα της κι άνοιξε λιγουλάκι, τόσο ίσα που να βλέπει στο σκοτάδι.
«Σας παρακαλώ…» ψιθύρισε ο άγνωστος. Υπακούοντας στο ένστικτο - και όχι φυσικά στη
λογική - τού άνοιξε να περάσει. Εικοσάχρονος φαινόταν. Πλυμένος, ξυρισμένος θα
πρέπει να ήταν όμορφος άλλοτε μα τώρα, έτσι άπλυτος, ταλαίπωρος, μουσκεμένος
απ’ το χιονόνερο, τα δόντια του να χτυπάνε από το κρύο και να τουρτουρίζει…
Σωριάστηκε σε μια καρέκλα, έτοιμος να λιποθυμήσει, στο χέρι του όμως βαστούσε
σφιχτά ένα πιστόλι.
Τέτοιες ώρες, τα λόγια
είναι περιττά. Του έφερε μια κουβέρτα και τον σκέπασε. «Πεινάς;» το μόνο που τον ρώτησε. Το μάτι του γυάλισε, δεν
χρειάστηκε να απαντήσει.
Γνώριζε η Μαρία πως δεν είχε σχεδόν τίποτε φαγώσιμο
στο σπίτι πιά. Μα, σαν Ελληνίδα, τιμώντας την παράδοση της φιλοξενίας, έκανε
ότι κάνουμε δίχως σκέψη, ακόμα και σήμερα.
Έξι αυγά είχε μόνο. Από ένα αυτή, ο
άντρας της και το παιδί - θα έτρωγαν αύριο δυο φορές… Δίστασε για μια στιγμή. «Με ποιούς είσαι;» τον ρώτησε. «Με τους ανθρώπους.» της απάντησε. Αυτό
αρκεί. Και ο νοών, νοείτω.
Έβαλε στο τηγάνι λίγες
σταγόνες λάδι, είχε κι ο τενεκές αδειάσει. Χτύπησε και τα έξι αυγά και σε λίγο
έβαλε μπροστά του λίγο ψωμί, ένα ποτήρι νερό και την αχνιστή ομελέτα.
Χύμηξε να
φάει ακόμα και το πιάτο, έκανε σαν λιμασμένος σκύλος. Στο μεταξύ, η μάνα μου,
σκελετωμένο παιδάκι σαν αυτά που βλέπεις στις φωτογραφίες της Γερμανικής
Κατοχής, ξύπνησε από τη μυρωδιά του φαγητού – θυμάσαι πόσο λαχταριστά μυρίζουν
τα ψημένα αυγά... Τον κοίταξε με μάτια ολοστρόγγυλα από νύστα και κυρίως από πείνα
και καθώς το παλικάρι άνοιξε το στόμα του να φάει την τελευταία μπουκιά,
ψέλλισε «Μανούλα… πάν’ τ’ αυγά!».
Την κουβέντα αυτή, όσα
χρόνια κι αν περάσανε από τότε, δεν την ξέχασε ποτέ καμιά από τις δυό – ούτε η
μάνα μου, ούτε η γιαγιά μου μέχρι που αναχώρησαν για άλλα μέρη. Είναι μερικές
κουβέντες που σε στοιχειώνουνε. Κι είναι κάποιες στιγμές που καλείσαι να
αποφασίσεις αν θα κρατήσεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις για πάρτη σου ή αν θα το
μοιραστείς με κάποιον που βρίσκεται σε μεγαλύτερη ανάγκη από σένα. Και τότε... Έτσι
είναι όμως που δοκιμάζεσαι αν σωστά δηλώνεις στα χαρτιά «άνθρωπος».
Έμεινε το αγόρι με την
τελευταία πιρουνιά μετέωρη. «Δεν έχεις
άλλα;», ρώτησε. «Πού να τα βρω,
άνθρωπέ μου; Έχει μείνει και καμιά κότα ζωντανή;» Κατέβασε το πιρούνι κι
έκανε πέρα το πιάτο ντροπιασμένος. «Δώσ’
τη μπουκιά στο παιδί, αμαρτία είναι» είπε.
Προτού χαράξει ο ουρανός
και τον προδώσει ο ήλιος, ο νεαρός αντάρτης έφυγε όπως ήρθε – σαν τον άνεμο και
ποιός ξέρει αν έζησε άραγε να δει απογόνους... «Σ’ ευχαριστώ, κυρά μου, νά ‘σαι καλά, δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να
στο ξεπληρώσω». «Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό» απάντησε η Μαρία «Κάποιας μάνας παιδί είσαι κι εσύ. Άμε τώρα
στο καλό και καλά ξεμπερδέματα».
Καλά ξεμπερδέματα… Μεγάλη
κουβέντα. Έτσι που κάνει κύκλους η Ιστορία, θα έχει απομείνει κανένας ζωντανός όταν
έρθουν τα ξεμπερδέματα να μας τα διηγηθεί;
Το πρωί εκείνο, η
Γιαγιά-Μαρία ντύθηκε, χτενίστηκε και τοίχο-τοίχο, προσεχτικά μη φάει καμιά
αδέσποτη σφαίρα, πήγε στη γειτόνισσα να ανταλλάξει το ρούχο που έραψε με λίγο
καλαμποκάλευρο, να βράσει χυλό, να φάνε σούπα. Βγήκε έξω περήφανη, με το κεφάλι
ψηλά και με την αισιοδοξία πως κάπως θα βγει κι αυτή η μέρα. Ο ήλιος φώτιζε το
όμορφο πρόσωπο της και της έλουζε τα μαλλιά. Ξέρεις πως είναι ο χειμωνιάτικος
ήλιος στον καθαρό ουρανό μετά τη βροχή, ίσως να υπήρχαν στον ορίζοντα και
ουράνια τόξα.
ΟΜΕΛΕΤΑ ΣΑΜΣΑΡΑ
(για 3 άτομα)
Την ομελέτα που θα φτιάξω
σήμερα, θα την ονομάσω «Σαμσάρα». Samsara,
στα Σανσκριτικά, σημαίνει Κύκλος της Εξαρτημένης Ύπαρξης. Τι θέλει να πει ο
«ποιητής»; Πως δεν υπάρχει κανένα αισθανόμενο ον φύσει ανεξάρτητο και τίποτε αυθύπαρκτο.
Προηγήθηκε μια αλυσίδα γεγονότων για να υπάρξεις. Αν αμφιβάλεις, αναλογίσου πως
προέκυψε η γέννησή σου και πως έφτασες εκεί που βρίσκεσαι σήμερα.
Όλα αποτέλεσμα της
αλληλεξάρτησης. Κι ό,τι μας εγκλωβίζει σε έναν αέναο κύκλο ατέρμονης ανθρώπινης
δυστυχίας παράγεται από τα δικά μας αρνητικά συναισθήματα και τις ανόητες
σκέψεις που δηλητηριάζουν τις σχέσεις μας με ό,τι πετάει, κολυμπάει ή περπατάει
στη Γη...
Τα καλά νέα είναι πως
υπάρχει τρόπος να απελευθερωθεί κανείς. Τα κακά νέα είναι πως – ως συνήθως σ’
αυτή την παλιοζωή - χρειάζεται πολλή δουλειά. Όποιος αποφασίσει να αλλάξει τη
ζωή του, θα χρειαστεί να καθαρίσει πρώτα το νου του από τσουκνίδες κι αγριόχορτα
που έσπειρε ο ίδιος στο παρελθόν με τις σκέψεις, τα λόγια και τις πράξεις του και
να θελήσει συνειδητά να φυτέψει στη θέση τους λουλούδια. Τότε θα έχει την
ευκαιρία να δει τον κόσμο «αλλιώς», κάτω από ένα άλλο φως.
Αν περιμένεις, ελπίζοντας
ο κόσμος να αλλάξει μια μέρα από μόνος του, μάλλον θα περιμένεις για πολύ.
Μπορείς βέβαια να συμβιβαστείς ή να «πουληθείς», να σκοτώσεις όσους προφτάσεις
ή να θυσιαστείς. Με τον πόλεμο μόνο αίμα και δάκρυα θα χυθούν - κι αυτά για όσο
υπάρχουν κάποιοι να σε θυμούνται. Είδες όμως να αλλάζει κάτι ουσιαστικά; Υπάρχουν
άνθρωποι ικανοί ακόμα και την πιο όμορφη ιδεολογία να την μαγαρίσουν μόλις
χορτάσουν και καθίσουν σε μια «καρέκλα». Αλλάζει βέβαια το περιτύλιγμα, η μόδα,
η τεχνολογία, η ταχύτητα.
Όταν όμως αλλάζουν οι άνθρωποι εσωτερικά, υπέροχες έμφυτες
ιδιότητες, ικανότητες και δυνατότητες αποκαλύπτονται που είναι ωφέλιμες για
όλους. Ούτε που φαντάζεσαι τι πλούτος και πόση δύναμη κρύβονται μέσα σου.
Αυτό
είναι ταξίδι χωρίς ματαίωση και χωρίς επιστροφή. Αλλά, δεν θα επεκταθώ άλλο σ’
αυτό το φιλοσοφικό χωράφι σήμερα γιατί έχουμε και «σαμσαρικές» δουλειές.
ΤΙ ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΣ
(Μην ανησυχείς, η ομελέτα μου τρώγεται κι ας
μοιάζει συμβολική)
- 150 γρ. τυρί κίτρινο (για την αλαζονική υπερηφάνεια)
- 1 μεγάλη πράσινη πιπεριά (για τη ζήλια και τον φθόνο)
- ½ φλιτζάνι γάλα (για την αβάσταχτη επιθυμία και την προσκόλληση)
- Ελαιόλαδο (για την ανοησία και την άγνοια)
- Ψωμί (για την απληστία και την τσιγκουνιά)
- Καυτερό κόκκινο πιπέρι (για την οργή και τη μνησικακία)
- 1 κρεμμύδι ξερό (για τις πίκρες που φέρνουν δάκρυα)
- Αλάτι (για τη μνήμη που εμποδίζει την επανάληψη της βλακείας)
- 1 χούφτα ελιές Καλαμών κομμένες σε ροδέλες (για να φωνάξεις πως «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», όσο κι αν την πετσοκόψουν)
- 1 μεγάλη πατάτα (για να σιγοτραγουδήσεις «Τούτη η γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε»)
- Και… 6 αυγά (για αυτό που μας ενώνει όλους σ΄αυτό το σύμπαν της αλληλεξάρτησης που δημιουργήσαμε).
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Το μόνο που δεν θα βάλεις
στο τηγάνι σου είναι το ψωμί και οι ελιές. Με το ψωμί θα συνοδεύσεις την
ομελέτα και με τις ελιές θα στολίσεις την πιατέλα που θα τη σερβίρεις.
Σοτάρεις στο λάδι πρώτα την
πατάτα κομμένη σε μικρούς κύβους μαζί με το κρεμμύδι και σε λίγο τα ψιλοκομμένα
λαχανικά. Αλατοπιπερώνεις. Προσοχή στο αλάτι γιατί το τυρί είναι αλμυρό. Προσθέτεις
τα υγρά καλά χτυπημένα και το τυρί κομμένο σε κύβους. Χαμηλώνεις τη φωτιά και
σκεπάζεις να φουσκώσει. Μόλις ψηθεί από κάτω, τη γυρίζεις να ψηθεί και από την
άλλη πλευρά. Τη γυρίζεις προσεχτικά γιατί με τη Σαμσάρα δεν παίζουμε…
Είναι νόστιμη αυτή η
ομελέτα. Όπως αυτές που ξέρεις να φτιάχνεις κι εσύ. Όμως τόσο νόστιμη, όσο
εκείνη που έφαγε μια νύχτα παγερή ένας κατατρεγμένος πεινασμένος άνθρωπος, δεν πρόκειται
να την πετύχω ποτέ... Το εύχομαι, δηλαδή. Γιατί, ένας Εμφύλιος Πόλεμος δεν ωφέλησε
ποτέ κανέναν.
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
ΥΓ. Βοήθα όπως μπορείς να
συνεχίσει να λάμπει για όλους ο ήλιος κάθε πρωί…
* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες
του blog
για
να ενημερώνεστε πρώτοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας