Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΡΑΜΕΛΩΜΕΝΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΜΕ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ 

ΚΑΡΑΜΕΛΩΜΕΝΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΜΕ ΣΟΚΟΛΑΤΑ


Κάνουμε ποδαρικό στη νέα χρονιά με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σπιτικά γλυκά που γνωρίζω. Καραμελωμένες ροδέλες πορτοκάλι με επικάλυψη σοκολάτας. Θέλεις; Φτιάξε!
Είναι εύκολο και δεν κοστίζει. Γεμίζει το σπίτι με έναν γλυκό αέρα που διαπερνά τα πάντα και σε συντροφεύει για ώρες.
Τώρα που οι περισσότεροι αναλογίζονται με ενοχή τα κιλά που πήραν στις… Άγιες Ημέρες, αυτό εδώ το απλό φρουτένιο γλυκό είναι μια κάποια λύση. Μέχρι και ο πιο άκαρδος διαιτολόγος μπορεί να σου το επιτρέψει.


ΚΑΡΑΜΕΛΩΜΕΝΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΜΕ ΣΟΚΟΛΑΤΑ
(για 12-14 κομμάτια)


ΥΛΙΚΑ

3 πορτοκάλια βιολογικής καλλιέργειας
1 κούπα ζάχαρη & 1 κούπα νερό για το σιρόπι
150 γρ. μαύρη σοκολάτα κουβερτούρα
Προαιρετικά για να γυαλίσει η σοκολάτα 1 κ.γλ. ηλιέλαιο


ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Πλένω καλά τα πορτοκάλια και τα κόβω σε ροδέλες με πάχος 1 εκατοστό. 

Βράζω σε μια κατσαρόλα το νερό με τη ζάχαρη για να γίνει σιρόπι και προσθέτω τις ροδέλες να σιγοβράσουν για 10’. 

Τις σουρώνω. 

Τις ψήνω στον φούρνο με αέρα για 30’ στους 100ο C σε ταψί στρωμένο με λαδόχαρτο. 

Τις αφήνω να κρυώσουν. 

Λιώνω σοκολάτα κουβερτούρα και αν θέλω προσθέτω το ηλιέλαιο. Ανακατεύω καλά με ξύλινη ή πλαστική κουτάλα προσέχοντας να μην πέσει ούτε μια σταγόνα νερό στη σοκολάτα.

Το σιρόπι που περίσσεψε, το φυλάω για κάποια άλλη χρήση.

Όταν λιώσει την αφήνω λίγο να κρυώσει και να σφίξει λίγο ώστε να κολλήσει καλά στα πορτοκάλια. 

Βουτάω μία-μία τις ροδέλες πορτοκαλιού στη λιωμένη σοκολάτα μέχρι τη μέση, τις τοποθετώ σε πιάτα και τις αφήνω να κρυώσουν.

Τώρα που ξεμπερδέψαμε με τη συνταγή, θα σου πω για τη Γιαγιά Μαρία.


Σαν σήμερα, 11 Ιανουαρίου, πριν από 21 χρόνια απεβίωσε. Στο σπίτι της, στο κρεβάτι της, με την κόρη της και εμένα την εγγονή της κοντά της, από φυσικό θάνατο, ήσυχα, στα 84 της χρόνια. Νομίζω είναι αρκετά καλές συνθήκες αν αναλογιστεί κανείς τις άλλες εκατό και βάλε πιθανότητες. Τις προηγούμενες μέρες είχαμε πάει με τον άντρα μου τριήμερο ταξίδι.

Όπως στα μυθιστορήματα, η Γιαγιά περίμενε να επιστρέψουμε και να μας δει για τελευταία φορά πριν αποχωρήσει. Η αλήθεια είναι πως «η ώρα της» είχε έρθει δύο χρόνια νωρίτερα. Τότε που μια μέρα την πήγαμε με τη μητέρα μου άρον-άρον στα επείγοντα σε ένα πολύ γνωστό δημόσιο Νοσοκομείο με ασθενοφόρο καθώς είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Την πέταξαν σε ένα κρεβάτι, χωρίς ορρό και στις απεγνωσμένες κραυγές μας για βοήθεια μια περαστική νεαρή «ιατρός» από τον διάδρομο είπε: «Μα τι θέλετε; Δε βλέπετε; Η γυναίκα έχει επιθανάτιο ρόγχο. Πεθαίνει. Έχουμε να ασχοληθούμε με τόσους νέους που κινδυνεύουν. Δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με μια ογδοντάχρονη γυναίκα! Αφήστε τη να πεθάνει».

Έτσι λοιπόν, εκείνη τη μέρα έμαθα - κάπως απότομα είναι η αλήθεια - πως ο άνθρωπος όταν πιάσει τα ογδόντα δεν πρέπει να μας νοιάζει αν πεθάνει. Τι κι αν δούλεψε σαν το σκυλί 60 ολόκληρα χρόνια για να πληρώνει ένσημα στο Ι.Κ.Α και τους φόρους στο Κράτος! Τι κι αν γέννησε απογόνους – φρέσκους δούλους αυτού του Κράτους. Τι μας νοιάζει; Τώρα που μας έχει αυτός ανάγκη αλλά εμείς όχι – αφού είναι συνταξιούχος και επιβαρύνει τα ταμεία -  ας πάει μια ώρα αρχύτερα στην ευχή του Θεού. Βασικά, να μας αδειάσει το κρεβάτι άμεσα, για να έχουμε και λιγότερη δουλειά.

Η μητέρα μου άρχισε να κλαίει. Εγώ, «τα πήρα στο κρανίο». Πείσμωσα. Όχι, δεν θα τους περάσει. Το κρεβάτι δεν θα σας το αδειάσουμε τόσο εύκολα, χωρίς μάχη. Καθίσαμε δίπλα στο κρεβάτι, αντικριστά. Πιάσαμε από ένα χέρι της. Χωρίς να το συζητήσουμε αρχίσαμε να κάνουμε σιωπηλά προσευχές. Συγκεντρωθήκαμε και νοερά της ζητούσαμε να ζήσει. Να παλέψει και να γυρίσει στη ζωή. Εκείνη συνέχισε τον ρόγχο για μερικά ακόμα λεπτά. Έπειτα, σταμάτησε. Πιστέψαμε πως πέθανε. Όμως όχι. Σε λίγο άνοιξε τα μάτια της. «Τι έγινε;», μας ρώτησε. «Ποιός με φωνάζει; Εκεί που πήγαινα και πήγαινα, με μια βάρκα, σε ένα ποτάμι – και ήταν ωραία ήρεμα, γαλήνια – άκουσα κάτι αγριοφωνάρες να μου φωνάζουν γύρνα πίσω. Γιατί με γυρίσατε πίσω; Τι θέλετε; Ήμουν πολύ καλά…»

Όπως αποδείχτηκε, κάθε νόμισμα έχει δυο πλευρές. Η Γιαγιά είχε δίκιο. «Εκεί», ήταν πολύ καλά. Πολύ καλύτερα στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό που λέω δεν είναι «θρησκευτικού» περιεχομένου, αλλά εντελώς πρακτικό. Μετά από λίγη ώρα, συνήλθε την σηκώσαμε και την πήραμε στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Απαξιώσαμε να περάσουμε από το γραφείο κίνησης ασθενών για να πάρουμε εξιτήριο – έτσι κι αλλιώς, εκεί δεν μας λογάριασαν για ανθρώπους. Τον επόμενο χρόνο ανακαλύψαμε πως η Γιαγιά είχε καρκίνο στο τελικό στάδιο. Πέρασε όλα τα δεινά που περνάει κάποιος που δεν έχει αστείρευτα μετρητά για να μοιράζει «φακελάκια» δεξιά κι αριστερά. Ως και μια πειραματική εκπαιδευτική εγχείρηση για μια ομάδα φοιτητών Ιατρικής της έκαναν σε ένα άλλο πολύ γνωστό δημόσιο Νοσοκομείο, δίχως να μας πάρουν την άδεια φυσικά, ενώ γνώριζαν από πριν πως δεν θα γινόταν καλά. Τέλος πάντων, γνωρίζω πολλούς που έχουν βιώσει παρόμοιες ταλαιπωρίες. Γιατί όμως σου τα εκμυστηρεύομαι σήμερα όλα αυτά; Θα σου πω.

Στο διάστημα της ταλαιπωρίας, η Γιαγιά αναγκάστηκε για πρώτη φορά στη ζωή της να παραμείνει συνεχώς σε ένα κρεβάτι. Δύσκολο πράγμα για έναν περήφανο άνθρωπο και ακόμα δυσκολότερο για έναν αεικίνητο δημιουργικό άνθρωπο. Στο διάστημα αυτό όμως, η μητέρα μου με την οποία δεν είχαν την «ιδανική» σχέση καθώς συνέχεια «τρωγόντουσαν» μεταξύ τους, της προσέφερε απίστευτη φροντίδα και  αφοσίωση. Έτσι η Γιαγιά μια μέρα της είπε: «Στην αρχή λυπήθηκα που εκείνη τη μέρα με φέρατε πίσω στη ζωή και τώρα ζω με τόσο πόνο. Θα μπορούσα να είχα φύγει. Όμως τώρα χαίρομαι επειδή, χάρη στην αρρώστια μου, κατάλαβα για πρώτη φορά στη ζωή μου πόσο πολύ με αγαπάς. Και επίσης είχα χρόνο να σκεφτώ κάποια πράγματα. Όλος ο πόνος, άξιζε τον κόπο».

Αν και όλη μου τη ζωή έζησα πολύ κοντά στη Γιαγιά μου - ουσιαστικά αυτή με μεγάλωσε όσο η μητέρα μου δούλευε – και περάσαμε πάρα πολύ ωραία γιατί ταιριάζαμε πολύ ως χαρακτήρες, εκείνο το διάστημα είχα και εγώ την ευκαιρία να πούμε δυο λόγια παραπάνω.

Είναι χρήσιμο τελικά να σου δίνεται χρόνος να ολοκληρώσεις τη σχέση σου με τους ανθρώπους που αγαπάς, τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή σου. Να έχεις τον χρόνο να μιλήσεις και να πεις τα ανείπωτα. Να λύσεις τις παρεξηγήσεις και τις εκκρεμότητες. Να κάνεις αυτά που πάντα άφηνες για αργότερα. Να πεις εκείνα τα λησμονημένα «σ’ αγαπάω».

Τις τελευταίες ώρες της, τις πέρασε σε κώμα. Αυτή τη φορά δεν κάναμε τίποτα για να τη φέρουμε πίσω. Δεν υπήρχε λόγος. Ό,τι ήταν να γίνει, είχε ήδη γίνει. Ό,τι ήταν να ειπωθεί, είχε ειπωθεί. Έτσι, μπορεί κανείς να αποδεχτεί τον θάνατο πιο εύκολα.

Αν και αυτή τη φορά εκείνη έφευγε, η τελευταία ευχή που μου έδωσε ήταν μια από αυτές που μου έδινε κάθε φορά που έβγαινα από το σπίτι μικρή για να πάω κάπου: «Ο κόσμος δεν είναι αυτό που φαίνεται. Να είσαι σε εγρήγορση. Κοίτα να μη σε πιάσουν κορόϊδο».

Ορίστε. Εδώ, στη φωτογραφία η Γιαγιά με πάει βόλτα με το καρότσι στο Παλαιό Ψυχικό, στον τότε χωματόδρομο - σήμερα λεωφόρο, τρεις δρόμους πάνω από το σπίτι μας στην Παλιά Αγορά.

Η ζωή έχει δυο όψεις. 

Πότε κρύο, πότε ζέστη. Πότε φως, πότε σκοτάδι. Πότε πόνος, πότε χαρά. Πότε ενθουσιασμός, πότε πλήξη. Πότε ευφορία, πότε κατάθλιψη. Στο μεταξύ, τα χρόνια περνάνε. Και λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν πως όλα, μα όλα, παίζονται μέσα στο νου μας. Καλό-κακό δεν υπάρχει. Σημασία έχει τι είναι για όλους ωφέλιμο.

Όπως στο γλυκό που φτιάξαμε σήμερα, το φωτεινό γλυκό πορτοκάλι σαν ήλιος που ανατέλλει ξεπροβάλει μέσα από την πικρή μαύρη σοκολάτα. Και ναι, το σκοτάδι δεν θα σκεπάσει το φως.


Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Ευχαριστώ τη φιλενάδα Χριστίνα Σγουροπούλου για τη σημερινή συνταγή.

ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΣ ΣΑΝ SLIDESHOW


* Σου άρεσε αυτή η ανάρτηση; Γράψε μας τα σχόλια σου, μοιράσου τη με τους φίλους σου και γίνε μέλος-αναγνώστης του blog δωρεάν.

2 σχόλια:

  1. Ωραίο και αληθινό Μαριλίζ κι εγώ είχα μια ανάλογη εμπειρία με τη μητέρα μου που μαλάκωσε κάπως τα τελευταία χρόνια κάνοντάς το όλο ακόμη πιο δύσκολο για μένα όταν τελικά έφυγε από τη ζωή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πείτε μας τη γνώμη σας