Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ: ΦΑΒΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ

ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ: 

ΦΑΒΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ

(Μια αυθεντική ιστορία)
Καλωσόρισες στο σπίτι μου. Πέρνα μέσα και κάθισε αναπαυτικά γιατί σήμερα θα σου διηγηθώ μια περιπέτεια που μου έχει μείνει αλησμόνητη. Θα σου μάθω και πώς να μαγειρεύεις τη Σαντορινιά φάβα.

Είχα πριν χρόνια την τύχη να με μυήσει στην παραδοσιακή αυτή τεχνική μια συμπαθητική γιαγιά από το Εμπορείο. Μια Μποριανή που τώρα πια, θα «κουβεδιάζει» με τις φίλες της… στο «Αλλού».
Η αληθινή Φάβα Σαντορίνης δεν μοιάζει με καμία άλλη του εμπορίου. Η γεύση της είναι αλλιώτικη, πιο «άγρια» και πιο «πλούσια». Όπως είναι το νησί που τη γεννάει. Οι ειδικές κλιματολογικές συνθήκες, το ηφαίστειο που κάποτε έλουσε το έδαφος, η ελαφρόπετρα που ρουφάει την πάχνη του ουρανού τη νύχτα. Το χρώμα της διαφέρει, συνήθως είναι πιο σκούρα. Αν τη ζωγράφιζα, θα έβαζα στο πινέλο μου μαζί με το κίτρινο της ώχρας μερικές σταγόνες μπεζ και λίγο πράσινο.

Μου άφησε πεθαίνοντας η γιαγιάκα μου συμπλήρωμα στην προίκα μου ένα διαμέρισμα στις εργατικές πολυκατοικίες στο Περιστέρι. Το πούλησα στους ενοικιαστές και με τις 6.000.000 δραχμές που έπιασα έκανα την καλύτερη επένδυση της σπάταλης ζωής μου. Αγόρασα από έναν καλό άνθρωπο ένα σπίτι στον παραδοσιακό οικισμό του χωριού – χτισμένο λίγο μετά το 1.700 μ.Χ. παρακαλώ. Το σπίτι ήταν σε φάση αποσύνθεσης. Γι αυτό οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες έφυγαν τρέχοντας προς την Περίσα, γι αυτό και ήταν τόσο φτηνό.

Λευκή σκόνη, σοβάδες, ακόμα κι ολόκληρα κομμάτια έπεφταν στο κεφάλι σου, μέρα και νύχτα. Παντού. Στη σάλα, στην κουζίνα και στο τραπέζι της κουζίνας την ώρα που καθόσουν να φας. Στην κρεβατοκάμαρα. Ξυπνούσες το πρωί με τα μαλλιά και το πρόσωπο σκεπασμένα με λευκή πούδρα. Λεφτά πολλά δεν είχαμε για να αναθέσουμε σε κάποιον εξ ολοκλήρου την επισκευή. Οπότε βρήκαμε έναν μάστορα και πήραμε την απόφαση να κάνουμε μόνοι μας ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς.

Το πρωί, από τις 7, δούλευε ο μάστορας μαζί με τον γιο του. Το απόγευμα και μέχρι να νυχτώσει αναλαμβάναμε με τα χέρια μας την υπόλοιπη «καταστροφή». Πιάναμε από ένα σκεπάρνι με τον άντρα μου κι αρχίζαμε τα ντούπου-ντούπου μέχρι να πέσουμε κάτω ξεροί. Οι τοίχοι σ’ αυτά τα πέτρινα σπίτια έχουν μισό μέτρο πάχος. Με τα λεπτοδάχτυλα χεράκια μου έσκαψα μερικά ντουλάπια μισό μέτρο ύψος στον τοίχο, που ήταν μπαζωμένα από τις προηγούμενες γενιές. Εκατό κιλά μπάζα – κυριολεκτικά, μετρημένα – τα μετέφερα με τα χεράκια μου μέχρι το φορτηγό στο πάρκινγκ, που ήταν εκατό μέτρα μακριά.

Η πλάκα ήταν πως οι φίλοι νόμιζαν πως κάνουμε διακοπές. Κανείς δεν φανταζόταν πως θα μπορούσα ποτέ να δουλέψω σαν μάστορας, κορίτσι πράμα. Μέχρι και τσιμέντο έμαθα να ζυμώνω. Αλλά στη μπατανόβουρτσα ήμουν η πρώτη του χωριού! Ο κουβάς ήταν ασήκωτος. Όμως με τι στυλ, με τι παλμό, σαν άλτης επί κοντώ, τη βούταγα μέσα στον δεκάκιλο με τη μπογιά, έπαιρνα φόρα κι έτρεχα για να μη μου φύγει η μπογιά στο δρόμο ώσπου να φτάσω στον τοίχο απέναντι. Και πλάτσα-πλούτσα!

Μια νύχτα… δεν θα την ξεχάσω ποτέ τη νύχτα αυτή!

Ο άντρας μου είχε επιστρέψει στην Αθήνα γιατί έπρεπε να πάει στη δουλειά. Είχα μερικές ακόμα ελεύθερες μέρες κι έτσι έμεινα στο νησί να συνεχίσω το βάψιμο. Από το πρωί δεν είχα σταματήσει ούτε για φαί. Στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Η αγορά ήταν, είπαμε, εκατό μέτρα μακριά. Όσο για την ανηφόρα… Σου έχει τύχει ποτέ δουλεύοντας να πωρωθείς τόσο, που να ξεχάσεις να πιείς ακόμα κι ένα ποτήρι νερό;

Δέκα η ώρα, σκοτάδι παντού, μόνο μια λάμπα να φέγγει στην αυλή. Κάποια στιγμή που έβαφα μια από τις καμάρες, ζαλίστηκα. Λίγο η μυρωδιά από τη μπογιά, λίγο η κομμάρα από την πείνα. «Αυτό είναι», λέω, «εδώ σ’ αυτή την ιστορική αυλή θ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου». Και δεν ήταν και κανείς κοντά να με μαζέψει να με πάει στο νεκροταφείο. Θα με τρώγαν οι κατσαρίδες. Έρημη η γειτονιά, ακατοίκητα, εγκαταλειμμένα και μισογκρεμισμένα τότε γύρω τα πιο πολλά σπίτια. Μου ήρθε να βάλω τα κλάματα.

Τότε θυμήθηκα τη γιαγιά μου. Πού 20 χρονών – σου το’ χω διηγηθεί άλλη φορά -  έχτισε μια παράγκα μόνη της κουβαλώντας και κουτρουβαλώντας κοτρώνες από τον Λυκαβηττό. «Είμαι 25% Ηπειρώτισσα», σκέφτηκα «Δεν θα λυγίσω! Δεν θα ψοφήσω ασπρίζοντας ένα σπίτι στη Σαντορίνη». Άλλωστε, αυτό θα ήταν ένα πολύ άδοξο τέλος για την παρούσα ενσάρκωσή μου.
Πήρα βαθιές ανάσες, έκανα και την προσευχή μου, έπιασα το κοντάρι και συνέχισα. Έβαψα όλο το εσωτερικό της αυλής σε μια νύχτα. Λίγο πριν το ξημέρωμα, μπήκα στην κρεβατοκάμαρα, σύρθηκα μέχρι το κρεβάτι παραπαίοντας, κι έπεσα με τα μούτρα στο κρεβάτι χωρίς να τραβήξω τα σκεπάσματα. Άπλυτη, έτσι όπως ήμουν, με τα ρούχα της δουλειάς. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα, θυμάμαι, ήταν ένα κοκόρι που λαλούσε.

Καλά λένε, αν δεν παντρέψεις κι αν δεν χτίσεις σπίτι δεν έχεις γευτεί τη ζωή.

Εκείνο το βράδυ, πρέπει να λιποθύμησα μόλις έπεσα στο κρεβάτι. Την άλλη μέρα, σε λίγες ώρες δηλαδή, σηκώθηκα και κίνησα να πάω να βρω κάτι να φάω. «Κα ω Μαρουλία» μου φώναξε μια γειτόνισσα καθώς κατέβαινα περνώντας από το «ριμίδι» του σπιτιού της. «Ήφαες;». Από το παράθυρο της ξεγλιστρούσε μια υπέροχη θερμή μυρωδιά. «Μάγκουμου» μπορούσα να ξεφύγω. Με μπάζει μέσα στην αυλή και μου φέρνει λίγη φάβα σ’ ένα πιατάκι να δοκιμάσω. Έπειτα, μου έδωσε και τη συνταγή.


ΦΑΒΑ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗ!

ΥΛΙΚΑ

1 φλιτζάνι φάβα
4 φλιτζάνια νερό
1 κρεμμύδι ξερό
½ φλιτζάνι ελαιόλαδο
Αλάτι, πιπέρι

Για το σερβίρισμα:
1 λεμόνι
1 κρεμμύδι ξερό κομμένο

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Καθαρίζω προσεχτικά τη φάβα από πετραδάκια και ηφαιστειακή τέφρα ή κομματάκια ελαφρόπετρα που μπορεί να έχει από το χωράφι. Την πλένω σε άφθονο νερό και την ξεπλένω μέχρι να μη βγαίνει θολό νερό. Τη βάζω σε μια μεγάλη βαθιά κατσαρόλα μαζί με το μετρημένο κρύο νερό. Ανάβω τη φωτιά (το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας στο 1). Ξαφρίζω κάθε λίγο με τρυπητή κουτάλα μέχρι να μη βγαίνει αφρός. Τότε ρίχνω μέσα το 1 κρεμμύδι καθαρισμένο από τα φλούδια και χαραγμένο. Σκεπάζω την κατσαρόλα με το καπάκι και αφήνω τη φάβα να σιγοβράσει για 4 ώρες. Αν κοχλάζει έντονα χαμηλώνω κι άλλο τη φωτιά. Προς το τέλος ανακατεύω με ξύλινη κουτάλα για να μην πιάσει στο πάτο της κατσαρόλας. Λίγο πριν την κατεβάσω από τη φωτιά προσθέτω το αλάτι, το πιπέρι και το ελαιόλαδο. Θα έχει γίνει από μόνη της σαν κρέμα-αλοιφή και δεν θα χρειαστεί να την περάσω από μύλο ή να τη βάλω σε μίξερ.

Ζεστή, η φάβα είναι σαν ρευστός χυλός. Μη σε ανησυχεί. Μόλις κρυώσει, θα πήξει. Κλασσικά, σε όλη την Ελλάδα, συνήθως στο σερβίρισμα βάζουν λεμόνι, ωμό ελαιόλαδο και ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Μπορείς όμως να τη σερβίρεις με ντοματάκι Σαντορίνης λιαστό και κάπαρη.

Αλλά, αν έχεις χρόνο και κέφι, στόλισέ τη. Στη φωτογραφία έκανα μια... «υπερπαραγωγή». 

Προσπάθησα να συνθέσω τον χάρτη της Σαντορίνης με τα Ηφαίστεια, την Παλιά και τη Νέα Καμένη, και τη Θηρασιά, το νησάκι απέναντι. Στο κέντρο, στην Καλντέρα, έριξα λάδι: η θάλασσα! Στον κρατήρα του Ηφαιστείου έριξα λίγο κόκκινο ταμπάσκο καφτερό: η λάβα! Οριοθέτησα τους τράφους και τις ακτές με καπαρόφυλλα τουρσί και έβαλα πάνω κάπαρη εκεί όπου κανονικά βρίσκονται τα χωριά. Η Οία, τα Φηρά, το Ημεροβίγλι,το Φηροστεφάνι,  η Μεσαριά, το Καμάρι, η Περίσα, το Ακρωτήρι, κι όλα τα άλλα και φυσικά… το Εμπορειό μας! Εκεί που ζουν μερικοί από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Οι αδελφικοί φίλοι μου!

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ

Υ.Γ. Υπόψιν ότι με ένα παρόμοιο «γλυπτό», «μακέτα» πήρε κάποτε η μάνα μου το πρώτο βραβείο σε ένα διαγωνισμό ερασιτεχνικής μαγειρικής κάποτε στο Παλαιό Ψυχικό. Να τα λέμε κι αυτά!

* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!


ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας