Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΑΣ

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΑΣ

(Όταν αποφασίζει η καρδιά)

  
Μας κάλεσαν οι φίλοι μας να σμίξουμε στη θαλασσινή βεράντα τους, που μοιάζει με πλώρη καραβιού, να φάμε φρέσκα ψάρια στα κάρβουνα. Έμαθα πως είναι πιο νόστιμα να τα ψήνεις με τα λέπια. Κρατάνε έτσι όλη τη γεύση και το ζουμί...

Είναι φαγανά παιδιά οι φίλοι μας, λες κι είναι ακόμα πάνω στην ανάπτυξη. Όταν λένε «ψάρια», δεν εννοούν αυτό που λέμε εσύ κι εγώ. Στην καθισιά τους, μαζί με την ορεξάτη παρέα τους που συναθροίζεται για… συμπαράσταση, καταβροχθίζουν ολόκληρη την ψαριά, μαζί και το καλάθι του ψαρά! 
Δεν υπάρχει χρόνος, σου το ‘χω ξαναπεί, μα δεν βαριέμαι να το λέω. Πώς περάσανε τόσα χρόνια απ’ αυτή τη φωτογραφία; 

Πότε μεγαλώσαμε… γιατί νιώθουμε ακόμα και τώρα μερικές φορές τόσο «παιδιά»; 

Κάπου θα πρέπει να βρίσκει χαραμάδες – δεν εξηγείται αλλιώς – κι από κει μέσα ξετρυπώνει πού και πού τούτο το ανήσυχο μικρό. Τις περισσότερες φορές απρόσκλητο, το άτιμο.



Σήμερα, θυμήθηκα ένα περιστατικό, απ’ αυτά που σημαδεύουν για πάντα τον άνθρωπο… Αν έχεις δυό λεπτά, κάτσε να σου πω. Πρέπει να ήτανε το 1972, στον Πόρο. Το γνωρίζεις αυτό το νησί; Ένας μικρός παράδεισος στον Αργοσαρωνικό, κι αν δεν έχεις πάει, να πας! 
Το θυμήθηκα αμέσως, μόλις είδα αυτές τις πεταλίδες στο πιάτο. Τις έβγαλε ο Μάρκος για ορεκτικό όσο ψήνονταν τα ψάρια μαζί με ένα μπουκάλι απ’ το κρασί του.
Πεταλίδες!... Με πήγαινε η μάνα μου, όταν ήμουν μικρή, να τις ξεκολλήσουμε από τα βράχια. Είχαμε βαφτίσει «δικό μας» έναν απομονωμένο κόλπο στο Ασκέλι του Πόρου. 

Πηγαίναμε βράχο-βράχο κάθε πρωί κολυμπώντας με τα βατραχοπέδιλα μας, ξυστά στην ακτή. Μόλις βρίσκαμε μια πεταλιδοφωλιά, κάναμε τη δουλειά μας με ένα μικρό μαχαιράκι. Είχαμε και μισό λεμόνι, τις ξεπλέναμε απ’ το θαλασσινό νερό και τις τρώγαμε επιτόπου.

Παραθερίζαμε στον Πόρο πέντε συνεχόμενα χρόνια, σ’ ένα δωμάτιο που νοικιάζαμε από μια ντόπια κυρία. Έναν ολόκληρο μήνα. Παίρναμε μαζί και τη γάτα, ν’ αλλάξει κι αυτή τον αέρα της. Αύγουστος ήταν… Κι άκου να δεις φίλε μου, πώς συλλογάται το μυαλό του ανθρώπου – και ειδικά το μυαλό του μικρού ανθρώπου!

Ήμουν παιδάκι άταχτο, όσο δεν πάει ο νους σου. Για να καταλάβεις, αντί για «Ευαγγέλιο» είχα στο κομοδίνο μου τον «Τομ Σόγιερ» του Μαρκ Τουέν. Πέντε φορές το μελέτησα, μπορώ να σου το πω απέξω κι ανακατωτά. 

Έβγαζα που λες κανονικό μεροκάματο με υπερωρίες, να σκέφτομαι όλη μέρα φάρσες, πονηριές, κάθε λογής σκανταλιές.

Μοναχοπαίδι βλέπεις, στον κόσμο των «Μεγάλων» - σκέτη πλήξη! Μα τι ανόητοι που φαντάζουν οι «Μεγάλοι» στα μάτια ενός παιδιού, θυμάσαι; Ή τώρα πια κάνεις πως ξέχασες, μεγάλωσες κι εσύ;… Όλο κουτσομπολιό κι όλο για λεφτά, δουλειές, πολιτική μιλάνε. Λες και θ’ αλλάξει κάτι αν συνεχίσουν να μιλάνε έτσι, καθισμένοι στην καρέκλα τους. 

Ούτε τη θάλασσα που λαμπυρίζει, ούτε τα αστέρια, ούτε το ολόγιομο φεγγάρι βλέπουν μερικές φορές.

Να μη σου τα πολυλογώ, ήμουν 8 χρονών όταν είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν αληθινό ψαρά, με σάρκα και οστά. 

Σπουδαίος μου φάνηκε! Καουμπόικο καπέλο, ήταν αμερικανόφιλοι οι Γραικοί τότε. Μαλλί χαίτη, να ανεμίζει μέχρι τους ώμους. Γυμνός από πάνω, να φαίνονται τα γυμνασμένα μπράτσα και οι θωρακικοί. Σορτσάκι τζην ξεφτισμένο από την χρήση, όχι τεχνητά όπως τώρα. Σφιχτός-σφιχτός και ζουμερός. 

Και δεν σου είπα το σημαντικότερο: το παλικάρι κρατούσε καλάμι!

Καθόταν στη μικρή προβλήτα, εκεί που άραζαν οι βάρκες μπροστά στο σπίτι μας, κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο, δίχως αντηλιακό, με τα πόδια μέσα στο νερό. Ζύμωνε με τις χερούκλες του δόλωμα. Ψωμί με φέτα. Δίπλα του, στο καλάθι, άφηναν την τελευταία τους πνοή δυό ψαρούκλες να! - με το συμπάθιο! Ζύγωσα δειλά-δειλά. Κόντρα στο φως, έμοιαζε αρχαίος Θεός. Ηλιοκαμμένος Θεός!

«Κι εγώ!» έσκουξε μια φωνή μέσα μου «Θέλω κι εγώ να γίνω Θεός!»

Μιά και δυό, πάω στη μάνα μου. Τη βρίσκω να ετοιμάζει να τηγανίσει πατάτες.

«Θέλω να γίνω ψαράς!» της λέω.
«Χα-χα-χα!» …γέλασε.

Μωρέ, θέλω στ’ αλήθεια να γίνω ψαράς, δεν το κατάλαβες! Γκρίνια, μίρλα, της πήρα το κεφάλι με τη μουρμούρα μου - είμαι αξεπέραστη σ’ αυτό. Ώσπου, τι να κάνει η γυναίκα, λύγισε σαν το καλάμι.

Ξεκινάμε, πάμε με τον Σκαραβαίο το Φολκσβάγκεν στην κεντρική αγορά. «Πού πουλάνε καλάμια;»… «Από ‘δώ». Διαλέγω ένα, το πιο φανταχτερό, και βουρ στην προβλήτα. Στρώνομαι με το εργαλείο μου δίπλα στον «Θεό» μ’ ένα δικό μου σακουλάκι ψωμιά. Γελούσαν ως και τα μουστάκια του αλλά νά ‘ναι καλά ο άνθρωπος, αν ακόμα βρίσκεται, μου έδειξε.

Θα πρέπει να πέρασε καμιά ώρα. Αυτός, τα μάζεψε, έφυγε με το καλάθι του γεμάτο. Εγώ, είχα καλοταΐσει πέντε- έξι κοπάδια ψάρια και μου τέλειωνε το δόλωμα. 

Είχα ψοφήσει απ’ τη ζέστη και τον ιδρώτα, κόντευα ν’ ανεβάσω πυρετό αλλά εκεί! Δε με ξέρεις καλά εμένα. Είναι να μη μου καρφωθεί μια ιδέα. Ή ταν ή επί τας!

Σιγοπέθαινα, που λες, πάνω στο άνθος της ηλικίας μου όταν… ΤΣΟΥΠ! Ή μάλλον… ΤΣΙΜΠ! Ξαφνικά κάτι άρχισε να τραβάει. Πέρα-δώθε τίναζα το καλάμι, πανικός! 

Μισή μέρα «ψάρευα» αλλά αυτό… ειλικρινά, δεν το περίμενα! Δεν είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά για τη μεγαλειώδη στιγμή. 

Γιατί, ως γνωστόν, άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη… 

Αμάν! Τι κάνουμε τώρα; Τι είχε πει ο «Θεός»; Πούνετος τώρα που τον χρειαζόμαστε;…

Δεν ξέρω πως και τι έγινε ακριβώς, πάντως μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, που εμένα μου φάνηκαν αιώνες, βρέθηκα να κρατώ στην παλάμη μου ένα ψαράκι τόσο δα. 

Ούτε καρχαρίας, ούτε ξιφίας, ούτε σολομός, ούτε συναγρίδα, ούτε τσιπούρα, ούτε σαργός, ούτε μπαρμπούνι, ούτε γόπα, τίποτα, ούτε καν μαρίδα…

Ένα πραματάκι μικρό σαν μινιατούρα-μπρελόκ να σπαρταράει στα χέρια μου σαν τρελό, να με κοιτάει στα μάτια με βλέμμα απορημένο, μ’ όλη την αγωνία του σύμπαντος κόσμου μαζεμένη μέσα σε δυο μικρά γυαλιστερά κι αλμυρά – άραγε από το κλάμα; - ματάκια…

Αυτό ήταν! Το κορμί μου ρίγησε κι η καρδιά μου ράγισε. Τι έκανα, ο εγκληματίας; Την ώρα εκείνη, στον πλανήτη Γη δεν υπήρχε ον πιο άθλιο από εμένα. Από ηθικής πλευράς. «Γιατί το σκότωσες;!!!» ούρλιαζε απαίσια μες στ’ αυτιά μου μια φωνή - ξέρεις, αυτή η ενοχλητική φωνή που ξεπετάγεται κάθε που κάνεις μια βλακεία.

Το κοιτούσα. Με κοιτούσε. Έτρεμα. Σπαρταρούσε. «Φρίκη!... Τι να κάνω τώρα, μανούλα μου;» Με χέρια τρεμάμενα το έβγαλα όπως-όπως από τ’ αγκίστρι.
  
Δεν ξέρω αν έζησε κι αν έζησε τι θα λέει τώρα για μένα… πάντως εγώ, εκείνη την ώρα έκανα το μοναδικό που ένιωσα μέσα μου φυσικό. Το πέταξα πίσω στη θάλασσα και του ζήτησα και ταπεινά συγνώμη.

Από τότε, δεν ξαναψάρεψα ποτέ.

Θέλεις να μάθεις τι έγινε μετά; Γύρισα σπίτι στη μάνα μου κι έφαγα τις τηγανιτές πατάτες κρύες.

«Πώς πήγε το ψάρεμα;»
«Καλά» απάντησα.

Κι από το ύφος μου όλοι κατάλαβαν πως δεν σήκωνα άλλη κουβέντα σχετικά με το θέμα αυτό…

Μπορείς να με πεις υποκρίτρια, επειδή δεν είμαι χορτοφάγος. Να μου μιλήσεις για την αλυσίδα της παραγωγής, της ζήτησης, της κατανάλωσης. Δίκιο έχεις κι εσύ. Πάντως, ένα ξέρω. Αν για να φάω χρειαστεί να σκοτώσω ένα ζωντανό που με κοιτάει στα μάτια, δεν θα το κάνω. Όχι επειδή είμαι «καλός άνθρωπος». Απλώς, δεν μπορώ. Προς το παρόν παραμένω ένα άθλιο ον και με βλέπω χορτοφάγο αν τύχει και ναυαγήσω σε κανένα έρημο νησί. Αλλά, ποτέ δεν ξέρεις…

Με αγάπη,
Η θεία Μαριλίζ


ΥΓ. Πάντως, τα ψάρια που μας φίλεψαν οι φίλοι μας η Ρούλα και ο Μάρκος ήταν από τα καλύτερα και δεν έμεινε λέπι. Και οι φίλοι μας... "καλυτερότεροι"!






* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΒΕΝΤΕΜΑ ΤΡΥΓΟΣ ΚΑΙ…ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ!

ΒΕΝΤΕΜΑ ΤΡΥΓΟΣ ΚΑΙ…ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ!
  
(Αύγουστος, με τις παλάμες γεμάτες σταφύλι)


Ήρθες τελικά! Καλά έκανες. Μόνο που σήμερα δεν θα φας καθόλου τσι-τσι. Απ’ το πρωί τρώμε σκέτο σταφύλι και πίνουμε πολύ νερό. Απλή ελληνική δίαιτα, μπας και ξεφορτωθούμε κανένα κιλό. Ξέρεις, από ‘κείνα που πήραμε με τις απανωτά κερασμένες ρακές. 

Έχω όμως να σου διηγηθώ μια ιστορία… κρασάτη!


Στη Σαντορίνη, Βεντέμα ονομάζουν τον τρύγο. Προϊόν της «μαριναρισμένης» ελληνικής γλώσσας με τα ιταλικά.

Τέτοιες μέρες πέρυσι ήταν που μάζεψα σταφύλια για πρώτη φορά. Άργησες κυρά μου να δοκιμάσεις το άθλημα, θα μου πεις. Άργησα, ναι. Αλλά το φχαριστήθηκα! 

Ίσως χρειάζεται να τρυγήσει κανείς πολλές άλλες εμπειρίες πριν πρωτοσυλλέξει τούτον τον ευλογημένο καρπό της Θηραικής Γης για να μπορέσει να εκτιμήσει αυτή την αρχαία διαδικασία.

Τα Σαντορινιά αμπέλια ξεχωρίζουν. Από τη μιά, γι’ αυτή την ιδιόμορφη τεχνική όπου πλέκουν τα κλαριά που προβάλλουν μέσα απ’ το χώμα και την ελαφρόπετρα σαν καλάθι κι είναι σαν τα μωρά στην κούνια τους. Έτσι προστατεύουν τα τσαμπιά από τη φοβερή μανία του ανέμου. 




Κι από την άλλη, είναι τόσο ιδιαίτερο κρασί το Σαντορινιό. Έχεις πιει; 

Φιλημένο από το ηφαίστειο και ποτισμένο από την ανεδοσά, την υγρή αγκαλιά της πάχνης που κατεβαίνει τη νύχτα να δώσει ζωή στα φυτά, είναι μοναδικό στον κόσμο.



Με τη σαν ίωση μεταδοτική απαξίωση της παράδοσης και τη ραγδαία νόθευση των τοπικών προϊόντων, όλα δείχνουν πως σύντομα, όπως η φάβα και τα ντοματάκια, θα γίνει δυσεύρετο και το αυθεντικό κρασί.





Παραδοσιακά, ο τρύγος άρχιζε στη Σαντορίνη μετά τον Δεκαπενταύγουστο. 

Πρόσεξα πως φέτος τα σταφύλια εξαφανίστηκαν από πολλά χωράφια αρκετά νωρίτερα. Έμαθα πως αυτό έγινε γιατί ζητήθηκαν από κάποια οινοποιεία. Θα υπάρχει λόγος σοβαρός ελπίζω και νά ‘ναι για καλό.



Δεν είμαι οινολόγος. «Χρήστης» είμαι, που θα ‘λεγε κάποιος την ώρα που τον συλλαμβάνει η αστυνομία. 

Είμαι περίεργη πάντως, πώς θα πετύχουν να κλείσουν στο μπουκάλι αυτή τη χαρακτηριστική πλούσια, ηλιόλουστη, σχεδόν καπνιστή αρωματογευστική συνουσία της φύσης που όταν τη δοκιμάζεις σε αφήνει εκστατικά άλαλο. 

Ευτυχώς που σε αρκετά μικρότερα οινοποιεία η παράδοση κρατήθηκε. Παρακαλώ Σαντορινιοί, φυλάξτε αυτόν τον θησαυρό που λέγεται Νυχτέρι. Εσάς βαραίνει η κληρονομιά, το χρέος και μαζί η τιμή της διάσωσης αυτού του άριστου κρασιού.

Στα χέρια μου κρατώ ένα φερεντίνι, ένα ειδικό Σαντορινιό εργαλείο για το χωράφι, που μου κληροδοτήθηκε με τρόπο αναπάντεχο. Ανήκε σ’ έναν ακούραστο μάστορα της γης και δεξιοτέχνη μουσικό επίσης ο οποίος γέννησε επτά κόρες. Μιχαήλ Σιγάλα (Κονταρά), άλλη μια αφορμή να σε θυμάμαι.
   
Μυήθηκα στη Vedema από ένα μυθικό πρόσωπο, τον Ανδρέα τον αγγειοπλάστη,  καθώς έκανα γυρίσματα για ένα ντοκιμαντέρ.


Η μύηση έλαβε χώρα 16 του Αυγούστου στο προστατευμένο αμπέλι του, πίσω από το Εργαστήρι του στο Μεγαλοχώρι, εκεί όπου καθημερινά μεγαλουργεί μαζί με τη σύντροφό του την Κρίστη, πλάθοντας με χώμα και νερό κεραμικά καλλιτεχνήματα.


Αξιώθηκα λοιπόν σε αυτή τη ζωή να προσκληθώ να συμμετέχω στο Νυχτέρι. Μάζεμα των σταφυλιών από το απόγευμα και πάτημα πριν ξημερώσει.

Ξεκινήσαμε στο χαλαρό με κουβεντούλες και αστειάκια, όμως μας πήρε η νύχτα και δεν είχαμε τελειώσει. Πανικός! Ανάψαμε τους προβολείς μα το φως τους δεν έφτανε να καλύψει ολόκληρο το χωράφι. Κόβαμε στα τυφλά ψάχνοντας τα τσαμπιά με την αφή, πώς δεν κόψαμε και κανένα δάχτυλο να τρέχουμε στα Φηρά!

Στη συνέχεια ακολούθησε το πάτημα. 

Τρελή νύχτα, τρελή παρέα. Πίναμε, γελούσαμε, χορεύαμε σαν καλικάντζαροι που ξεμείνανε και δεν αποσυρθήκανε στα λαγούμια τους ως όφειλαν μετά τον αγιασμό τα Φώτα. Ζαλιστήκαμε από τις αναθυμιάσεις, απελευθερώθηκε μια διονυσιακή ατμόσφαιρα. Και, τσουρ-τσουρ, όλο και κυλούσε ο φρεσκοπατημένος σταφυλοχυμός μέσα από έναν σωλήνα στην υπόγεια κάναβα μέχρι που γέμισε ως απάνω ένα τεράστιο αγγείο που άφριζε κι έκανε μπλουρπ-μπλουρπ…
  
Σαν έπεσα ξερή για ύπνο κι αποκαμωμένη, την ώρα που ήδη λαλούσαν τα κοκόρια, λίγο πριν να με πάρει στην αγκαλιά του ο Μορφέας, μια ανάμνηση παλιά ανασύρθηκε γλυκά-γλυκά. Άκου να δεις φίλε μου, πως πλέκει το μυαλό του ανθρώπου κορδελάκια…

Ήταν στη Σάμο. Άλλο μυστηριακό νησί κι αυτό και μεγάλη κρασομάνα. Στο χωριό γινόταν κοσμοσυρροή. Η νύχτα της Γιορτής του Κρασιού. Όλοι συγκεντρωμένοι γύρω από μια μεγάλη φωτιά. Σαν σκηνή φανταστική, απ’ αυτές που χαζεύαμε παιδιά στα Κλασσικά Εικονογραφημένα, στη ζούγκλα με τους ανθρωποφάγους γύρω απ’ τη φωτιά κι ένα μεγάλο καζάνι στη μέση να κοχλάζει, έτοιμο να υποδεχτεί τον άτυχο τουρίστα.

Το καζάνι της Σάμου, είχε μέσα μια χυλωμένη τροφή, μη με ρωτήσεις τι, ιδέα δεν έχω. Πάντως μύριζε υπέροχα… Αλήθεια, θυμάσαι κι εσύ καμιά φορά μυρωδιές από το παρελθόν, έτσι στα ξαφνικά;

Οι άντρες είχαν μεθύσει κι έλεγαν ανέκδοτα όλο σεξουαλικά υπονοούμενα, «σόκιν» (shocking) τα έλεγαν τότε, γιατί ήταν Δικτατορία και δεν έπρεπε… Χρόνια «ηθικά» τότε, οπότε καθετί το ερωτικό, απαγορευμένο – άρα και πιο ενδιαφέρον… Οι γυναίκες γελούσαν, κακάριζαν σα γαλοπούλες γαργαλημένες από ερωτική έξαψη. Ίσως να έφταιγε και η πανσέληνος.

Μου φάνηκαν σαχλοί και κάπως βαρετοί. Όλο λόγια κι από πράξη μηδέν… 

Έτσι απομακρύνθηκα σιγά-σιγά. 

Τα βήματά μου με οδήγησαν από μόνα τους σε ένα μεγάλο βαρέλι…

Ύστερα από κάποια ώρα, εκεί με βρήκαν, ανάσκελα κάτω απ’ το βαρέλι νά ‘χει γυαλίσει το μάτι μου από ευφορία. Είχα ανοίξει την κάνουλα, τόσο όσο να σιγοστάζει απευθείας μέσα στο στόμα μου. Όταν με μάζεψε ντροπιασμένη η μάνα ήμουν… αλλού. 

Μα έτσι κι αλλιώς βρισκόμουν «αλλού». 
Γιατί, ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών…

Αλήθεια, εσύ σταφύλι έχεις μαζέψει με τα χέρια σου ποτέ; Τό ‘χεις πατήσει μέχρι να νιώσεις τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια σου; Στην αγκαλιά του αρχαίου Διόνυσου έχεις ποτέ σου ολωσδιόλου αφεθεί;


Και του χρόνου, νά 'μαστε καλά, με μια ευχή προς όλους τους οινοποιούς "καλά κρασιά"!

Με αγάπη,
Η θεία Μαριλίζ


ΥΓ. Θυμήθηκα τώρα άλλη μια αστεία ιστορία, αλλά δεν προφταίνω σήμερα, θα σου την πω την άλλη εβδομάδα.

Σημ. Οι έγχρωμες φωτογραφίες που απεικονίζουν την Μαριλίζ Ριτσάρδη τραβήχτηκαν από τον Γιώργο Πετρίδη.


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΑ "ΠΑΝΗΓΥΡΗ" ΜΕ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΚΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ

ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΑ "ΠΑΝΗΓΥΡΗ" ΜΕ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΚΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ

(Μια γευστική παράδοση που κρύβει αγάπη και σοφία)


Ίσως δεν τό ‘χεις δοκιμάσει ή μήπως κάποτε το γεύτηκες μα ύστερα το λησμόνησες;

Χαίρομαι που ήρθες. Θέλω να μοιραστώ μαζί σου σήμερα ένα ιδιαίτερο, απλό και ταπεινό μαγειρικό πιάτο μαζί με κάποιες σκέψεις για τη γενναιοδωρία και την απληστία. Έχεις λίγο χρόνο; Θέλω να σου πω…
  
Από τις παραδόσεις που μου έκαναν ξεχωριστή εντύπωση όταν πρωτογνώρισα τη Σαντορίνη, είναι η «Πανήγυρη». Το φαγητό που μοιράζονται οι παρευρισκόμενοι κάθε που γιορτάζει μια Εκκλησία. 

Μαγειρεύεται αργά-αργά για μια ολόκληρη νύχτα σε ένα μεγάλο καζάνι μέσα στο «Πανηγυρόσπιτο». Έτσι ονομάζουν το πετρόχτιστο δωμάτιο που είναι δίπλα ή κολλητά πάνω στον Ναό.

Παραμονή της γιορτής το απόγευμα αλλά και ανήμερα πρωί, στις ενεργές Σαντορινιές Εκκλησίες μοιράζουν ένα υπέροχο φαγάκι, γνήσιο και αγνό με τοπικά παραδοσιακά προϊόντα της εποχής. Είναι μερακλήδες οι ντόπιοι, έτσι ποικίλει το «μενού». 
Σ’ άλλον Άγιο θα φας φάβα, ντοματάκια, ελιές, σαρδέλα παστή κι άλλος θα σε τρατάρει λευκό τυρί, σταφύλι και άλλα πολλά. Εννοείται και κρασί!

Στο Ακρωτήρι, εκείνο το χωριό που σου έλεγα τις προάλλες, βρίσκεται μια Εκκλησία αφιερωμένη στη θηλυκή όψη, αυτή που δύναται να κυοφορεί Ανθρώπους και Θεούς και που έχει εμποτίσει βαθιά τη συνείδηση των Σαντορινιών. 

«Η Παναγιά μαζί σου!», μια τρυφερή μελωδικά ειπωμένη κουβέντα που ακούς συχνά, ιδιαίτερα από ηλικιωμένους, όταν σε χαιρετούν στο δρόμο, κι ας μη σε γνωρίζουν. 

Εδώ και δεκαετίες, κάθε Δεκαπενταύγουστο, ένας άνθρωπος με πρόσωπο που μοιάζει με καλό φεγγάρι, ετοιμάζει με τους βοηθούς του τα τσουκάλια με την Πανήγυρη. Φασολάκια μαυρομάτικα για την παραμονή, εκπληκτικό φαί, κρέας χοιρινό με πατάτες για ανήμερα.

Μάγειρας με το «Μ» κεφαλαίο, ο κύριος Μπάμπης (Χαράλαμπος) Βάλβης. Τον πλησίασα δειλά για να ρωτήσω πώς ακριβώς το φτιάχνει κι αυτός μου έσφιξε θερμά το χέρι και με κοίταξε στα ίσια με μάτια λαμπερά πλημμυρισμένα από τη χαρά εκείνου που νοιώθει εκπληρωμένος. 

Αυτή ακριβώς ήταν η απάντηση που χρειαζόμουν!

Έλα στην κουζίνα μου. Είπα να επιχειρήσω να φτιάξω σήμερα το πιάτο με τα μαυρομάτικα φασολάκια της φετινής Πανήγυρης στο Ακρωτήρι. 

Δεν είχε ρεύμα, είχε γίνει μια έκρηξη στο εργοστάσιο της Δ.Ε.Η κι έμεινε χωρίς φως το νησί. Ήταν πολύ ρομαντικά και κατανυκτικά, φαντάζομαι όπως παλιά. Πάντως, την ώρα που ξεκίνησε η περιφορά της Εικόνας έβαλε η Δ.Ε.Η. το... «χέρι» της και ήρθε για λίγο το φως.

Είπα «θα επιχειρήσω» να το ανασυνθέσω ή έστω να το προσεγγίσω γιατί, ακριβώς, δεν πρόκειται να το πετύχω. Εκείνο σιγοβράζει με τις ώρες, χυλώνει, ανακατεύεται με τις ευχές και την προσευχή κι έτσι η γεύση του γίνεται θεσπέσια. 

Είναι κάπως σαν το κρασί που, όταν το μεταφέρεις μακριά από τον τόπο του, ποτέ δεν θά ‘χει το ίδιο άρωμα και τη γεύση που δοκίμασες εκεί. Λίγο η ατμόσφαιρα, λίγο ο αέρας, λίγο η δική σου διάθεση και η στιγμή, το περιβάλλον, η φύση των ανθρώπων που συν-μετέχουν στην ιεροτελεστία… Όλα μαζί και το καθένα μόνο του, κάνουν τη διαφορά.

Σου τό ‘χω ξαναπεί… Ποιό είναι το μυστικό συστατικό που κάνει ένα φαγητό νόστιμο; Η Αγάπη.

Σκέψου τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα – προσπαθώ να το πω στη γλώσσα σου, εσένα που είσαι επιστήμονας και σου πέφτει λίγη ως εξήγηση η Αγάπη – τα κύματα, τα σωματίδια που μεταφέρονται στο τσουκάλι σου και γίνονται ένα με το φαγητό σου, ντε!

Η κβαντική επίδραση του παρατηρητή επάνω στο παρατηρούμενο, που κάθε φορά που γίνεται το ίδιο πείραμα… «θα μας τρελάνεις;», ρωτάει και τραβάει τα μαλλιά του ο επιστήμονας. Γιατί το αποτέλεσμα τού βγαίνει κάθε φορά αλλιώς.

Άλλο βλέπει ο Γιάννης, άλλο η Μαρία. Τό ‘πε κι ο Βούδας πριν 2.500 χρόνια: Ο παρατηρητής, το αντικείμενο της παρατήρησης και η  ίδια η πράξη της παρατήρησης είναι ένα - μια ολότητα.

Ξέρω, εσύ που είσαι νοικοκυρά θα μου πεις… «άλλος ο μανάβης, άλλα τα μαναβικά του, άλλο το νερό του κάθε τόπου, αυτό που μπαίνει στην κατσαρόλα» και τα λοιπά. Σωστό κι αυτό. Δίκιο έχει ο Βούδας, δίκιο έχεις κι εσύ! 

Τέλος πάντων, ας μαγειρέψουμε τώρα.
  

Τελικά, ντράπηκα να ζητήσω από τον μάγειρα να μου δώσει την ακριβή συνταγή. Μου φάνηκε πως θα ήταν ιεροσυλία εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε νομίζω είναι καλύτερα  ορισμένα πράγματα να παραμένουν μυστικά. 

Έτσι, με οδηγό την όραση και τη μύτη μου χρησιμοποίησα τα παρακάτω υλικά. Όμως το φαγάκι αυτό είναι αξιοσημείωτο και σου προτείνω να το δοκιμάσεις, να το γευτείς κι εσύ σε μια δόση σπιτική.


 ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ

1 πακέτο φασολάκια μαυρομάτικα
3 πατάτες
3 κρεμμύδια ξερά
3 μεγάλες ώριμες ντομάτες
Ελαιόλαδο
Κανέλα, 2 δαφνόφυλλα
Αλάτι, πιπέρι

Θα το σερβίρω με σαρδέλες παστές, ελιές και φρέσκο χωριάτικο ψωμί, να έχουμε για τις παπάρες!...


Μου αρέσει να μελετώ τις παραδόσεις. Μπορεί να μάθει κανείς πολλά για τη ζωή και για την ανθρωπότητα και ίσως έτσι καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του. 

Όταν ήμουν παιδί, είχα ένα αγαπημένο βιβλίο με λαϊκούς μύθους της Ελλάδας, υπέροχα εικονογραφημένο με χαρακτικά. Εσύ, αλήθεια, ξέρεις γιατί έχει αυτή τη «μελανιά» το Μαυρομάτικο;

Ήταν μικρό και άτακτο κι έτρεχε παίζοντας στον δρόμο. Κάποια στιγμή παραπάτησε, χτύπησε την κοιλίτσα του κι άνοιξε μια τρύπα, να! Έκλαιγε και έσκουζε το καημένο το Φασολάκι όταν το άκουσε ένας πονόψυχος ράφτης. Το πήρε, το έραψε με τη σακοράφα του και έγινε μια χαρά. Μόνο που του έμεινε αυτό το μαύρο σημαδάκι από τα ράμματα κι από τότε το φωνάζουν αλλού Μαυρομάτικο και αλλού Μαυρομύτικο. 

Αν βιάζεσαι, σήμερα από μαγειρική δεν έχω να σου πω κάτι άλλο. Μείνε όμως λίγο ακόμα γιατί έχω να σου πω κι άλλα - και σοβαρά και αστεία…

Λένε πως στη Σαντορίνη βρίσκονται οι περισσότερες ανά τετραγωνικό μέτρο Εκκλησίες στην Ελλάδα. Κάθε Άγιος του ημερολογίου, με τον Οίκο του. Ονόματα σπάνια και ξεχασμένα, εδώ τα τιμούν. Άραγε, τι να ώθησε τους ανθρώπους να χτίσουν τόσους ναούς και ξωκλήσια;

Να είναι ο φόβος; Έχει υποστεί τόσες επιδρομές αυτός ο τόπος. Παλιοί και σύγχρονοι πειρατές, πότε βάρβαροι με τη φωτιά και το μαχαίρι, πότε «εκπολιτιστές» με έναν σταυρό στο χέρι την επιβουλεύτηκαν. Μπαλάκι του πινγκ-πονγκ μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης.

Να είναι η προσδοκία; Κάποιοι πιστεύουν πως αν χρηματοδοτήσουν ένα από «τα έργα του Θεού», θα καπαρώσουν μια προνομιακή καρέκλα πλάι του στην άλλη ζωή. Δεν θα ήταν όμως δυσαρμονικό να τη βγάζουν «καθαρή» τόσο απλά μόνο όσοι έχουν φλουριά στην τσέπη; Και πού τα βρήκαν, ο τρόπος δεν μετράει;

Υπάρχουν Ναοί κτισμένοι σε ιδιόκτητα οικόπεδα που ανήκουν σε μια οικογένεια. Στα μάτια του επισκέπτη μοιάζουν ιδιωτικοί. Άκουσα πως σε αυτή την περίπτωση η Πολιτεία ίσως να συγχωρεί αν κάπου του… ξέφυγε του μηχανικού το μέτρο και η μάντρα πήρε «κατά λάθος» λίγα μέτρα από τον δρόμο.

Βαριά κουβέντα άνοιξα, θα μου πεις, κάνει και ζέστη. Θα βράσει το μυαλό σαν την Πανήγυρη, θα εκραγεί σαν το Ηφαίστειο. Θέλω όμως να σου πω για τη γενναιοδωρία...

Δεν είναι τυχαίο που σε τόσους λαούς συναντάει κανείς τη συνήθεια της ιερής τροφής σε μια πνευματική εορτή. Ίσως όμως η παράδοση αυτή να κρύβει κάτι παραπάνω.

Στα δύσκολα χρόνια της πείνας και της φτώχειας που σαν τα κύματα της θάλασσας έρχονται, φεύγουν, έρχονται και που, αν και μοιάζουν, ίδια δεν είναι ποτέ… ήταν και είναι μια λύση την ημέρα της γιορτής ώστε κανένας στην κοινότητα να μην πέσει για ύπνο πεινασμένος. Κάποιοι έτσι μπορούν να εξασφαλίσουν καθημερινά ένα πιάτο φαί. 

Είναι κι αυτή μια όψη της γενναιοδωρίας.

Η απληστία, από την άλλη, βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να έρθει ακάλεστη στη γιορτή. Έχει τόσα πρόσωπα, όσα κι οι χτύποι της καμπάνας που καλούν τους πιστούς. 

Τη βλέπεις που προσπαθεί να ισορροπήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια με τη δωδεκάποντη γόβα, φόρεμα εξώπλατο και φουντωτό μαλλί την ώρα που βγαίνει από ένα καμπριολέ-ολέ-ολέ το οποίο οδηγεί ένα... κουστούμι που «φοράει» έναν τύπο με χρυσό ρολόι-ολέ-ολέ! Και όλο ρίχνουν γύρω κλεφτές ματιές να δουν αν… τους βλέπουν οι συχωριανοί.

Έχει όμως και την αστεία εκδοχή της, η απληστία.

Πέντε-πέντε κουβαλούσε γνωστή Αθηναία τα κεσεδάκια με την Πανήγυρη σε κάθε χέρι, κόντευαν να της πέσουν. Πλούσια εισοδηματίας, που όμως αρέσκεται να διαδίδει πως είναι «πτωχή».

- Πού τα πας; Θα ταΐσεις τίποτα γριές που δεν μπορούν αν πάρουν τα πόδια τους; Τη ρώτησα, έτσι για πλάκα.
- … Εεε… όχι…τα πήρα για τα παιδιά… να φάνε κάτι σήμερα και αύριο, γιατί είναι άδειο το ντουλάπι μου… και ο άντρας μου δε μου δίνει λεφτά…

Μάλιστα! Υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι. Μα ένας Άγιος δίνει σε όλους.

Γενναιοδωρία είναι να δίνεις όχι μόνο αυτό που σου περισσεύει αλλά ακόμα και από το υστέρημά σου. Τότε δεν θα βιώσεις ποτέ ξανά το αίσθημα, την ιδέα της φτώχειας. 

Φτωχός γίνεσαι όταν δίνεις κάτι με τη σκέψη πως κάτι χάνεις. Αν προσφέρεις με τρόπο φυσικό χωρίς να ξεχωρίζεις τον δότη από τον παραλήπτη, τότε ακόμα και το ελάχιστο, το λιγοστό γίνεται αμέτρητος πλούτος. Γιατί όλο το παιχνίδι μέσα στο νου μας παίζεται.

«Γενναίοι» όσοι «δωρίζουν» δίχως να γνωρίζουν αν θα έχουν οι ίδιοι να φάνε κάτι αύριο. Μα σαν το μπούμερανγκ ό,τι στέλνουν στον κόσμο, αυτό ακριβώς και θα γυρίσει πίσω...


Το σπίτι μου είναι για σένα πάντα ανοιχτό. 
Σε περιμένω να ξανάρθεις.


Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Γιά φαντάσου η λέξη απληστία να γραφόταν «Απ! – Ληστεία!»…


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!