ΜΥΡΙΣΕ ΜΑΡΑΘΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
(τιμή
στο πιάτο της γειτόνισσας)
Έλα,
πέρνα μέσα. Να κλείσουμε και την πόρτα.
Είχαμε καλομάθει με το καλοκαιράκι.
Έπιασε κρύο απότομα και το κρύο θέλει
κατσαρόλα για να ζεσταθεί το κοκαλάκι
μας!
Πατάτες
γιαχνί, φαντάζομαι θα ξέρεις να φτιάχνεις.
Και κοτόπουλο κοκκινιστό. Τα δυό τους
όμως παρέα, μαζί με μάραθο τά ‘χεις
δοκιμάσει; Είναι κάτι διαφορετικό.
Σού
‘χω μιλήσει για το πρώτο σπίτι που
ζούσαμε με τον άντρα μου; Σε εκείνη την
Πολυκατοικία γινόταν πάντα κάτι
ασυνήθιστο. Είχαμε γίνει ένα αλλόκοτο
«σόι». Μέρα και νύχτα, πόρτες ανοίγανε
και κλείνανε στα διαμερίσματα, τσίκι-τσίκι
οι παντοφλίτσες στα σκαλοπάτια,
τσάκα-τσάκα στο φλιτζάνι τα καφεδάκια,
μπίρι-μπίρι το κουτσομπολιό. Καλά, η…
«κοινωνική κριτική», να το πούμε πιο
γλυκά. Και μη μου πεις πως εσύ δεν κάνεις
ποτέ.
Με
τα χρόνια, δεκαέξι μείναμε εκεί συνολικά,
είχαμε μάθει ο ένας τα χούγια του άλλου
κι όλα τα μυστικά. Κανονική οικογένεια.
Όσοι το έβλεπαν μας ζήλευαν. Και τελικά
– όπως θά ‘λεγε μια γειτόνισσα – μάλλον
μας «μάτιασαν»...
Δεν
περνούσε γιορτή, ονομαστική ή Εθνική,
τριήμερα, 28η
Οκτωβρίου, 25η
Μαρτίου, Καθαρά Δευτέρα, Πάσχα,
Χριστούγεννα… πάντα μαζί! Ανοίγαμε τις
τάβλες και στρώναμε ένα μεγάλο τραπέζι,
καμιά φορά και δυό, άμα δεν χωρούσαμε
όλοι στο ίδιο άντρες, γυναίκες και
παιδιά. Γέλια, πειράγματα, ανέκδοτα,
αστειάκια, μαντινάδες…
Συχνά
ήταν ρεφενέ. Κάτι έφερνε ο ένας, κάτι ο
άλλος, κρασιά, καλούδια, λιχουδιές.
Βέβαια, η οικοδέσποινα ζούσε ύστερα ένα
μικρό δράμα. Σαλόνι-τραπεζαρία, σαν
πεδίο μάχης. Αυτό λάχαινε στις «τυχερές»
νοικοκυρές, εκείνες με τα μεγάλα
διαμερίσματα. Γιατί όσοι μέναμε στα
μικρά, στα 60άρια τετραγωνικά, τη βγάζαμε
καθαρή. Εμείς, τα λαμόγια, το ταπεράκι
μας και σπίτι μας για νάνι.
Η
παράξενη αυτή «οικογένειά» μας είχε
και τα δικά της έθιμα. Αγαπημένο «σπορ»
των ανδρών ήταν… ο καυγάς. Για πολιτικούς
λόγους εννοείται. Φαντάσου, δες εικόνα:
καθισμένοι για 4 ώρες στο ίδιο τραπέζι,
να τρώνε και να πίνουν μέχρι τελικής
πτώσεως, η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, το ΠΑΣΟΚ και
ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ (νυν ΣΥΡΙΖΑ, επεξήγηση
για τους νεότερους), και θα με καταλάβεις…
Ήταν τον καιρό που οι άνθρωποι πίστευαν
ακόμα πως η ηγεσία των δύο μεγάλων
κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, θα μπορούσε να
φέρει στην πολύπαθη χώρα την Άνοιξη.
Περίοδος 1990-2000, η εποχή της χλιδής, της
αφθονίας, της σπατάλης, της απερισκεψίας
και μιας παρατεταμένης εφηβείας και
αθωότητας… Ε, ρε γλέντια!
…Και
στο μπαλκόνι ο Κρητικός, να ‘χει έρθει
στο κέφι και να ρίχνει με το κυνηγετικό
μπαλωθιές! Κι ο μαύρος γάτος, ο στειρωμένος,
να προσπαθεί να κρυφτεί κάτω από τον
καναπέ, να βρίσκει η κοιλιά του και να
μην μπορεί να χωθεί.
Κάθε
φορά καυγάδιζαν με το ίδιο ακριβώς
ρεπερτόριο. Κανονική παράσταση αλλά –
πάλι καλά - με δωρεάν είσοδο. Σα να έβαζαν
κασέτα. Ήξερες απ’ έξω όλες τις ατάκες
τους και ποιο θα είναι το τέλος του
«έργου» από την αρχή.
Το
χόμπι των γυναικών ήταν κάτι σαν
διαγωνισμός μαγειρικής. Έπεφτε όλη την
εβδομάδα σοβαρή μελέτη. Τσελεμεντέδες
από τη βιβλιοθήκη, περιοδικά μαγειρικής
από το περίπτερο, συμβουλές από διάσημες
τηλεμαγείρισσες και μάγειρες της εποχής
– βλέπε Βέφα και Μαμαλάκης - και μετά
βουρ στην κουζίνα. Άναβαν φωτιές, μίξερ,
τηγάνια, κατσαρόλια χοροπηδούσαν και
βγαίναν «θαύματα» για να εντυπωσιάσει
η μία την άλλη.
Μα
όλο αυτό το πανηγύρι δεν ήταν μόνο για
επίδειξη. Υπήρχε αληθινή αγάπη. Με τον
καιρό «δέσαμε». Σαν την σάλτσα στο
σημερινό φαγητό. Αρχικά, τα υλικά είναι
ξεκάθαρα διαφορετικά. Δες όμως, με την
επέμβαση της θερμότητας, τι ωραία που
λιώνει το ένα, τι ωραία που λιώνει και
το άλλο και γίνονται ένα.
Προτού
γίνει το «έλα να δεις» και χωριστούνε
τα τσανάκια μας και πέσει «αυλαία» και
κλειστεί πάλι ο καθένας σπίτι του,
προηγήθηκαν στιγμές και επεισόδια και
γεγονότα που, στο φινάλε, λες «άξιζε τον
κόπο!»
Λαχταρούσε
η καρδιά σου εκδρομούλα – ορίστε το
κλειδί για το εξοχικό μου και σαν στο
σπίτι σου! Χρειαζόταν κάποιος να πάει
αξημέρωτα στο Αεροδρόμιο – να ‘τος
στην πόρτα σου ο «σοφέρ»! Ήταν Σάββατο
κι είχες ξεμείνει από μετρητά – το
πορτοφολάκι της γειτόνισσας ήταν πάντοτε
ανοιχτό. Ήθελε επειγόντως κάποιος αίμα
για την εγχείρηση της μάνας του – δεν
πρόφταινε να το ξεστομίσει, και να οι φιάλες!
(Πανελλήνια Εβδομάδα Αιμοδοσίας ήταν
αυτή που πέρασε, γι’ αυτό το θυμήθηκα).
Ήθελες
να λείψεις βράδυ κι έπρεπε να κάνει ο
γάτος ένεση – φύγε εσύ και μην ανησυχείς,
εγώ είμαι εδώ! Έλειπες καλοκαίρι – η
cat-sitter
(κατά το μπειμπισίτερ) να σου ποτίζει
γλάστρες και να σου φροντίζει γάτες
καλύτερα κι από σένα. (Ήταν προχθές του
Αγίου Φραγκίσκου, Γιορτή των Ζώων, γι’
αυτό θυμήθηκα τις γάτες).
Έφυγε
ο άντρας σου πρωί και σε κλείδωσε μέσα
αφηρημένος, είχες κι εσύ ξεχάσει τα
κλειδιά σου κάτω στο αυτοκίνητο – τσουπ,
πηδούσες στο μπαλκόνι της διπλανής κι
έβγαινες από το διαμέρισμά της «κυρία»
να πας κι εσύ στη δουλειά σου…
Έπιανε
φωτιά ένα διαμέρισμα – όλοι να τρέχουμε
με κουβάδες νερό και να φωνάζουμε, σαν
σε παλιά ελληνική ταινία, μέχρι να έρθει
η Πυροσβεστική και να μας βρίσει όλους
μαζί γιατί θα βάζαμε φωτιά στο Χαλάνδρι.
Και μια πλημμύρα αξιωθήκαμε. Καταρράκτες
να κατρακυλούν τα νερά από τον Τέταρτο.
Κι εμείς, άντε πάλι με τους κουβάδες και
με σκούπες να χοροπηδάμε. Ήρθε μια μέρα
και εκείνος ο μεγάλος σεισμός… Τι ωραία
που ήτανε!... Φοβερή πολυκατοικία!
Αλλά!…
Όλα τα ωραία τελειώνουν κάποτε.
Παροδικότητα και αιτιότητα και δε
συμμαζεύεται… Μα, πες μου, είναι λογικό
να βάζεις τον κομματικό φανατισμό πάνω
από την ανθρώπινη φιλία; Είναι δυνατόν
να προσβάλεις και να υποτιμάς, για χάρη
του Πρωθυπουργού, έναν άνθρωπο που σου
άνοιξε το σπίτι του και σε δέχτηκε για
χρόνια δίπλα του, στο τραπέζι του, σαν
αδελφό του; Που μοιράστηκε μαζί σου ό,τι
πλούσιο ή φτωχικό μπορεί να είχε; Που
άδειαζε τη μπουκάλα το κρασί στο ποτήρι
σου να πιεις εσύ την τελευταία σταγόνα…
Που σου έδινε το πρώτο φιλί μόλις άλλαζε
ο χρόνος την Πρωτοχρονιά; Είναι δυνατό;…
Είναι.
Έτσι απλά διαλύθηκε η αδελφοσύνη
δεκαπέντε ετών ανάμεσα σε τέσσερα
διαμερίσματα και τόσους ανθρώπους. Λόγω
διαφορών στις πολιτικές πεποιθήσεις.
Ξαναμιλήσαμε. Ξαναβρεθήκαμε. Ξανακαθίσαμε
μαζί στο ίδιο τραπέζι. Αλλά, το γυαλί
άμα ραγίσει… Δεν ήταν ποτέ το ίδιο, όπως
τότε. Δεν θα είναι ποτέ το ίδιο ξανά.
Μνημόσυνο σ’ εκείνη την ευτυχισμένη
περίοδο μου φαίνεται κάνω σήμερα κι
αντί για κόλλυβα, σιγομαγειρεύω τούτο
το ιδιαίτερο φαί.
Μόλις
είδα τον μαραθόσπορο στο ράφι με τα
βιολογικά, αμέσως αναδύθηκε στη μνήμη
μου η Πολυκατοικία. Θυμήθηκα τον γείτονα
από τον Τρίτο, που βγήκε 5 το πρωί να
κόψει από τη Ρεματιά μια αγκαλιά μάραθο
κι αργότερα ακούστηκε… ΝΤΡΙΝ, το κουδούνι
και στην πόρτα μου ξαναμμένη, με την
ποδιά της κουζίνας, η γυναίκα του να
κρατάει ένα αχνιστό πιάτο. Πατατούλες,
κοτοπουλάκι κοκκινιστό και κάτι πράσινο
που μου φάνηκε σαν άνηθος.
Πρώτη
μου φορά έβλεπα φρέσκο μάραθο. Η μυρωδιά
του μου έσπασε τη μύτη, ζαλίστηκα. «Δεν
ξέρω αν πέτυχε, μόλις το ‘βγαλα από την
κατσαρόλα, πάρε να δοκιμάσεις. Τον μάραθο
τον φτιάχνουμε στην Κρήτη»,
μου είπε.
Ήταν
εξαιρετικό. Όχι μόνο για τα ωραία υλικά
του αλλά κυρίως για την αγάπη και την
χαρά που περιείχε. Με φρέσκο μάραθο το
φαγητό αυτό είναι πάντα θεϊκό. Από ένα
μάτσο, βάζεις στο φαγητό τις κορφές και
τα τρυφερά κοτσανάκια. Αλλά, μιας και
δεν είχα φρέσκο τώρα, έκανα μια δική μου
παραλλαγή με μαραθόσπορο και βγήκε μια
χαρά.
ΠΑΤΑΤΕΣ
ΜΕ ΜΑΡΑΘΟΣΠΟΡΟ ΝΤΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ
(για
4 άτομα)
1
γεμάτη κουταλιά σούπας αποξηραμένο
μαραθόσπορο
½
ματσάκι ψιλοκομμένο άνηθο
½
ματσάκι ψιλοκομμένο μαιντανό
4
μπουτάκια (κοπανάκια) κοτόπουλο
1
ποτήρι ψιλοκομμένη ώριμη ντομάτα
1
ποτηράκι κόκκινο ξηρό κρασί
1
κρεμμύδι ξερό ψιλοκομμένο,
1 σκελίδα
σκόρδο,
2
φύλλα δάφνη, 1 ξυλαράκι κανέλα, 5 κόκκους μπαχάρι. Καλό ελαιόλαδο, αλάτι και πιπέρι
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σοτάρω
το κρεμμύδι και το κοτόπουλο για 2 λεπτά
σε δυνατή φωτιά. Ρίχνω τις πατάτες.
Αλατοπιπερώνω κι ανακατεύω συνεχώς. Σε
2 λεπτά σβήνω με το κρασί. Προσθέτω όλα
τα υπόλοιπα υλικά εκτός από τον άνηθο
και τον μαϊντανό, που θα μπουν 10 λεπτά
πριν το τέλος. Προσθέτω ένα ποτηράκι
ζεστό νερό, σκεπάζω.
Χαμηλώνω τη φωτιά
και το αφήνω να σιγοβράσει για 45 λεπτά.
Αν χρειαστεί, προσθέτω λίγο νερό για να
μην κολλήσει. Ανακατεύω απαλά για να μη
λιώσουν οι πατάτες… Να έμενες λίγο πιο
κοντά, θα σου έδινα να πάρεις για το
σπίτι ένα πιατάκι!
Αχ,
φιλενάδα του Δεύτερου, τι ωραία που
«γατολογούσαμε» και μελετούσαμε μαζί
τα φιλοσοφικά. Αχ, φιλενάδα του Τρίτου,
με τα λαχταριστά τραπέζια σου και τη
ζεστή σου αγκαλιά. Οι γυναίκες, κρατήσαμε
μια σχέση καλή, έστω και από το τηλέφωνο
και αραιά τώρα πια.
Ίσως επειδή δεν
τσακωθήκαμε ποτέ για πολιτική. Και σε
ατομικό επίπεδο ορισμένοι μπορέσαμε
και κρατήσαμε ζωντανή τη φιλία. Όμως οι
αυθεντικές μυρωδιές από τις συλλογικές
χαρές σ’ εκείνη την Πολυκατοικία, έχουν
πια από καιρό χαθεί…
Γιατί
στα είπα όλα αυτά, και σου έβγαλα την
πίστη μέχρι να σου δώσω μια απλή συνταγή;
Κυοφορείται μια ακόμα προεκλογική
περίοδος, οπότε νομίζω καταλαβαίνεις
γιατί…
με
αγάπη,
η
θεία Μαριλίζ
ΥΓ.
Σήμερα δεν έχει υστερόγραφο. Ότι ήταν
να πω, έχει ειπωθεί. Σε περιμένω πάντως
να τα ξαναπούμε!
* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες
του blog
για
να ενημερώνεστε πρώτοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας