Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΜΑΝΤΙ… ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝΕ, ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΑΜΕ (ένα αληθινό παραμύθι του 1922)

ΜΑΝΤΙ… ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝΕ, ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΑΜΕ

(ένα αληθινό παραμύθι του 1922)

Κόπιασε! Αν θέλεις να μάθεις κάτι ασυνήθιστο, κάτι λησμονημένο, έλα μέσα…
Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη το περασμένο Σαββατοκύριακο για ένα σεμινάριο. Ίσα που πρόλαβα να επισκεφτώ μια συγγενή του άντρα μου για μια ωρίτσα προτού πάρουμε το τρένο της επιστροφής. Την κυρία Μαριάνθη.

Οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης, ειδικά οι Μικρασιατικής καταγωγής, είναι εξαιρετικά γενναιόδωροι. Η ξαδέλφη, μάς έδωσε ένα πακετάκι με πίτα, για να μην πεινάσουμε στο δρόμο… αλλά μαζί, μας έδωσε και κάτι άλλο, που θέλω να το μοιραστώ μαζί σου!...

Πρόκειται για ένα – ασυνήθιστο πλέον - παραδοσιακό φαγητό. Τα ίχνη της συνταγής χάνονται πολύ πίσω στον χρόνο. Η κυρία Μαριάνθη την έμαθε από τη μητέρα της, που την είχε μάθει από τη γιαγιά της, όπως της την δίδαξε η προγιαγιά της, και πάει λέγοντας… 

Το έφτιαξα λοιπόν, αμέσως μόλις γύρισα στην Αθήνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της. Καθώς το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, της τηλεφώνησα χθες και της ζήτησα τη συνταγή. Η χαρά της ήταν μεγάλη! Θα έχεις προσέξει πόσο αρέσει στους μεγάλους ανθρώπους να αφήνουν πίσω τους τα μυστικά τους. Είναι κι αυτό ένα είδος «αναπαραγωγής». Αλλά δεν μου παρέδωσε μόνο τη συνταγή για το Μαντί. Μου εκμυστηρεύτηκε και μια ιστορία για να σου την πω...

Ήταν το 1922, όταν η Σμύρνη καιγόταν. Τρέχανε οι άνθρωποι προς τη θάλασσα να σωθούν. Χρειάστηκε να πατήσουν κυριολεκτικά πάνω σε πτώματα, οι γονείς της, για να φτάσουν μέχρι το καράβι που θα τους περνούσε απέναντι, στην Ελλάδα. Αγγλικά και Γαλλικά καράβια αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Αλλά, όπως τα ξέρεις! Οι σύμμαχοι απλώς παρακολουθούσαν το θέαμα... Στη στεριά, υπήρχε ένα μαδέρι. Πάνω του, άνθρωποι πανικόβλητοι με παιδιά, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν για να ανέβουν στο καράβι. Κάποιοι παραπατούσαν κι έπεφταν στη θάλασσα. Αρπάζονταν ξανά με αγωνία απ’ το μαδέρι, προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν. Τότε, οι Τούρκοι στρατιώτες πατούσαν πάνω στα χέρια τους και τους τσακίζανε τα δάχτυλα. Τους άφηναν μπροστά στα μάτια τους να πνιγούν.

Οι Τούρκοι στρατιώτες δεν επέτρεπαν στους άντρες να επιβιβαστούν. Μόνο στα γυναικόπαιδα. Ήδη, τους δυο αδελφούς της, 18 και 20 χρονών, τους είχαν αιχμαλωτίσει. Η μάνα της κρατούσε στην αγκαλιά της ένα από τα αδέλφια της, που ήταν μωρό. Μόλις καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να αφήσουν τον άντρα της να ανέβει μαζί της, μέσα στον γενικό χαμό, βγάζει στα γρήγορα το τσεμπέρι της, του το φορά, τον κουκουλώνει και του δίνει να κρατήσει εκείνος το μωρό. Έτσι μπόρεσαν να ανέβουν στο καράβι και έτσι σώθηκαν… 

Είναι φορές που η ευελιξία του θηλυκού μυαλού βλέπει την ουσία και όχι τους τύπους. Προηγείται η επιβίωση. Χωρίς αυτή την απόφαση, η Μαριάνθη δεν θα είχε γεννηθεί και δεν θα ήταν τώρα εδώ. 

…Και μετά, σου λέει ο άλλος, «μου αρέσει να βλέπω τα τούρκικα». Σειρές εννοώ στην τηλεόραση, απ’ αυτές που έχουν γεμίσει ακόμα και τα λεγόμενα σοβαρά κανάλια, απ’ αυτές που προωθούν… την Τέχνη τον Πολιτισμό! «Με χαλαρώνουν, με ξεκουράζουν» μου λένε, «μου αρέσει να τις βλέπω πριν κοιμηθώ». Βλέπε, τους λέω, βλέπε να μάθεις καλά τη γλώσσα. Πού ξέρεις, μπορεί να ξαναγίνεις Ραγιάς και τότε θα σου χρειαστεί. Κοιμήσου...

Ακούγοντας την ιστορία αυτή της Σμύρνης, θυμήθηκα μια άλλη. Σου συμβαίνει κι εσένα αυτό; Είναι μερικά πράγματα που κολλάνε μεταξύ τους…

Οι γονείς του άντρα μου γεννήθηκαν στο Ικόνιο. Μικρασιάτες κι αυτοί, πρόσφυγες του 1922. Η πεθερά μου, η Αλεξάνδρα – δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω – έφτιαχνε και εκείνη το Μαντί. Όπως κάθε ζυμαρικό αρέσει στα παιδιά, έτσι και του άντρα μου, όταν ήταν μικρός του άρεσε πολύ.

Το 1922, όσοι άντρες αρνήθηκαν να καταταγούν στον Τουρκικό Στρατό ή να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν μουσουλμάνοι, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Στόχος των Τούρκων ήταν - τι άλλο - να εξοντωθούν οι Έλληνες. Χιλιάδες Έλληνες άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μια πορεία χιλιάδων χιλιομέτρων μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Γιατί βρήκαν αυτή την άσφαιρη μέθοδο εξόντωσης χιλιάδων νέων Ελλήνων οι Τούρκοι; Για να μη χαρακτηριστούν… δολοφόνοι. Η φυσική εξάντληση θα τους έκανε τη «βρομοδουλειά» τους μια χαρά.

Ένας από εκείνους τους, «άπιστους» σύμφωνα με το Ισλάμ, αιχμαλώτους ήταν και ο μελλοντικός πατέρας του άντρα μου – ο πεθερός μου. Γεννημένος το 1894, ο Αναστάσης ήταν τότε 28 ετών. Κι αυτή είναι η αφήγησή του, όπως διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στη μνήμη της οικογένειας:

Στο δρόμο, τους έβαζαν να γκρεμίζουν βουνά, έτσι άσκοπα, χωρίς λόγο. Για να τους γκρεμίσουν το ηθικό. Χωρίς νερό, χωρίς «ανθρώπινο» φαί. Τη νύχτα κοιμόντουσαν κατάχαμα, όπου βρίσκανε. Τη μέρα ξυλοδαρμός, βουρδουλιές για το παραμικρό. Είτε έκανες καλά τη δουλειά που σου ζητούσαν είτε όχι. Μαζί με τον Αναστάση ήταν και οι περισσότεροι άντρες από την ίδια γειτονιά. Γνωριζόντουσαν, στις ίδιες αλάνες έπαιζαν, είχαν μεγαλώσει παρέα. Κάτι ήταν κι αυτό. Ένα χρόνος και κάτι πέρασε έτσι. Κανείς δεν γνώριζε πότε και αν κάποτε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο…

Μια μέρα, ο επικεφαλής έδωσε εντολή στον υπαξιωματικό να πάρει τέσσερα παλικάρια και να τα εκτελέσει. Ανάμεσά τους και ο Αναστάσης. Οδηγήθηκαν πίσω από ένα λόφο.

«Τι κάνατε και θα σας σκοτώσω;», ρώτησε ο νεαρός Τούρκος.
«Δεν κάναμε τίποτα, δεν ξέρουμε γιατί μας σκοτώνεις», είπαν.
Έμεινε για λίγο σκεφτικός ο Τούρκος και τους λέει:
«Φύγετε. Κι αν φταίξατε, να το βρείτε απ’ τον Θεό σας.»

Το «καλό» λοιπόν κρύβεται παντού. Η προσωπική κρίση είναι που κάνει τη διαφορά στον «άνθρωπο» τελικά.

Έτσι λοιπόν, τα παλικάρια όπου φύγει-φύγει τρέχοντας, ο Τούρκος έριξε μερικές ντουφεκιές στον αέρα για να είναι καλυμμένος και ο καθένας πήρε το δρόμο του…

Δυό χρόνια μετά την απόδραση από τα Τάγματα Εργασίας κι ύστερα από μεγάλη περιπέτεια, ο Αναστάσης βρέθηκε τελικά στη Θεσσαλονίκη όπου έσμιξε ξανά με τα αδέλφια του, που είχαν ήδη εγκατασταθεί εκεί ως πρόσφυγες. Είχε όμως αναλάβει μια σημαντική υποχρέωση, μια υπόσχεση που έπρεπε οπωσδήποτε να εκπληρωθεί…

Ένας νέος, που ήταν από την ίδια γειτονιά στο Ικόνιο, αιχμάλωτος κι αυτός, λίγο προτού ξεψυχήσει από τις κακουχίες τότε στα Αμελέ Ταμπουρού, είχε παρακαλέσει τον Αναστάση, αν επιζήσει, να ψάξει να βρει την αρραβωνιαστικιά του και να της παραδώσει τη βέρα του!

Τη βρήκε ο Αναστάσης το 1924 και της παρέδωσε τη βέρα του πεθαμένου αρραβωνιαστικού. Η Αλεξάνδρα ήταν χαριτωμένη κοπέλα 16 ετών! Γνωριζόντουσαν από πριν. Στο Ικόνιο είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά. Λίγο αργότερα ο πατέρας της συμφώνησε με χαρά να παντρευτούν. Ο Αναστάσης ήταν «καλό παιδί». Είχε μεσολαβήσει ένα σύντομο ειδύλλιο, όμως τότε οι άνθρωποι δεν τα έλεγαν αυτά. Ο έρωτας ήταν κάτι κρυφό.

Έζησαν στη Αθήνα, στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής πολύ αγαπημένοι, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος του Αναστάση το 1970. Άφησαν πίσω τους τρία παιδιά και τους ευχαριστώ πολύ γιατί χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους έχω τώρα στη ζωή μου τον υπέροχο άντρα μου.

«Πρόσφιγγες» τους αποκαλούσαν κάποιοι με απέχθεια σαν πρωτοήρθαν οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα. Θεωρούσαν πως ήρθαν να τους φάνε το ψωμί. Λες και ήθελαν οι άνθρωποι να αφήσουν τους συγγενείς, τους φίλους τους, τον πλούτο, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τους μέσα σε μια νύχτα και να τρέχουν να σωθούν με έναν μπόγο στο χέρι… Κι έπειτα να στοιβαχτούν ο ένας πάνω στον άλλο στους προσφυγικούς καταυλισμούς. 

Οι Έλληνες ήταν ανέκαθεν ρατσιστές. Ασχέτως αν ήδη από την εποχή του Ομήρου οι ίδιοι εξαπλώθηκαν σε κάθε σπιθαμή της Γης και τρώνε ακόμα και σήμερα κάποιων το ψωμί. Οι «γνήσιοι» Έλληνες εδώ, τις γυναίκες που ήρθαν από τη Σμύρνη τις έλεγαν «παστρικιές», ακριβώς όπως ονόμαζαν κάποτε τις πόρνες. Επειδή πλένονταν συχνά για να είναι καθαρές! Τα ίδια με τους ονομαζόμενους «Ρωσοπόντιους». Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ήταν Έλληνας στην Τουρκία και Τούρκος στην Ελλάδα, Έλληνας στη Ρωσία και Ρώσος στην Ελλάδα. Άστα να πάνε! Η ηλιθιότητα δεν έχει όρια.

Πάντως, οι Μικρασιάτισσες ήταν εκείνες που έφεραν στην Ελλάδα τον πλούτο της μαγειρικής. Τα υπέροχα φαγητά που απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα. Και να που ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω τα μυστικά της συνταγής για το πώς θα φτιάξεις…

ΜΑΝΤΙ
(η συνταγή της Μαριάνθης από τη Σμύρνη)

Για τη ζύμη:
1 κιλό αλεύρι, 3 φρέσκα αυγά, αλάτι, 2 κ. σούπας ελαιόλαδο, 1 κ. σούπας ξύδι

Για τη γέμιση:
½ κιλό φρέσκος κιμάς μοσχαρίσιος (πες στον χασάπη να σου τον περάσει από τον μύλο 2 φορές), 1 κρεμμύδι (τριμμένο ψιλό στον τρίφτη), λίγο ελαιόλαδο, αλάτι και πιπέρι

Για τη σάλτσα
Ζωμός κοτόπουλου, γιαούρτι πλήρες, 1 σκελίδα σκόρδο

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Οι δόσεις είναι για μεγάλη ποσότητα, περίπου 8 μερίδες. Ζυμώνεις καλά τα υλικά της ζύμης και την αφήνεις να ξεκουραστεί για τουλάχιστον 1 ώρα. Ετοιμάζεις στο μεταξύ τη γέμιση. Τσιγαρίζεις τον κιμά με τα υλικά του και τον αφήνεις να κρυώσει. Χωρίζεις τη ζύμη σε 5 μπάλες. Ανοίγεις 5 φύλλα με τον πλάστη, όπως θα έκανες για πίτα, μόνο που τα φύλλα για το μαντί είναι πιο χοντρά. Κόβεις με το μαχαίρι μικρά τετραγωνάκια 3-4 εκατοστά. Βάζεις λίγο κιμά στο κέντρο, τσιμπάς τις άκρες και σχηματίζεις μια «βαρκούλα» που να συγκρατεί τη γέμιση. Βουτυρώνεις καλά ένα ταψί και τα τοποθετείς αφήνοντας κενά μεταξύ τους. Τα ψήνεις σε προθερμασμένο φούρνο στους 180ο C με αέρα. Όταν ροδοκοκκινήσουν, περίπου σε 15-20 λεπτά, τα βγάζεις και αφήνεις να κρυώσουν. Μπορείς να τα προετοιμάσεις για να τα μαγειρέψεις αργότερα. Και μια-δυο μέρες μετά, αρκεί να τα φυλάξεις σκεπασμένα στο ψυγείο.

ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΑΝΤΙ

Βράζεις σε μια κατσαρόλα ζωμό κοτόπουλου. Χτυπάς με το σύρμα 3 κουταλιές γιαούρτι να αφρατέψει και να μην «κόψει» και το ανακατεύεις καλά με τον ζωμό. Μόλις πάρει βράση ρίχνεις μέσα όση ποσότητα από το μαντί χρειάζεσαι και το αφήνεις να βράσει 15-20 λεπτά. 

Σερβίρεις το μαντί ζεστό σε πιάτα της σούπας με το ζουμάκι του και μαζί ένα μπολ με γιαούρτι στο οποίο έχεις αναμίξει 1 σκελίδα τριμμένο φρέσκο σκόρδο. Όποιος θέλει μπορεί να βάλει στο πιάτο του.

Είναι πολύ χρονοβόρο. Απαιτεί υπομονή, σταθερό χέρι, καλλιτεχνική διάθεση και οπωσδήποτε… αγάπη για αυτούς που θα καταβροχθίσουν το τετράωρο έργο σου αδειάζοντας το πιάτο τους μέσα σε λίγα μόνο λεπτά… Αλλά πού και πού αξίζει να κοπιάσουμε! Έτσι, για να θυμόμαστε τα «λησμονημένα»…

Αν θέλεις να μάθεις περισσότερα για το 1922, (ξανα) διάβασε το «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» του Ηλία Βενέζη, τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου και (ξανα) δες την ταινία «1922» του Νίκου Κούνδουρου (από τους σκηνοθέτες που λατρεύω-αληθινός καλλιτέχνης και εξαιρετικός άνθρωπος). Και κάτι ακόμα!... Στην ταινία "1922" βασικό ρόλο παίζει ο Βασίλης Λάγκος, ο οποίος στην αληθινή ζωή είναι πατέρας ενός από τους πρωταγωνιστές στη σειρά «Κλεμμένα Όνειρα», του Κωνσταντίνου Λάγκου. Όσο για τον ηθοποιό Φώτη Πετρίδη, που ερμηνεύει τον ρόλο του «Βολιώτη» στην ίδια τηλεοπτική σειρά, είναι εγγονός του Αναστάση και της Αλεξάνδρας της αληθινής ιστορίας που σου διηγήθηκα! Κι ο δικός μου παππούς όμως, από την Κωνσταντινούπολη ήρθε τότε...

Με αγάπη,
Η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Τελικά, όλα ένας κύκλος είναι. Βράζουμε όλοι μέσα στην ίδια σούπα, στο ίδιο ζουμί, σαν το μαντί…


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973 ΚΑΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΜΕ ΡΟΖ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΙΠΕΡΙ

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973 ΚΑΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΜΕ ΡΟΖ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΙΠΕΡΙ

Νοέμβριος του 1973. Και, ναι, ήμουν κι εγώ εκεί. Όχι μέσα. Απ’ έξω. 9 χρονών, με πήγε η μάνα μου τη μέρα εκείνη στο Πολυτεχνείο, να δω την Ιστορία από κοντά. Να δω με τα μάτια μου το πως αντιστέκεται η νεολαία.

Η Γιαγιά – η δική της μάνα – την κατσάδιασε άγρια μετά. «Πού πας τρελή με το παιδί, πας γυρεύοντας να φας καμιά αδέσποτη σφαίρα; Δεν είναι τσίρκο, χούντα είναι αυτή». Η καημένη η γιαγιάκα μου, μέχρι που πέθανε στα 84, με το φόβο του αιφνίδιου θανάτου ζούσε. Φοβία αποκτημένη στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, μετά. Είναι αλήθεια πάντως πως οι σφαίρες που είναι αδέσποτες το συνηθίζουν να ανοίγουν τρύπες σε… αδέσποτα μυαλά. Μα η μάνα μου η «τρελή», όπου κίνδυνος, μέσα! Ανάβει ο φόβος τα αίματα κι αυτό για κάποιους όπως και για μένα είναι ενδιαφέρον, συναρπαστικό.
Σου φτιάχνω σοκολάτα σήμερα με ροζ και κόκκινο πιπέρι. Αν αγαπάς στη ζωή το διαφορετικό, θα σου αρέσει. Μα κάτσε λίγο μια στιγμή, να σου πω τι είδα 40 χρόνια πριν από σήμερα - τότε, στο Πολυτεχνείο…

Ήταν απόγευμα εκείνης της ιστορικής νύχτας στη λεωφόρο Πατησίων. Ένας άντρας με κατέβασε από την οροφή της στάσης λεωφορείου, εκεί όπου είχα σκαρφαλώσει για καλύτερη ορατότητα. Λίγο αργότερα, ένα από τα τανκς τσάκισε την Πύλη. Μπούκαρε στο Πολυτεχνείο χαράζοντας μια κόκκινη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του χθες και του αύριο. Η δουλειά των τανκς είναι να σκορπούν το θάνατο στον εχθρό μιας χώρας. Κάποια όμως αλλάζουν ρεπερτόριο.

Δεν ήμουν παρούσα στο γεγονός. Καλύτερα. Δεν είναι θέαμα κατάλληλο για παιδάκια, το αίμα να χύνεται στους δρόμους. Κι όμως, θυμάμαι ακόμα τη λαοθάλασσα. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Συμβολικά και ταξιδεύοντας στο χρόνο, ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου οι κραυγές του αγανακτισμένου πλήθους. Προστατευμένη από το κουκούλι της παιδικής αθωότητας δεν καταλάβαινα τι γίνεται ακριβώς. Φοβόντουσαν οι μεγαλύτεροι να μιλάνε για την "κατάσταση" μπροστά σε εμάς τα παιδιά. Μην καταλήξουν σε κανένα ξερονήσι, μη μας αφήσουν ορφανά. Κάτι μισόλογα μόνο έλεγαν, πως κάτι παιδιά – δικά μας παιδιά – έχουν κλειστεί μέσα στο Πολυτεχνείο και αρνούνται να βγουν έξω επειδή απαιτούν εδώ και τώρα ελευθερία, ψωμί, παιδεία.

Πριν πιάσω το προνομιακό πόστο μου – το τέλειο παρατηρητήριο στην οροφή της στάσης του λεωφορείου - δίπλα σχεδόν στην Πύλη του Πολυτεχνείου, με πήρε η μητέρα μου από το χεράκι να πάμε να κάνουμε τον γύρο.

Κάγκελα. Θυμάμαι τα κάγκελα και πίσω τους όμορφα ξαναμμένα κορίτσια. Και αγόρια με μπούκλες, μαλλιά μακριά και μούσια.

Μάτια. Θυμάμαι τα μάτια να λάμπουν στο σούρουπο σαν τις σπίθες που πετάνε οι τσακμακόπετρες.

Χέρια. Θυμάμαι τα χέρια τους να ελίσσονται και να περνούν ανάμεσα στα κάγκελα.

Τα χέρια αγγίζουν. Τα χέρια σμίγουν. Μικρό και ιδρωμένο από την πλημμύρα της αδρεναλίνης το δικό μου παιδικό χεράκι. Σαν σπουργιτάκι χώνεται μέσα σε ιδρωμένες παλάμες. Θερμές, καυτές, αν και Νοέμβριος μήνας, μισοτελειωμένος πια.

Σας το χρωστούσα να σας ευχαριστήσω κάποτε Παιδιά. Δίχως να το γνωρίζετε, το βράδυ εκείνο με μπολιάσατε. Με γονιμοποιήσατε με κάτι σημαντικό. Είναι κάποια ρήματα και ουσιαστικά - ουσιαστικά. Το θέλω και διεκδικώ τα αυτονόητα. Το μπορώ αν πασχίσω να ρίξω κάτω τον Γολιάθ. Το είμαι και το υπάρχω και Εγώ μέσα στο Συλλογικό.

Θα μου πεις… τι άλλαξε, τι άλλο έφερε το τέλος του αιώνα; Έφυγε το ’74, ήρθε το ’81, ύστερα το ’90 και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, 40 χρόνια μετά. Να διεκδικούμε ξανά από την αρχή όλα εκείνα τα «αυτονόητα». Αλλά τελικά, μήπως δεν είναι όλα και τόσο αυτονόητα; Μήπως τίποτε στον εξαρτημένο τούτο κόσμο δεν είναι αυτοφυές; Μήπως θέλει δουλειά;

ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...

Γι’ αυτό το τελευταίο, κάτι γίνεται. Η Ελευθερία ως κατάσταση ζει εντός σου. Ο φυλακισμένος, ο βασανιζόμενος, είναι φορές που νιώθει πολύ πιο ελεύθερος από τον βασανιστή του. Η ελευθερία, στην ουσία είναι εσωτερική θεώρηση. Αυτό είναι που την κάνει εφικτή. Όμως για τα πρώτα δυο, δυστυχώς, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από καλές ευχές, διαλογισμό και περισυλλογή.

Δεν σου είπα όμως ακόμα το γιατί. Γιατί σοκολάτα με ροζ και κόκκινο πιπέρι;…

Οι «απέξω» έφερναν στους «απομέσα» διάφορα φαγώσιμα και τονωτικά. Να αντέξουν το ξενύχτι. Στα πλαίσια της εκπαίδευσης ενός μελλοντικού ενεργού πολίτη, η μάνα μου αγοράζει μια, από τις αγαπημένες μάρκες της εποχής, και μου λέει «δώσε Μαριλιζάκι σε κάποιον φοιτητή αυτή τη σοκολάτα»… Μία σοκολάτα έδωσα, με τέσσερις σοκολάτες έφυγα. Γιατί αντίθετα από τους φοιτητές και τους ασφαλίτες, οι σοκολάτες μπαινόβγαιναν ελεύθερα στο Πολυτεχνείο. Ήταν και άλλοι τόσο «πρωτότυποι» όσο εμείς. Εκατοντάδες σοκολάτες άλλαζαν χέρια. Πόσες πια να φάνε οι φοιτητές;

Στο «γιατί σοκολάτα σήμερα;», απάντησα. Στο «γιατί με πιπέρι - κόκκινο και ροζ;»

Πιπέρι Κόκκινο… ως σύμβολο εκείνης της υπόγειας Μεγάλης Φωτιάς που πάντα σιγοκαίει. Και για το αίμα.

Πιπέρι Ροζ… για την αθωότητα που είχαν δεκαοχτάχρονα και εικοσάχρονα παιδιά την αιματοβαμμένη εκείνη νύχτα.

Όμως, το ροζ πιπέρι μου ψιθυρίζει κάτι παραπάνω. Το έχεις γευτεί; Μέσα του κρύβει μια ανατροπή. Πιπέρι λες, μα εκείνο σε ξαφνιάζει. Γιατί είναι γλυκό. Κι αν κλείσεις τα μάτια σου την ώρα που το συνθλίβεις με τα δόντια σου κι απλώνεται στη γλώσσα σου, αναδύεται μια απρόσμενη εικόνα…

Τριανταφυλλόκηπος. Σαν τριαντάφυλλο ανοίγει το άρωμά του. Όμορφο λουλούδι, λένε πολλοί. 

Μα αν το κόψεις απρόσεκτα, κάποιο από τα αγκάθια του ενδέχεται να πάρει εκδίκηση για τον πρόωρο χαμό του… Δες την εικόνα. Η αιχμηρή του μύτη σκίζει το δέρμα σου, το ωραίο σου δάχτυλο πονά και το αίμα χύνεται… Έτσι!

ΣΟΚΟΛΑΤΕΣ ΜΕ ΡΟΖ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΙΠΕΡΙ

250 γρ. Μαύρη σοκολάτα με τουλάχιστον 70% κακάο.
½ κ. γλυκού τσίλι ή αποξηραμένη τριμμένη καυτερή πιπεριά
1 κ. γλυκού ροζ πιπέρι ολόκληρο

Κόβω τη σοκολάτα σε κομμάτια και τη λιώνω σε μπεν μαρί. Την κατεβάζω από τη φωτιά και προσθέτω τα πιπέρια. Με ένα κουτάλι μοιράζω το μίγμα σε 4 πλατιά φορμάκια σιλικόνης στα οποία έχω στρώσει λαδόχαρτο. 

Προσοχή να μην πέσει ούτε μια σταγόνα νερό μέσα στις φόρμες ή στη λιωμένη σοκολάτα. Ανακατεύω απαλά για να φύγουν τυχόν φουσκάλες αέρα που έχουν μαζευτεί. 

Αφήνω τις σοκολάτες μου να κρυώσουν σε δροσερό σημείο αλλά όχι μέσα στο ψυγείο. Όταν τις ξεφορμάρω μπορώ, αν θέλω, να τις διατηρήσω στο ψυγείο. Αν και δεν νομίζω να μη φαγωθούν!

Το θέμα είναι να είσαι πάντοτε σε εγρήγορση γιατί ποτέ δεν ξέρεις που και πότε το αίμα θα χυθεί. Σαν πρόσκοπος «Έσω Έτοιμος!»

Με αγάπη,
Η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Κι αν σου φάνηκαν ακατανόητα τα λόγια αυτά, ίσως δεν έχει τύχει ακόμα να συναντήσεις αρκετό θανατικό, αρκετό αίμα. Και μακάρι να μη συναντήσεις.


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΤ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΤ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ 

Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Όσα θα σου διηγηθώ σήμερα δεν θα δηλώσω εδώ γραπτώς πως είναι αληθινά περιστατικά και τα ονόματα… φυσικά, δεν είναι τα αληθινά.

1978. Την πρώτη φορά που πέρασε το κατώφλι της ΕΡΤ ήταν δεκατεσσάρων ετών. Πήγε με τη δασκάλα της φλογέρας για να παίξει ζωντανά στο ραδιόφωνο κάποια κομμάτια που είχε συνθέσει μόνη της. Μεγάλο καμάρι. Έτρεμε ολόκληρη από συγκίνηση και σκέφτηκε «τι ωραίο μέρος, τι ωραία να δουλεύει κανείς εδώ». Εκεί, σε αυτό το Στούντιο θα πρέπει να κόλλησε το πρώτο «μικρόβιο».

2013. Η τελευταία φορά που ανέβηκε τα σκαλοπάτια της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή ήταν την περασμένη εβδομάδα. Συνόδευσε τον άντρα της. Ήταν καλεσμένος να μιλήσει στους θεατές μετά από την πρώτη προβολή ενός ντοκιμαντέρ ενός άλλου σκηνοθέτη. Ήδη από την είσοδο, η ατμόσφαιρα μύριζε κατάληψη. Πανό με συνθήματα, «πηγαδάκια», κάποιοι υπάλληλοι είχαν φέρει μαζί και τα παιδιά τους.

Σύμπτωση: η προβολή έγινε σε ένα Στούντιο στο Ραδιόφωνο. Ποιος ξέρει. Ίσως να ήταν το ίδιο, εκείνο που με μάγεψε πριν από 35 χρόνια. Και τώρα, θα σου πω μια ιστορία…

1980. Δεκαέξι ετών, δούλεψε έναν ολόκληρο χρόνο κάθε Σάββατο σε μια παιδική εκπομπή. Έπαιζε φλογέρα, κουκλοθέατρο, ντουμπλάριζε και φωνές στις κούκλεςέπαιζε και ως ηθοποιός. Πληρώθηκε κιόλας. Ήταν η πρώτη της κανονική αμοιβή. Υπεύθυνος Παραγωγής ήταν ο «Παραμυθάκιας». 

Ήταν πολύ διασκεδαστικό να δουλεύει στην ΕΡΤ. Στα διαλλείματα του γυρίσματος έκανε βόλτες στα παρασκήνια, τρύπωνε σε διαδρόμους και αποθήκες σκηνικών. Αυτός ήταν ένας άλλος κόσμος, κρυφός. Κάποιοι τεχνικοί, την ώρα της βάρδιας τους, λαγοκοιμόντουσαν σε κάτι ράντζα που είχαν κρύψει σε κάτι δωματιάκια και κάτι γωνιές. Άλλοι είχαν στρώσει τσόχα κι έπαιζαν χαρτί ή ζάρια. Υπήρχε και ένα ολόκληρο εργαστήριο όπου, οι πιο δημιουργικοί, κατασκεύαζαν μουσικά όργανα. «Ψιτ! Μικρή! Για έλα εδώ!» της φώναζαν «…θέλεις σοκολάτα;». Όμως εκείνη είχε διαβάσει την ιστορία με το Λύκο και την Κοκκινοσκουφίτσα και δε μασούσε. Έφευγε τρέχοντας να βγει στο φως.

1984. Έχοντας τελειώσει την καλύτερη τότε Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης στην Ελλάδα, δεύτερη κατά σειρά αριστούχος στις απολυτήριες εξετάσεις, με περισσότερες από 2 ξένες γλώσσες και 10 χρόνια σπουδές στη μουσική, θυμήθηκε τον «Παραμυθάκια». Σκέφτηκε, γιατί να μην πάει να του ζητήσει άδεια να παρακολουθήσει γυρίσματα μέσα στην ΕΡΤ ώστε να εμπλουτίσει την εμπειρία της. Στο κάτω-κάτω από μικρή την ήξερε, γνωρίζαν από παλιά και τη γυναίκα του και το παιδί του. Δεν μπορεί, θα βοηθούσε, ειδικά τώρα που είχε γίνει και Διευθυντής σε ένα Τμήμα. Κλείνει ραντεβού στο γραφείο του. Παίρνει μαζί και το βιογραφικό της. Χαίρεται πολύ που τη βλέπει. Κάθεται χαμογελαστός δίπλα της στον καναπέ «Πόσο μεγάλωσες! Ολόκληρη γυναίκα έγινες!». «Τέλειωσα τις σπουδές μου και ψάχνω για δουλειά» του λέει. Χωρίς άλλη προειδοποίηση, χυμάει πάνω της σαν άγριο ζώο, τη χουφτώνει και τη φιλάει στο στόμα. Μάζεψε την τσάντα της κι έγινε «Λούης» η μαθητευομένη. Κι ακόμα τρέχει. Δεν ήξερε τότε πως ο κακός Λύκος μπορεί να κρύβεται ακόμα και πίσω από τη μάσκα οικογενειακού φίλου. Το έμαθε κι αυτό.

1985. Άκουσε πως γίνεται διαγωνισμός για να προσληφθούν υπάλληλοι στην ΕΡΤ. Σκέφτηκε, αφού έχει κάποια προσόντα, με τρεις ταινίες της μικρού μήκους ήδη βραβευμένες, συμμετοχή σε Φεστιβάλ, της Θεσσαλονίκης και του εξωτερικού, με προϋπηρεσία πλέον ως βοηθός σκηνοθέτης σε εξωτερικές παραγωγές από ιδιώτες για λογαριασμό της ΕΡΤ σε δύο τηλεοπτικές σειρές, ένα ντοκιμαντέρ και δύο τηλεταινίες… είπε να πάει να κάνει μια αίτηση, μπας και την προσλάβουν ως βοηθό. Μόλις συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο ρώτησε, άπειρη ακόμα από τα μυστικά της πιάτσας, πότε θα βγει η απάντηση. «Έχεις μέσον;» ήταν η ερώτηση… Δεν είχε. Σκέτη πήγε. «Αν δεν έχεις κανέναν γνωστό, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις δουλειά στο Δημόσιο». Πολύ απλά επειδή – έτσι την ενημέρωσαν – στην Ελλάδα δεν υπάρχει αξιοκρατία.

1986. Με ακόμα περισσότερη εμπειρία πλέον, έχοντας εργαστεί σε ιδιωτικές εταιρίες, αποφασίζει μαζί με άλλους νέους αλλά έμπειρους συναδέλφους της να καταθέσει στην ΕΡΤ μια πρόταση για μια οικονομική χιουμοριστική ωριαία αυτοτελή εκπομπή. Όλοι λένε πως για να πάρεις εκπομπή σίγουρα χρειάζεται «μέσον» και μάλιστα βαρβάτο, που να μην αλλάζει κάθε φορά που αλλάζει μια Κυβέρνηση ή ένας Υπουργός… Αλλά, έτσι, για να μη λέει αργότερα πως όταν ήταν νέα δεν προσπάθησε, το έκανε κι αυτό. Δυο εβδομάδες μετά, νύχτα ήταν, αργά, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας τύπος, ο «Κορτάκιας», ας τον ονομάσουμε για να μη μπερδέψουμε τα πρόσωπα. Με φωνή ψιθυριστή, τη ζητάει με το ονοματεπώνυμό της. «Εγώ είμαι» του λέει.  Μη στα πολυλογώ. Ραντεβουδάκι και…  ό,τι ήθελε προκύψει ζητούσε. «Πού βρήκατε το τηλέφωνό μου κύριε» τον ρωτάει ενοχλημένη. «Στο καλάθι των αχρήστων» της λέει «…σε ένα γραφείο της ΕΡΤ»… Να που κατέληξε η με καλλιγραφικά γράμματα γραμμένη αίτησή της και το επί 3 μήνες καλομελετημένο σενάριό της. Αλλά όχι και τα όνειρά της.

1990. Εξωτερικός συνεργάτης, βοηθός σκηνοθέτης σε τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ της Κατεχάκη - Μεσογείων. Όρντινο (ώρα αναχώρησης) στις 8 το πρωί. Έχει πάει ώρα 9 κι ακόμα δεν έχουν όλοι συγκεντρωθεί. Η καημένη η διευθύντρια παραγωγής, πρόσφατα είχε προσληφθεί και δεν τολμούσε να τους πατήσει τη φωνή. Άλλωστε όποιος ήθελε να δουλέψει κανονικά… «χαλάς την πιάτσα» του λέγανε και τον απομονώνανε. Χώρια το «θάψιμο» και οι πισώπλατες μαχαιριές. Γύριζε γύρω-γύρω απελπισμένη η γυναίκα και έψαχνε τους τεχνικούς του συνεργείου να τους βρει έναν-έναν για να ξεκινήσουμε. Έβρισκε τον έναν στο υπόγειο να πίνει το καφεδάκι του, του έλεγε ευγενικά να μπει στο φορτηγάκι που θα μας πήγαινε στον τόπο του γυρίσματος... «Ναι» της έλεγε αυτός. Μέχρι να βρει τον δεύτερο, έχανε τον πρώτο. Σαν τα παιδάκια του Δημοτικού που δεν θέλουν να μπουν στην τάξη κάνανε. Τελικά φεύγαμε κατά τις 10, αν ήμασταν τυχεροί. Μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά που ήταν ο τόπος του γυρίσματος… «Δεν ξέρω τι θα κάνετε, εγώ σε λίγο σχολάω» έλεγε ο οδηγός. Φυσικά εμείς, οι δυο-τρεις εξωτερικοί συνεργάτες, πληρωνόμασταν με το επεισόδιο. Λεφτά θα βλέπαμε μετά που θα ολοκληρωνόταν η σειρά. Αλλά… στα παλιά τους τα παπούτσια!
Πάντως το Μπαρ της ΕΡΤ ήταν - διαχρονικά - για πολλούς αγαπημένος προορισμός. Μέρα μεσημέρι έβλεπε κανείς υπαλλήλους να στρατοπεδεύουν για ώρες. Ντουμάνι ο καπνός, να τον κόψεις με μαχαίρι. Εκεί πρέπει να κλείνονταν οι καλές «δουλειές». Οι τυχεροί που είχαν ήδη ένα συγγενή μέσα, ήταν πιο εύκολο να προσληφθούν. Άλλοι, λιγότερο τυχεροί, "έγλυφαν" μέχρι να πιάσουν μια καρέκλα. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να αγοράσουν πλαστά πτυχία για να πετύχουν καλύτερη θέση και μισθό. Υπήρξαν και μερικοί που πλήρωσαν και ένα χρηματικό ποσό για να μεσολαβήσει κάποιος να τους προσλάβουν. Ύστερα, πολλοί έκαναν την "πάπια". Γκρίνια για το μισθό, κούραση πολλή έλεγαν. Δεν είχαν όρεξη να δουλέψουν από τη Δευτέρα μέχρι… την Πέμπτη.

Η Παρασκευή όμως, ήταν μια πολύ χαρούμενη μέρα. Οι πιο πονηροί κανόνιζαν να δουλεύουν Σαββατοκύριακα και Αργίες για να παίρνουν περισσότερα. Και υπερωρίες φυσικά. Σ’ αυτό ήταν μαιτρ ο «Ψωνάρας». Αυτός βέβαια, ευκαιρία ήθελε να λείπει από το σπίτι του. Σαββατοκύριακο στην ΕΡΤ όλοι οι καναπέδες ήταν άδειοι… για κάθε χρήση.

Ο «Ψωνάρας» είχε ανοίξει και ιδιωτικό Στούντιο, η εταιρεία του σύντομα έκλεισε καταχρεωμένη, αλλά τι τον ένοιαζε, αφού στα "χαρτιά" ήταν στο όνομα της γυναίκας του. Όλα τα είχε σκεφτεί. Ως μόνιμος υπάλληλος, δεν ήταν «σωστό» να έχει δικό του Στούντιο. Ήδη είχε ακουστεί πως κάποιοι έπαιρναν κρυφά μηχανήματα και εξοπλισμό μέσα από την ΕΡΤ για να τα νοικιάσουν σε ιδιωτικές παραγωγές. Δεν ήθελε να βρει κανέναν μπελά λίγα χρόνια πριν τη σύνταξη…

Είδε με τα μάτια της υπάλληλο να χτυπάει κάρτα για τον εαυτό του και για άλλους τρεις και μετά να φεύγει για βόλτα έξω. Άκουσε τηλεφωνική συνομιλία όπου υπάλληλος έλεγε σε άλλον εξ αποστάσεως να του βάλει… ακόμα μια ώρα υπερωρία. Και καλά να χτυπάνε κάρτα, να πληρώνονται κανονικά και να μη δουλεύουν. Η απληστία μερικών ξεπερνούσε κάθε όριο. Έπιαναν δουλειά σε εξωτερικά συνεργεία ιδιωτικών στούντιο μισοτιμής και έτσι στερούσαν το μεροκάματο από τους ελεύθερους επαγγελματίες που δουλεύανε μόνο σε αυτά.

Τις λίγες φορές που κυκλοφόρησε στους διαδρόμους της ΕΡΤ αλλά και άλλων Υπηρεσιών του Δημοσίου μέσα σε τόσα χρόνια, είδε κοπέλες να βάφουν τα νύχια τους πάνω στο γραφείο, άλλες να πλέκουν και άλλες να κάνουν τις ντήλερ σε τάπερ, κοσμήματα, καλλυντικά… Τι να κάνουν τα κορίτσια, κάπως έπρεπε να περάσει η ώρα. Αυτό είναι και το μόνο που καταλάβαινε τελικά. Δεν υπάρχει χειρότερο από την  πλήξη. Γερνάς πριν από την ώρα σου.

Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο Ραδιοτηλεοπτικό Ίδρυμα για να ζητήσει δουλειά «εντός». Τότε που ήταν μικρή έλεγε «τι κρίμα, τι θ’ απογίνω στη ζωή». Γιατί όλοι της έλεγαν «παιδί μου βρες μια σίγουρη δουλίτσα να παίρνεις βρέξει-χιονίσει τον μισθουδάκο σου, να’ χεις τις άδειες σου , τα επιδόματά σου, το εφάπαξ σου, την συνταξούλα σου, αλλιώς θα πεινάσεις»...

Αλλά ευτυχώς. Γιατί η ζωή «έξω», εκεί που βασιλεύει η ανασφάλεια, εκεί που χρειάζεται να βρίσκεις χίλιους τρόπους να γίνεσαι καλύτερος καθημερινά, είναι δέκα φορές πιο ενδιαφέρουσα. Και το οχτάωρο (δεκάωρο-δωδεκάωρο-δεκαπεντάωρο…) κρύβει πάντοτε μια έκπληξη, καλή-κακή δεν έχει σημασία. Το ενδιαφέρον είναι στο διαφορετικό. Δεν «κοιμάσαι». Μπορεί να είσαι με το μαστίγιο στην πλάτη αλλά είσαι ελεύθερος. Γνωρίζεις κόσμο, αλλάζεις κάθε τόσο εργασιακό περιβάλλον, ανανεώνεσαι, συνεχώς βελτιώνεσαι και πάνω απ’ όλα (εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όπως πάντα, εξαιρέσεις υπάρχουν) έχεις τη χαρά να γνωρίζεις πως σε προσέλαβαν για μια συγκεκριμένη δουλειά επειδή το αξίζεις.

Προχθές, οι τελευταίοι υπάλληλοι που είχαν παραμείνει μέσα κάνοντας κατάληψη στην ΕΡΤ αντιμετώπισαν μια βίαιη «έξωση» από τις δυνάμεις της αστυνομίας. Όταν αρχίζει κανείς με το «ποιος έχει δίκιο» δύσκολα βρίσκει κάποια άκρη. Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;  Βέβαια, όταν πριν από κάποιους μήνες, είδαμε στις «έκπληκτες» οθόνες μας (γιατί αν ήταν έμψυχες, έκπληκτες θα ήταν) να κόβεται ξαφνικά το σήμα της Δημόσιας Τηλεόρασης, πολλοί θυμήθηκαν περιστατικά από τη χούντα του 1967, ακόμα και από την Γερμανική Κατοχή. Έχει ενδιαφέρον πάντως που η έφοδος της αστυνομίας στο Ραδιομέγαρο έγινε τόσο κοντά στην επέτειο της 17ης Νοέμβρη. Κάποιος στα κέντρα των αποφάσεων της Ελληνικής (;) Κυβέρνησης έχει χιούμορ.

Όσες φορές δούλεψα για την ΕΡΤ, ήμουν πάντοτε «εξωτερικός συνεργάτης». Ποτέ δεν είχα την τιμή να προσληφθώ, ούτε ως συμβασιούχος. Όμως υπάρχουν πράγματα που μπόρεσα να καταλάβω. Δεν πρόκειται να χρυσώσω κανένα χάπι. Όλα είναι αποτέλεσμα κάποιας αιτίας.

Γνώρισα και καλούς μόνιμους υπαλλήλους. Στην ΕΡΤ, όπως και αλλού στο Δημόσιο. Υπέροχους ανθρώπους, καλλιεργημένους, αληθινούς καλλιτέχνες. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Ήρωες της καθημερινότητας, να προσπαθούνε να επιπλεύσουνε σε λάκκους με φίδια. Προσωπικότητες «διαμάντια». Κι εδώ βρίσκεται το «κλειδί».

Όπως παντού, έτσι και στο Δημόσιο, η προσωπικότητα κάνει τη διαφορά. Οι άνθρωποι δεν είναι αγέλη, δεν είναι πρόβατα που τα οδηγεί ένας παντογνώστης. Αρκεί να το αντιληφθούν φυσικά. Και να μην υποδουλώνουν από μόνοι τους οι ίδιοι τον εαυτό τους, εξαιτίας του φόβου τους μη χάσουν τα προνόμια και τη «σίγουρη» θέση τους. Υπάρχει μια αντίφαση σε αυτά που λέω, το ξέρω. Όμως υπάρχει και η μέση οδός. Η επιλογή είναι δική μας.

Με την κουβέντα ξεχάστηκα και δεν πρόλαβα να σου μαγειρέψω σήμερα. Μπορώ όμως να σου δώσω κάτι άλλο. Τα καλά νέα είναι πως υπάρχει ο καλός υπάλληλος! Είναι ζωντανός. Τον γνώρισα, τον έχεις γνωρίσει, ίσως είσαι εσύ.

Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

Αίσθημα ευθύνης
Εντιμότητα
Σεβασμός στον εαυτό και στους συνεργάτες
Αγάπη για τη γνώση
Αίσθημα αλληλεγγύης
Ελευθερία (κατά βούληση)
Κι αν όλοι γύρω σου είναι φαύλοι, κάνε αυτό που εσύ πιστεύεις
Μη ζεις για τη μέρα που θα πάρεις τη σύνταξη. Ζήσε για τη μέρα σήμερα.

Με αγάπη
Η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Έλα την άλλη εβδομάδα που θα είναι και η επέτειος του Πολυτεχνείου, έχω να σου πω… Ήμουν κι εγώ εκεί.


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

ΟΤΑΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΒΡΑΖΟΥΝ ΣΥΚΩΤΙ ΜΕ ΛΑΧΑΝΙΚΑ

ΟΤΑΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΒΡΑΖΟΥΝ
ΣΥΚΩΤΙ ΜΕ ΛΑΧΑΝΙΚΑ    

(θυμός, υπερηφάνεια, προσκόλληση, ζήλεια, άγνοια)

Καλωσόρισες στη χώρα που των ανθρώπων της το αίμα σιγοβράζει. Σαν το ηφαίστειο αναρωτιέται πότε και αν θα εκραγεί…

Σαν τους 5 λοβούς κάρδαμο, που θα δώσουν ιδιαίτερη γεύση σε αυτό που μαγειρεύω, έτσι λέγεται πως η ενεργειακή «καρδιά» στο κέντρο του στήθους σου κρύβει μέσα της 5 κυρίαρχα συναισθήματα. Αυτά ορίζουν τη ζωή σου. Εκτός… αν αποφασίσεις πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου και να μην είσαι η μαριονέτα κανενός.

Μη φοβάσαι. Δεν θα σου φάω το συκώτι. Θα μαγειρέψω σήμερα μοσχαρίσιο γιατί μεθαύριο θα πάω να δώσω αίμα. Η Εθελοντική Αιμοδοσία έχει γίνει μια χαρούμενη συνήθεια στη ζωή μου. Νιώθω πως το σώμα μου χρησιμεύει και σε κάποιον άλλο. Τα λαχανικά που θα το συνοδέψουν είναι για να θυμάμαι τη φύση του πνεύματος και τα ενοχλητικά μου συναισθήματα που, αφού τα μετασχηματίσω, μπορώ να τα χρησιμοποιήσω ως πρώτη ύλη για να προχωρήσω στον δρόμο προς τη φώτιση.

Συναίσθημα 1: Η ΑΓΝΟΙΑ (σύγχυση, αμβλύνοια)
* «Το μη φωτισμένο πνεύμα αντιλαμβάνεται… το κάθε τι εξωτερικό…αλλά δεν μπορεί να δει τον εαυτό του. Αυτή ακριβώς η ανικανότητα είναι που προκαλεί τη δυστυχία στις σχέσεις και γενικά στον κόσμο. Γνωστή επίσης και ως έλλειψη επίγνωσης, αδιαφορία, μυωπική οπτική, έλλειψη σφαιρικής εικόνας του κόσμου, έλλειψη εμπειρίας και έλλειψη μόρφωσης ή γνώσης…»

Μαγειρεύω πάντα σαν μάγισσα χρησιμοποιώντας αρχαίους «ιερούς» συμβολικούς αριθμούς. Την ώρα που ανακατεύω τα υλικά, την ώρα που τα αγκαλιάζει η φωτιά, τα φορτίζω με μάντρα και ευχές. Με τη δύναμη της φύσης των πραγμάτων, με τη δυνατότητα που παρέχει η αλληλεξάρτηση και η ενότητα των πάντων στον χώρο – πλέον και επιστημονικά αποδεκτό – μεταφέρω τις σκέψεις και το «είναι» μου μέσα στο φαγητό. Το ίδιο κάνουν πολλές και πολλοί. Γι’ αυτό προσέχω πάντα να είμαι σε καλή κατάσταση την ώρα που μαγειρεύω. Τοξίνες και δηλητήρια δεν περιέχουν μόνο τα υλικά του φαγητού…

Συναίσθημα 2: Η ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ (τσιγκουνιά, απληστία)
* «Η ιδέα να αποκτήσει κάποιος την ευτυχία μέσω πραγμάτων, που είναι έξω από τον εαυτό του, οδηγεί σε επικίνδυνες προσκολλήσεις. Στο ρου της ιστορίας, αμέτρητες δυσκολίες προέκυψαν από τη βίαιη επιθυμία για κατοχή πραγμάτων. Πολλοί πόλεμοι ξεκίνησαν, επειδή κάποιος αποφάσισε να κατακτήσει ακόμη ένα κομμάτι γης. 

Επειδή δεν αναγνωρίζουν την παροδικότητα των ποθητών αντικειμένων αλλά και του εαυτού τους, οι περισσότεροι άνθρωποι κυνηγούν κάτι, που σε τελική ανάλυση είναι δίχως νόημα…»

Το συκώτι είναι ένα πολύ σημαντικό όργανο. Ζει μέσα μας κάτω από τον θώρακα. Στο διάφραγμα, εκεί που βρίσκεται το επίκεντρο της πνευματικής εργασίας για τους περισσότερους αρχαίους και σύγχρονους μύστες και γιόγκι. Στους ανθρώπους, συνήθως η καρδιά είναι αριστερά και το συκώτι δεξιά. Υπάρχουν και εξαιρέσεις...

Συναίσθημα 3: Ο ΘΥΜΟΣ (μίσος, αποστροφή)
* «Η βία και ο θυμός είναι σημάδια αδυναμίας, απογοήτευσης και φόβου και όχι σημάδια δύναμης. Σε μη εμπόλεμες καταστάσεις, μόνο οι δειλοί είναι βίαιοι. Συγκροτούν συμμορίες, επιτίθενται μόνο σε έναν και λίγοι μόνο μάχονται. Οι θαρραλέοι χειρίζονται τα πράγματα μόνοι τους και όταν δέχονται επίθεση, προκαλούν μόνο το απολύτως απαραίτητο και «διδακτικό» ποσό ζημίας. 

Ούτε καν τα ζώα βασανίζουν ή βλάπτουν το είδος τους εν ψυχρώ και πάντα σταματούν όταν ο αντίπαλος αποδέχεται την ήττα…»

Το ενδιαφέρον με το συκώτι είναι πως συνεχίζει να δουλεύει ακόμα και όταν το 75% των κυττάρων του δεν λειτουργεί και αν υπάρχει «βλάβη» αρκεί το 25% του ηπατικού ιστού για να αναγεννηθεί το πλήρες ήπαρ.

Τι θέλει πάλι να πει ο «ποιητής»; Πού το πάει η θεία Μαριλίζ; Ανθρώπινο συκώτι θα μας μαγειρέψει; Γιατί όλα αυτά; Αγαπώ τον συμβολισμό. Και τις μεταφορές. Ας υποθέσουμε πως το συκώτι είναι η Ελληνική Κοινωνία…

Συναίσθημα 4: Ζήλεια (Φθόνος)
* «… η ζήλια ήταν και είναι διάχυτη – όπως περιγράφεται στο ακόλουθο θλιβερό Ρωσικό ανέκδοτο…Ένας αγρότης έσωσε τη ζωή μιας μάγισσας. Ως αντάλλαγμα αυτή του υποσχέθηκε να εκπληρώσει μια ευχή του και οτιδήποτε θα ήταν αυτό που θα ζητούσε, ο γείτονάς του θα το αποκτούσε εις διπλούν. Ο άνθρωπος αφού το σκέφτηκε, είπε: πάρε το ένα μου μάτι.»


Το συκώτι παράγει τη χολή. Όταν κάποιος ζει με μνησικακία, η γιαγιά μου έλεγε «αυτός έχει χολώσει» ή «έγινε κίτρινος από την κακία του»… Όμως, η χολή βοηθάει το πεπτικό μας σύστημα να απορροφήσει τις βιταμίνες και κάνει κι άλλες χρήσιμες δουλειές. Πώς να μη θυμηθεί κανείς το σοφό «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Τι καλύτερο από τη γνώση; Και την επίγνωση. Και τη μνήμη. Και τη δράση με σοφία.

Δουλειά του συκωτιού είναι η αποβολή τοξικών ουσιών…τις οποίες εμείς οι ίδιοι βάζουμε στον οργανισμό μας με τις τροφές και ουσίες που επιλέγουμε να καταναλώσουμε. Ουσίες που όταν μπουν στο πεπτικό μας σύστημα μπορεί να εισχωρήσουν στο αίμα…Ευτυχώς που - πριν κάνει τη βόλτα του σε όλα τα μέρη του σώματος - το αίμα περνάει από το συκώτι. Το οποίο, αν όλα πάνε καλά, φιλτράρει το αίμα από βλαβερές ουσίες επιτρέποντας μόνο στις ωφέλιμες και θρεπτικές ουσίες να πλημμυρίσουν το υπόλοιπο σώμα… Αυτά ήθελα να πω! Και ο νοών...

Συναίσθημα 5: Υπερηφάνεια
* «Η ανόητη, ‘αποκλειστική’ υπερηφάνεια σίγουρα προκαλεί μοναξιά και ανικανότητα για χαρά, περισσότερο από κάθε άλλο συναίσθημα. Η κατανόηση ότι ο παράδεισος και η κόλαση συμβαίνουν ανάμεσα στα μάτια ή στα πλευρά μας, είναι σημαντική για τον έλεγχο της υπερηφάνειας… Εάν κάποιος συνειδητά ψάχνει για το όμορφο και ουσιαστικό στους άλλους και συμμετέχει χαρούμενα σ’ αυτό, οι άλλοι θα ταυτιστούν με αυτόν τον πλούτο, θα αναπτυχθούν και αργότερα θα μοιραστούν τεράστια ποσά καλού με τον κόσμο…»

Ήθελα επίσης να πω και για τον Έλληνα Τιτάνα Προμηθέα. Σύμφωνα με τον μύθο (με μύθους πλέον ζούμε) είχε αλυσοδεθεί σε έναν βράχο στον Καύκασο. Κάθε μέρα ένας αετός τον επισκεπτόταν και καταβρόχθιζε το συκώτι του, αλλά εκείνο κάθε νύχτα αναγεννιόταν και γινόταν όπως πριν. Φαίνεται πως οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν για την ικανότητα του ήπατος να αυτό-αποκαθίσταται, δεν ξέρω οι σημερινοί… Ποιός να ‘ναι άραγε εκείνος ο αετός; Τι μυστικά να γνώριζε ο Προμηθέας;

ΥΛΙΚΑ & ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Μαρινάρω σε γυάλινο σκεύος με καπάκι  ½ κιλό μοσχαρίσιο συκώτι μέσα σε κρύο νερό και 1 φλυτζανάκι του καφέ ξύδι balsamico για 1-2 ώρες στο ψυγείο. Το στεγνώνω. Το ψήνω πολύ καλά και από τις δυο πλευρές σε αντικολλητικό τηγάνι με τους σπόρους από 5 λοβούς κάρδαμο, θυμάρι, τριμμένο τζίντζερ, μαύρο και πράσινο πιπέρι. Αλατίζω στο τέλος του ψησίματος. Βράζω στον ατμό  πατατούλες baby με τη φλούδα, ανάμικτα λαχανικά (φασολάκια, αρακά, καρότο, καλαμπόκι), μπρόκολο. Πριν σερβίρω προσθέτω ωμό ελαιόλαδο και ρίγανη.

Χάρηκα πολύ που ήρθες! Ζούμε σε ενδιαφέρουσα εποχή…

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά με αστερίσκο (*) είναι από το νέο βιβλίο των Εκδόσεων Διαμαντένιος Δρόμος «Ο Βούδας & η Αγάπη» με θέμα τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις και στόχο την επίτευξη της ευτυχίας σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο σήμερα. Αναδημοσιεύονται με την άδεια του Εκδότη.


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!