Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΑΣ
(Όταν αποφασίζει η καρδιά)
Μας κάλεσαν οι φίλοι μας να
σμίξουμε στη θαλασσινή βεράντα τους, που μοιάζει με πλώρη καραβιού, να φάμε φρέσκα
ψάρια στα κάρβουνα. Έμαθα πως είναι πιο νόστιμα να τα ψήνεις με τα λέπια. Κρατάνε έτσι όλη τη γεύση και το ζουμί...
Είναι φαγανά παιδιά οι φίλοι μας, λες κι
είναι ακόμα πάνω στην ανάπτυξη. Όταν λένε «ψάρια», δεν εννοούν αυτό που λέμε
εσύ κι εγώ. Στην καθισιά τους, μαζί με την ορεξάτη παρέα τους που συναθροίζεται
για… συμπαράσταση, καταβροχθίζουν ολόκληρη την ψαριά, μαζί και το καλάθι του
ψαρά!
Δεν υπάρχει χρόνος, σου το
‘χω ξαναπεί, μα δεν βαριέμαι να το λέω. Πώς περάσανε τόσα χρόνια απ’ αυτή τη
φωτογραφία;
Πότε μεγαλώσαμε… γιατί νιώθουμε ακόμα και τώρα μερικές φορές τόσο «παιδιά»;
Κάπου θα πρέπει να βρίσκει χαραμάδες – δεν εξηγείται αλλιώς – κι από κει μέσα
ξετρυπώνει πού και πού τούτο το ανήσυχο μικρό. Τις περισσότερες φορές
απρόσκλητο, το άτιμο.
Σήμερα, θυμήθηκα ένα
περιστατικό, απ’ αυτά που σημαδεύουν για πάντα τον άνθρωπο… Αν έχεις δυό λεπτά,
κάτσε να σου πω. Πρέπει να ήτανε το 1972, στον Πόρο. Το γνωρίζεις αυτό το νησί;
Ένας μικρός παράδεισος στον Αργοσαρωνικό, κι αν δεν έχεις πάει, να πας!
Το θυμήθηκα αμέσως, μόλις
είδα αυτές τις πεταλίδες στο πιάτο. Τις έβγαλε ο Μάρκος για ορεκτικό όσο
ψήνονταν τα ψάρια μαζί με ένα μπουκάλι απ’ το κρασί του.
Πεταλίδες!... Με πήγαινε η
μάνα μου, όταν ήμουν μικρή, να τις ξεκολλήσουμε από τα βράχια. Είχαμε βαφτίσει «δικό
μας» έναν απομονωμένο κόλπο στο Ασκέλι του Πόρου.
Πηγαίναμε βράχο-βράχο κάθε
πρωί κολυμπώντας με τα βατραχοπέδιλα μας, ξυστά στην ακτή. Μόλις βρίσκαμε μια πεταλιδοφωλιά,
κάναμε τη δουλειά μας με ένα μικρό μαχαιράκι. Είχαμε και μισό λεμόνι, τις
ξεπλέναμε απ’ το θαλασσινό νερό και τις τρώγαμε επιτόπου.
Παραθερίζαμε στον Πόρο πέντε
συνεχόμενα χρόνια, σ’ ένα δωμάτιο που νοικιάζαμε από μια ντόπια κυρία. Έναν
ολόκληρο μήνα. Παίρναμε μαζί και τη γάτα, ν’ αλλάξει κι αυτή τον αέρα της. Αύγουστος
ήταν… Κι άκου να δεις φίλε μου, πώς συλλογάται το μυαλό του ανθρώπου – και
ειδικά το μυαλό του μικρού ανθρώπου!
Ήμουν παιδάκι άταχτο, όσο
δεν πάει ο νους σου. Για να καταλάβεις, αντί για «Ευαγγέλιο» είχα στο κομοδίνο
μου τον «Τομ Σόγιερ» του Μαρκ Τουέν. Πέντε φορές το μελέτησα, μπορώ να σου το
πω απέξω κι ανακατωτά.
Έβγαζα που λες κανονικό μεροκάματο με υπερωρίες, να
σκέφτομαι όλη μέρα φάρσες, πονηριές, κάθε λογής σκανταλιές.
Μοναχοπαίδι βλέπεις, στον
κόσμο των «Μεγάλων» - σκέτη πλήξη! Μα τι ανόητοι που φαντάζουν οι «Μεγάλοι» στα
μάτια ενός παιδιού, θυμάσαι; Ή τώρα πια κάνεις πως ξέχασες, μεγάλωσες κι εσύ;…
Όλο κουτσομπολιό κι όλο για λεφτά, δουλειές, πολιτική μιλάνε. Λες και θ’
αλλάξει κάτι αν συνεχίσουν να μιλάνε έτσι, καθισμένοι στην καρέκλα τους.
Ούτε
τη θάλασσα που λαμπυρίζει, ούτε τα αστέρια, ούτε το ολόγιομο φεγγάρι βλέπουν
μερικές φορές.
Να μη σου τα πολυλογώ, ήμουν
8 χρονών όταν είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν αληθινό ψαρά, με σάρκα και
οστά.
Σπουδαίος μου φάνηκε! Καουμπόικο καπέλο, ήταν αμερικανόφιλοι οι Γραικοί τότε.
Μαλλί χαίτη, να ανεμίζει μέχρι τους ώμους. Γυμνός από πάνω, να φαίνονται τα
γυμνασμένα μπράτσα και οι θωρακικοί. Σορτσάκι τζην ξεφτισμένο από την χρήση,
όχι τεχνητά όπως τώρα. Σφιχτός-σφιχτός και ζουμερός.
Και δεν σου είπα το
σημαντικότερο: το παλικάρι κρατούσε καλάμι!
Καθόταν στη μικρή
προβλήτα, εκεί που άραζαν οι βάρκες μπροστά στο σπίτι μας, κάτω από τον καυτό
μεσημεριανό ήλιο, δίχως αντηλιακό, με τα πόδια μέσα στο νερό. Ζύμωνε με τις
χερούκλες του δόλωμα. Ψωμί με φέτα. Δίπλα του, στο καλάθι, άφηναν την τελευταία
τους πνοή δυό ψαρούκλες να! - με το συμπάθιο! Ζύγωσα δειλά-δειλά. Κόντρα στο
φως, έμοιαζε αρχαίος Θεός. Ηλιοκαμμένος Θεός!
«Κι εγώ!»
έσκουξε μια φωνή μέσα μου «Θέλω κι εγώ να
γίνω Θεός!»
Μιά και δυό, πάω στη μάνα
μου. Τη βρίσκω να ετοιμάζει να τηγανίσει πατάτες.
«Θέλω να γίνω ψαράς!» της λέω.
«Χα-χα-χα!» …γέλασε.
Μωρέ, θέλω στ’ αλήθεια να
γίνω ψαράς, δεν το κατάλαβες! Γκρίνια, μίρλα, της πήρα το κεφάλι με τη μουρμούρα
μου - είμαι αξεπέραστη σ’ αυτό. Ώσπου, τι να κάνει η γυναίκα, λύγισε σαν το
καλάμι.
Ξεκινάμε, πάμε με τον
Σκαραβαίο το Φολκσβάγκεν στην κεντρική αγορά. «Πού πουλάνε καλάμια;»… «Από ‘δώ». Διαλέγω ένα, το πιο φανταχτερό,
και βουρ στην προβλήτα. Στρώνομαι με το εργαλείο μου δίπλα στον «Θεό» μ’ ένα δικό
μου σακουλάκι ψωμιά. Γελούσαν ως και τα μουστάκια του αλλά νά ‘ναι καλά ο
άνθρωπος, αν ακόμα βρίσκεται, μου έδειξε.
Θα πρέπει να πέρασε καμιά
ώρα. Αυτός, τα μάζεψε, έφυγε με το καλάθι του γεμάτο. Εγώ, είχα καλοταΐσει
πέντε- έξι κοπάδια ψάρια και μου τέλειωνε το δόλωμα.
Είχα ψοφήσει απ’ τη ζέστη
και τον ιδρώτα, κόντευα ν’ ανεβάσω πυρετό αλλά εκεί! Δε με ξέρεις καλά εμένα.
Είναι να μη μου καρφωθεί μια ιδέα. Ή ταν ή επί τας!
Σιγοπέθαινα, που λες, πάνω
στο άνθος της ηλικίας μου όταν… ΤΣΟΥΠ! Ή μάλλον… ΤΣΙΜΠ! Ξαφνικά κάτι άρχισε να
τραβάει. Πέρα-δώθε τίναζα το καλάμι, πανικός!
Μισή μέρα «ψάρευα» αλλά αυτό…
ειλικρινά, δεν το περίμενα! Δεν είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά για τη μεγαλειώδη
στιγμή.
Γιατί, ως γνωστόν, άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη…
Αμάν! Τι κάνουμε
τώρα; Τι είχε πει ο «Θεός»; Πούνετος τώρα που τον χρειαζόμαστε;…
Δεν ξέρω πως και τι έγινε
ακριβώς, πάντως μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, που εμένα μου φάνηκαν αιώνες,
βρέθηκα να κρατώ στην παλάμη μου ένα ψαράκι τόσο δα.
Ούτε καρχαρίας, ούτε
ξιφίας, ούτε σολομός, ούτε συναγρίδα, ούτε τσιπούρα, ούτε σαργός, ούτε
μπαρμπούνι, ούτε γόπα, τίποτα, ούτε καν μαρίδα…
Ένα πραματάκι μικρό σαν
μινιατούρα-μπρελόκ να σπαρταράει στα χέρια μου σαν τρελό, να με κοιτάει στα
μάτια με βλέμμα απορημένο, μ’ όλη την αγωνία του σύμπαντος κόσμου μαζεμένη μέσα
σε δυο μικρά γυαλιστερά κι αλμυρά – άραγε από το κλάμα; - ματάκια…
Αυτό ήταν! Το κορμί μου
ρίγησε κι η καρδιά μου ράγισε. Τι έκανα, ο εγκληματίας; Την ώρα εκείνη, στον
πλανήτη Γη δεν υπήρχε ον πιο άθλιο από εμένα. Από ηθικής πλευράς. «Γιατί το σκότωσες;!!!» ούρλιαζε απαίσια
μες στ’ αυτιά μου μια φωνή - ξέρεις, αυτή η ενοχλητική φωνή που ξεπετάγεται
κάθε που κάνεις μια βλακεία.
Το κοιτούσα. Με κοιτούσε.
Έτρεμα. Σπαρταρούσε. «Φρίκη!... Τι να
κάνω τώρα, μανούλα μου;» Με χέρια τρεμάμενα το έβγαλα όπως-όπως από τ’
αγκίστρι.
Δεν ξέρω αν έζησε κι αν έζησε
τι θα λέει τώρα για μένα… πάντως εγώ, εκείνη την ώρα έκανα το μοναδικό που
ένιωσα μέσα μου φυσικό. Το πέταξα πίσω στη θάλασσα και του ζήτησα και ταπεινά
συγνώμη.
Από τότε, δεν ξαναψάρεψα
ποτέ.
Θέλεις να μάθεις τι έγινε
μετά; Γύρισα σπίτι στη μάνα μου κι έφαγα τις τηγανιτές πατάτες κρύες.
«Πώς πήγε το ψάρεμα;»
«Καλά»
απάντησα.
Κι από το ύφος μου όλοι
κατάλαβαν πως δεν σήκωνα άλλη κουβέντα σχετικά με το θέμα αυτό…
Μπορείς να με πεις
υποκρίτρια, επειδή δεν είμαι χορτοφάγος. Να μου μιλήσεις για την αλυσίδα της
παραγωγής, της ζήτησης, της κατανάλωσης. Δίκιο έχεις κι εσύ. Πάντως, ένα ξέρω.
Αν για να φάω χρειαστεί να σκοτώσω ένα ζωντανό που με κοιτάει στα μάτια, δεν θα
το κάνω. Όχι επειδή είμαι «καλός άνθρωπος». Απλώς, δεν μπορώ. Προς το παρόν παραμένω
ένα άθλιο ον και με βλέπω χορτοφάγο αν τύχει και ναυαγήσω σε κανένα έρημο νησί.
Αλλά, ποτέ δεν ξέρεις…
Με αγάπη,
Η θεία Μαριλίζ
ΥΓ. Πάντως, τα ψάρια που μας φίλεψαν οι φίλοι μας η Ρούλα
και ο Μάρκος ήταν από τα καλύτερα και δεν έμεινε λέπι. Και οι φίλοι μας... "καλυτερότεροι"!
* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες
του blog
για
να ενημερώνεστε πρώτοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας