Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΗ ΛΑΓΟΥΔΙΤΣΑ...

ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΕ ΤΗ ΛΑΓΟΥΔΙΤΣΑ...

(Δεν υπάρχει καλύτερο γεύμα στον κόσμο από τον χρόνο πασπαλισμένο με αγάπη…)


«Μια μέρα η Λαγουδίτσα, έτσι στα ξαφνικά, εξαφανίστηκε. Παντού την έψαξαν τα αδελφάκια της, έκαναν όλο τον κήπο τους άνω-κάτω… Τίποτα! Γύρισαν πίσω στενοχωρημένα στη μάνα τους. Δεν τη βρήκαμε πουθενά τη Λαγουδίτσα, της είπαν. Εκείνη έμεινε για λίγο σκεφτική. Πού να έχει πάει άραγε η Λαγουδίτσα μας; Γιατί… για να βγει έξω από τον κήπο μονάχη της, είναι ακόμα πολύ μικρή…» 

Για να φάει η Αυτού Μεγαλειότης το νήπιο το πρωινό του και να αδειάσει επιτέλους το πιάτο… η γιαγιά μου παραλίγο να γίνει συγγραφέας παραμυθιών. «Έλα, φάε καλό μου Μαριλιζάκι, φάε ακόμα μια μπουκίτσα και θα σου πω τι έγινε παρακάτω με τη Λαγουδίτσα», ήταν το συνηθισμένο της ρεφρέν. Το πρωινό που μου ετοίμαζε, είχε μεγάλη ποικιλία, αναλόγως με την εποχή του χρόνου. Αλλά, ο «πελάτης» ήταν πολύ δύσκολος…

Το αυγό μου έπρεπε να είναι βρασμένο τόσο-όσο! Δηλαδή, ο κρόκος να είναι μαλακός και μελάτος αλλά το ασπράδι σφιχτό. Έτσι και είχε μέσα τίποτα νερουλιασμένα σημεία, αμέσως αυστηρή επίπληξη στη «σερβιτόρα» και επιστροφή του πιάτου στην κουζίνα! 


Μπορεί να ήμουν νήπιο αλλά δεν ήμουν από εκείνα τα άσχετα που τρώνε ό,τι κι ό,τι! Ήμουν… «γκουρμεδονήπιο». Το αυγό - δεν σου είπα - ήταν αυγό «από κότα»! Καμία σχέση με αυτά που κυκλοφορούν στο εμπόριο σήμερα. Η κότα μας ήταν κόκκινη και ζούσε στον κήπο μας, κάτω-κάτω. Το κοτετσάκι της ήταν κολλητά στον τοίχο. Δεν την συμπαθούσα καθόλου, όμως τα αυγά της τα έτρωγα μια χαρά.

Ο κήπος μας ήταν - τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσα χρόνια - παραδεισένιος τόπος. Τα πάντα-όλα είχε μέσα! Από δέντρα, θυμάμαι την αχλαδιά με τα μικρά σφιχτά αχλαδάκια της, την κερασιά που άνθιζε τα λευκά χαριτωμένα λουλουδάκια της πριν μας δώσει τα γλυκά της κεράσια. 

Σκαρφάλωνα πάνω της για να στολίσω τα μαλλιά μου με ανθάκια. Θυμάμαι και τη μηλιά που έκανε μικρά φιρίκια, τη μουσμουλιά που δεν με ενδιέφερε γιατί τα φρούτα της ήταν στυφά. Τη μουριά που μας λέρωνε… το χώμα. Τη συκιά που μας βαρυστομάχιαζε, τόσα που τρώγαμε μονομιάς. Τη λεμονιά, που ήταν το αγαπημένο μου δέντρο επειδή τα άγουρα λεμόνια ήταν πρώτης τάξεως πυρομαχικά για να εξουδετερώνω τον εχθρό, και πιο συγκεκριμένα, το αγοράκι στο διπλανό σπίτι… 

Αυτά τα φρούτα έκοβε η γιαγιά μου, όταν ήταν ώριμα στην εποχή τους, για να μου φτιάξει υπέροχες φρουτόκρεμες με τον τρίφτη, το γουδί και τον χερόμυλο. Τα έλιωνε όλα μαζί με τριμμένα μπισκοτάκια βουτύρου. Ή τα έκανε κομπόστα και μου τα ταΐζε με το κουταλάκι. Τα καλοκαίρια, συνηθισμένο κολατσιό μου ήταν το σταφύλι με φέτα ή μια ζουμερή ώριμη ντομάτα, κομμένη στα δύο, πασπαλισμένη με αλάτι χοντρό. Φοβερός μεζές!

Άλλοτε πάλι, η ντομάτα εμφανιζόταν επίσημα, κομμένη σε φετούλες και ξαπλωμένη νωχελικά πάνω σε μια φέτα φρέσκο σταρένιο ψωμί μαζί με ένα κομμάτι απολύτως Ελληνική φέτα. 

«Ψω-μάααιιις!» ακουγόταν η φωνή εκείνου του λεπτού άντρα που μοίραζε στα σπίτια ζεστές φραντζόλες ψωμί γυρίζοντας με το ποδήλατο. Ξεκινούσε από τον φούρνο και έκανε ντελίβερι στις γειτονιές του Ψυχικού - το πιστεύεις; Εσύ που το ξέρεις, τον θυμάσαι; Θυμάσαι που, όταν πηγαίναμε με τα πόδια στο σχολείο, τον πετυχαίναμε καμιά φορά στον δρόμο και τον κοροϊδεύαμε και τρέχοντας πίσω του γελώντας του φωνάζαμε «Ψω-μάααιις!». Τι γαϊδούρια!

Τον χειμώνα, μου έφτιαχνε κάθε πρωί βραστό κουάκερ με γάλα ζαχαρούχο κονσέρβας. Το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τότε το ζαχαρούχο γάλα οι γιαγιάδες. Όπως και τη ζάχαρη γενικά. Πίστευαν πως το παιδί πρέπει να τρώει ζάχαρη για να μεγαλώσει σωστά… 

Είχαν περάσει Γερμανική Κατοχή και μεγάλη πείνα οι περισσότερες κι είχαν τα πάντα στερηθεί. Γι’ αυτό, εμάς μας μπούκωναν μέχρι να σκάσουμε. Έλεγε η γιαγιά μου «φάε μωρή, να πάρεις κάνα κιλό, να ‘χεις περίσσευμα έτσι και ξαναγίνει καμιά Κατοχή, μπας κι επιζήσεις». Επειδή στον Πόλεμο του 1940, αυτές που πέθαναν πρώτες ήταν όλες οι αδύνατες! Καλού-κακού, έχε λίγο το νου σου, εσύ που όλο κάνεις δίαιτες… 

Αυτός ήταν ο λόγος που θα πρέπει να έφαγα έναν ολόκληρο φούρνο φέτες ψωμί, όταν ήμουν παιδί. Μουσκεμένες, για να απορροφάνε καλύτερα και πασπαλισμένες με μια γεμάτη κουταλιά της σούπας άσπρη ζάχαρη. Αυτό ήξεραν τότε… 

Ο Παράδεισός μου, εκτός από τα άγρια χόρτα που μάζευε η γιαγιά με το μαχαιράκι της, είχε και λουλούδια. Μυρωδάτες τριανταφυλλιές, γαρύφαλλα όλων των χρωμάτων… Είχε κι εκείνα τα λουλούδια που τα λένε σκυλάκια, αλλά εμένα μου άρεσαν περισσότερο οι άγριες μαργαρίτες, οι παπαρούνες, το χαμομήλι, τα κυκλάμινα που έβγαιναν μετά τη βροχή, όλων των ειδών τα αγριόχορτα και γενικά οτιδήποτε ήταν αναρχικό και φύτρωνε εκεί που δεν το σπέρνουν - όπως πολύ συχνά μου έλεγαν.

Ίσως να φταίνε τα γονίδια, τα 50% Αφρικάνικα, γιατί δεν έχω και πολύ κάρμα με τα φυτά και τα λουλούδια. Πιο πολύ με συναρπάζουν τα ζώα! Μαζί τους μπορείς να ανοίξεις μια συζήτηση, να πεις και μια κουβέντα παραπάνω, να κάνεις έναν καυγά... Ενώ με τα φυτά, εσύ παραμιλάς κι εκείνα το πολύ να κουνήσουν κανένα φύλλο - κι αυτό, μόνο άμα φυσάει εκείνη τη στιγμή… 

Την κότα, είπαμε, δεν τη συμπαθούσα αλλά η χελώνα ήταν πολύ διασκεδαστική! Με περίμενε κάθε απόγευμα να την ταΐσω φλουδίτσες. Το κουνέλι μας, καλό ήταν κι αυτό, αλλά μια μέρα εξαφανίστηκε. Έτσι ξαφνικά, σαν τη Λαγουδίτσα του παραμυθιού… Την επόμενη μέρα κάποιοι στη γειτονιά είπαν ότι στην πίσω πολυκατοικία μύριζε στιφάδο… 

Τα χελιδόνια επέστρεφαν κάθε χρόνο στις φωλιές τους. Έκαναν νέες γνωριμίες, παντρευόντουσαν, γεννούσαν, μας κουτσουλούσαν την αυλή κι έφευγαν. Με τα σπουργίτια, είχαμε πολύ καλή σχέση. Τους έδινα ψιχουλάκια. Κάθε που κάποιο πάθαινε κανένα ατύχημα, το αναλαμβάναμε και του στρώναμε κρεβάτι σε αυτοσχέδιο «πουλονοσοκομείο» μέχρι που να αναρρώσει και να πετάξει μακριά. Ατύχημα… κάποιος που σέβεται τη δημοσιογραφική δεοντολογία δεν θα το χαρακτήριζε ακριβώς «ατύχημα». Γιατί, ξέχασα να σου πω, είχαμε και πολλές γάτες…. 

Στα δέκα χρόνια που ζήσαμε σ’ αυτό το σπίτι, θα πέρασαν καμιά σαρανταριά. Οι περισσότερες, αδέσποτες, ερχόντουσαν για φαί και νερό, δεν στέκονταν να τις χαϊδέψεις και δεν σου έλεγαν ποτέ ούτε ένα «ευχαριστώ». Οι «δικές» μας όμως, γουργούριζαν, γύριζαν ανάσκελα να τους τρίψεις την κοιλιά κι είχαν δικαίωμα να ακουμπήσουν τις πατούσες τους και πάνω, στη βεράντα, και να κοιμηθούν στη σκιά. 

Από αρσενικούς, πέρασαν τότε από τη ζωή μας ο Πεπές, ο Τοτός, ο Τίγρης, ο Τσίκος νούμερο ένα, ο Τσίκος νούμερο δύο και ο Τσίκος νούμερο τρία – κάποια στιγμή θα πρέπει να μας τελείωσε η φαντασία στα ονόματα. Από θηλυκές, η Μπλοντίν, η Λαίδη, η Τζούλη και η Ψιψίνα – πολύ πρωτότυπο όνομα. Γεννούσαν "ασύστολα" και δεν ξέραμε τι να κάνουμε τα παιδιά.

Ζούσαμε σε ένα μικρό σπιτάκι στο Παλαιό Ψυχικό, δυό βήματα από την Παλαιά Αγορά. Τόπος παρεξηγημένος, από όσους δεν τον γνωρίζουν. Μια μικρογραφία όλης της Ελλάδας συμβίωνε τότε εκεί. Δίπλα στους αριστοκρατικούς απογόνους, από τα «μεγάλα τζάκια» της Αθήνας, εκείνους με το πιάνο και τα Γαλλικά, ζούσαν απλοί άνθρωποι από όλες τις επαρχιακές πόλεις, τις κοινωνικές τάξεις, τις εθνικότητες, τα θρησκεύματα και τις φυλές. Κάποιοι είχαν πουλήσει μερικά στρέμματα ελιές κι είχαν έρθει εκεί για «να μπουν στο μάτι» του κουμπάρου.

Οι περισσότεροι από τους αλλοδαπούς, ήταν Διπλωμάτες ή Καθηγητές Ξένων Γλωσσών. Ήταν και κάτι Αγγλίδες και Σκανδιναυές. Είχαν ερωτευτεί ένα καλοκαίρι κάποιο παλικάρι κι είχαν ξεμείνει στην Ελλάδα για πάντα, συχνά πικρά μετανιωμένες για την επιλογή τους αυτή. Πέρα από τη συντηρητική κοινωνία, τους έλαχε βλέπεις κι η Δικτατορία… 

Πάντως, κι εμείς είχαμε πιάνο, κι εμείς μάθαμε γαλλικά. Και αγγλικά και μπαλέτο και φλογέρα και άλλα πολλά κι ας μην είχαμε τότε τζάκι στο σπίτι. Κάτι αρκετά ασυνήθιστο για τον μέσο Έλληνα, σ’ εκείνη την εποχή. 

Το σπίτι ήταν τριόροφο. Εμείς στο ισόγειο, η σπιτονοικοκυρά με τις κόρες της από πάνω. Το πρώτο ψυγείο μας ήταν έξω στη βεράντα, ξύλινο, με πάγο που μας έφερνε ένας ψηλός κύριος με τσιγκελωτό μουστάκι. Έφερνε κι έκοβε παγοκολώνες σε κομμάτια για να χωρέσουν, σαν να έκοβε ξύλα για το τζάκι… 

Το γάλα το έφερνε κάθε πρωί ο Γαλατάς. «Ο Γά-λατάααις!» φώναζε καθώς πήγαινε στο δρόμο – αυτός αν ήθελε, θα έκανε πολύ ωραίο ντουέτο με τον Ψωμά. Αργότερα ερχόταν με το φορτηγάκι του και βοηθό. Αναβαθμίστηκε. Και τα μπουκάλια γάλα που μας άφηνε στην εξώπορτα, από γυάλινα έγιναν πλαστικά. Μοντέρνα! Έτσι, καμιά φορά, το πρωινό «του παιδιού» περιλάμβανε αυγό χτυπητό με γάλα και ζάχαρη. Δεν τρελαίνομαι καθόλου, αλλά τότε το θεωρούσαν τροφή για πρωταθλητές – «φάε, να ψηλώσεις!». Τελικά 1, 68 πήγα, αρκετά ψηλή για τη γενιά μου, οπότε, αν και εντελώς «μπλιαχ», υποθέτω σε κάτι θα βοήθησε κι αυτό το παρασκεύασμα…

Αλλά δεν σου είπα τη συνέχεια!… Τώρα που γνωρίζω από πρώτο χέρι τι σημαίνει να σου λείπει ο χρόνος – να σου λείπει πάντα ο χρόνος και να εύχεσαι να είχε η μέρα έστω δυό ωρίτσες παραπάνω μπας και προλάβεις… τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύ θα πρέπει να με αγαπούσε η γιαγιά μου. Γιατί δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ τον χρόνο.

Έφτιαχνε τα πάντα με τα χέρια της, όλα όσα είχα ανάγκη για να μεγαλώσω «σωστά». Και πρόλαβε να μου μάθει πολλά από τα μυστικά της ζωής, να μου μεταδώσει τη σοφία της εμπειρίας. Τώρα ξέρω πως, από όσα μου χάρισε στα τριάντα χρόνια που συνομιλούσαμε, από όλα ο χρόνος ήταν το πολυτιμότερο. 

Γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω σήμερα. Δεν πρόκειται για την ποικιλία που μπορεί να έχει ένα παιδικό πρωινό – αν και το πρωινό είναι πολύ σημαντικό για την υγεία και το μέλλον ενός παιδιού. Αν θέλεις να χτίσεις πάνω σε γερά θεμέλια τη σχέση σου με τα παιδιά σου, με τα εγγόνια σου, τους απογόνους σου, αν θέλεις να μπορούν να συγχωρούν τα λάθη σου, να σε σέβονται αληθινά, να σε αγαπάνε αυθεντικά, μία είναι η συνταγή: Χάρισέ τους χρόνο από την ζωή σου. 

Όσο είναι ακόμα μικρά, όσο σε έχουν ανάγκη. Γιατί μετά… σύμφωνα με τη φύση, ο ρυθμός του σύμπαντος θα τα παρασύρει μακριά σου, σε άλλους γαλαξίες. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο κοινός χρόνος κάποτε θα τελειώσει… Χρόνο, δυστυχώς, η μάνα μου δεν μπόρεσε να μου χαρίσει, τότε που έπρεπε. Σαν μοναχοπαίδι που με είχε, μου χάρισε κυριολεκτικά τα πάντα – εκτός από τον χρόνο. Ήταν Καθηγήτρια Γαλλικών κι έκανε ιδιαίτερα σε παιδιά έτσι, μόλις επέστρεφα από το σχολείο, ήταν αναγκασμένη να φύγει για δουλειά. Κι όταν κάποτε επέστρεφε, ήταν πια πολύ αργά… 

Γιατί στα λέω αυτά; Φιλικά στα λέω. Άσε για λίγο το τηλέφωνο, άσε το facebook, κλείσε το κομπιούτερ, την τηλεόραση και πήγαινε στην κουζίνα. Δεν είναι ανάγκη να φτιάξεις μια υπερπαραγωγή. Ας είναι κάτι απλό. Καθαρό, υγιεινό, θρεπτικό. Ο χρόνος αυτός δεν θα είναι χαμένος. Δώσε στο παιδάκι σου να φάει κάτι που έφτιαξες με τα χεράκια σου, με όλη σου την αγάπη και τη στοργή. Κάτι που θα θυμάται ύστερα από χρόνια, ακόμα κι όταν δεν θα είσαι πια εδώ. 

Ας είναι όλες οι γιαγιάδες του κόσμου γερές και δυνατές για να προσφέρουν όσα οι μαμάδες που τρέχουν για δουλειές δεν μπορούν.

Χάρηκα που βρήκες τον χρόνο σήμερα να έρθεις. Σε περιμένω, όποτε μπορέσεις, ξανά!

Με αγάπη,

η θεία Μαριλίζ

ΥΓ. «…εκείνη τη μέρα, η Λαγουδίτσα είχε βγει από μια ξεχασμένη τρύπα στο συρματόπλεγμα που τη χώριζε με τον έξω κόσμο. Πάντα ήθελε να δει τι γίνεται παραέξω…»… Αλλά την υπόλοιπη ιστορία θα σου την πω μια άλλη φορά.



* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας