ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΠΟΥΓΚΙΑ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΑ
ΑΥΓΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΡΝΙΟΥ
(Μια πρωτότυπη δική μου συνταγή με πρώτη εκτέλεση
το Πάσχα του 2014)
Καλωσόρισες στο σπίτι μας
και χρόνια πολλά!
Ωραία τα ελληνικά έθιμα, αλλά
η όρεξή μας μεγαλύτερη από την κοιλιά μας. Και τώρα, ποιός θα τα φάει τόσα
βαμμένα αυγά;
Μη στενοχωριέσαι, η θεία
Μαριλίζ σου έχει τη λύση. Κάτι διαφορετικό. Μετά το Πάσχα ακολουθούν κι άλλες
γιορτές. Του Αη Γιώργη, του Μάρκου, της Ελισάβετ, της Ζωοδόχου Πηγής. Φτιάξε αυτό
το ορεκτικό και θα κάνεις εντύπωση.
* Αν βαριέσαι να μαγειρεύεις αλλά σου
αρέσουν οι ιστορίες, πήδα τη συνταγή και διάβασε στο τέλος!
Θα χρειαστείς τετράγωνα
κομμάτια από χωριάτικο φύλλο. Καλύτερα φρέσκο (ψυγείου). Άλειψέ τα καλά με
ελαιόλαδο και από τις δυο πλευρές.
Πάρε 1 ωραία φρέσκια
πιπεριά (πράσινη ή κόκκινη) και κόψε λεπτές ροδέλες. Σοτάρισέ τη σε λίγο
ελαιόλαδο και μόλις κρυώσει βάλε από μια στο κέντρο του κάθε φύλλου.
Ρίξε επάνω 1 γεμάτη κ. γλ.
τριμμένο κίτρινο τυρί. Όποιο σου αρέσει, φτάνει να λιώνει στο ψήσιμο.
Τοποθέτησε σε αυτό το
μαλακό «στρώμα» μισό βρασμένο αυγό, με τον κρόκο προς τα πάνω.
Βάλε 3 κουμπάκια κάπαρη
για πικάντικη γεύση.
Κάλυψε με 1 γεμάτη κ. γλ.
τριμμένο κίτρινο τυρί και τρίψε λίγο μαύρο πιπέρι με τον μύλο.
Πιάσε το φύλλο από τις
άκρες και σφίξε στο κέντρο για να σχηματίσεις ένα πουγκί. Δέσε το με το πράσινο
μέρος από ένα φρέσκο κρεμμυδάκι.
Ψήσε τα πουγκιά σε
προθερμασμένο φούρνο μέσα σε ένα ρηχό ταψί στους 160ο C για
25’ ή ώσπου να ροδοκοκκινίσουν. Καλή επιτυχία!
Να τα σερβίρεις ζεστά βάζοντας
σε κάθε ατομικό πιατάκι 1 κ. σ. πικάντικη μουστάρδα.
Θα κάνω μια εξαίρεση
σήμερα. Λόγω της ημέρας, η ιστορία που θα σου διηγηθώ έπεται της συνταγής. Αν
αντέχεις κι έχεις δυο λεπτά, διάβασε.
Το αρνάκι μου γλύτωσε τη
σφαγή του Πάσχα. Κάθε χρόνο τη βγάζει καθαρή γιατί είναι βλέπεις «σπιτικό». Το
όνομά του είναι Αρνούκος Τζιτζιφιόγκος. Τον έχω από έξι χρονών. Μου έραβε η
μητέρα μου παιχνίδια με κάτι πατρόν που έφερε από το Παρίσι. Γι’ αυτό το αρνί είχαμε
οργώσει τότε την Ερμού και την Αιόλου μέχρι να διαλέξω τη γούνα του, τη λευκή
δερματίνη για τα πέλματα και το κολάρο του, το κουδουνάκι και τα μάτια του. Τα
μάτια του! Αχ, αυτό το βλέμμα…
Ήταν λίγες μέρες πριν από
το Πάσχα, όταν έγινε το περιστατικό. Ήμασταν στις Σπέτσες. Θα πρέπει να ήμουν τότε
8 ετών. Καθόμασταν σε ένα παγκάκι της παραλίας απολαμβάνοντας τη θαλασσινή αύρα
και τη ανοιξιάτικη λιακάδα. Ένα φορτηγό ήρθε και στάθμευσε μπροστά στο μαγαζί απέναντι.
Πάνω στην καρότσα, έξι αρνάκια. Άσπρα και παχιά, της μάνας τους καμάρι.
Πλησίασα να δω. Πάντα μου άρεσαν τα μαλλιαρά ζώα κι αυτά εδώ έμοιαζαν στον
Αρνούκο μου, μόνο που ήταν ζωντανά.
Ο οδηγός πήδηξε επάνω στην
καρότσα και βίαια, με αγριοφωνάρες άρχισε να τα σπρώχνει, ενώ ο βοηθός του τα
τραβούσε από κάτω να κατέβουν. «Πού τα
πάτε;» ρώτησα. Τότε, πρόσεξα την ταμπέλα του μαγαζιού: Κρεοπωλείο.
Ένα κύμα φωτιάς πλημμύρισε
το μέσα μου, από τα δάχτυλα των ποδιών μέχρι τις τρίχες το κεφαλιού. Το κορμί
μου άρχισε να τρέμει, από τα μάτια μου πήδησαν δάκρυα. Άρχισα να ουρλιάζω με
όλη μου τη δύναμη, χτυπιόμουν στη μέση του δρόμου. Εκλιπαρούσα να μην τα
σφάξουν-να μην τα σφάξουν-να μην τα σφάξουν!
Με κοίταζαν οι περαστικοί με
απορία. Πετάχτηκε έξω κι ο χασάπης με την ποδιά ματωμένη σαν χειρουργός και τον
μπαλτά στο χέρι να δει τι στο καλό συμβαίνει. Τι έπαθε έτσι στα καλά καθούμενα αυτό
το μικρό παιδάκι με τους φιόγκους και τις κοτσίδες και κάνει σαν δαιμονισμένο;
Μάταια προσπαθούσε η μάνα
μου να με συνεφέρει. Αδύνατο να σταματήσω το κλάμα και το ουρλιαχτό. Δεν
μπορούσα να δεχτώ πως αυτά τα πανέμορφα ζώα, που τώρα βέλαζαν μπροστά μου, σε
λίγο θα κρέμονταν γδαρμένα από το τσιγκέλι, όπως τα υπόλοιπα που έβλεπα στη
βιτρίνα του μαγαζιού. Χρειάστηκαν δυο-τρεις άντρες για να με τραβήξουν μακριά.
Γύρισα, κοίταξα μια τελευταία φορά. Και τότε, το υγρό βλέμμα του παιδιού
συνάντησε το υγρό βλέμμα του αρνιού. Το βλέμμα ενός αληθινού, ζωντανού αρνιού. Με
ένα, εδώ και χιλιετίες, αναπάντητο ερωτηματικό.
Δεν έχω σκοπό να σου
μαυρίσω την ψυχή. Έπειτα, ξέρω τι θα μου πεις. Και τα μοσχάρια, και τα
γουρούνια, και τα κοτόπουλα, και τα κουνέλια, και τα ψάρια, και τα «κυνήγια»,
και τα πουλιά;… Όλα νιώθουν, πονάνε κι έχουν ζωή.
Δεν είμαι ακόμα
χορτοφάγος. Κι αυτό δεν ήταν το… μνημόσυνο του αρνιού. Έχει λιακάδα σήμερα, κι
είναι μια όμορφη Κυριακή του Πάσχα. Είναι πολλοί οι Έλληνες που σε λίγο θα
χορέψουν γύρω από τον οβελία, θα πιουν κρασί και θα ξεκοκαλίσουν το παραδοσιακό
ψητό αρνί. Κάποιοι μάλιστα ίσως αφήσουν την τελευταία τους πνοή στο πασχαλινό
τραπέζι από το πολύ φαί.
Απλά, αυτή ήταν άλλη μια
αληθινή ιστορία.
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
Υ.Γ. Κι αν δεν μπορεί
κανείς να σταματήσει να τρέφεται με ζώα, ίσως μπορεί να αντιμετωπίσει μέσα του
την απληστία. Σε όλα τα επίπεδα. Να φάει τόσο, όσο πραγματικά χρειάζεται για να
ζήσει σήμερα.
*
Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας