ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΙΒΟΥ ΜΕ ΧΡΥΣΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ ΚΑΙ…ΦΑΚΕΣ ΠΟΥΡΕ
Πουρές από φακές στο πιάτο της γιαγιάς |
Ήρθες πάλι, πουλάκι μου;
Πέρνα μέσα! Για τις φακές της γιαγιάς μου σου έχω ξαναπεί. Σε μορφή πουρέ όμως,
τις έχεις δοκιμάσει; Είναι… καλοκαιρινή βερσιόν.
Σήμερα θα σου πω για εφηβικές
περιπέτειες στον στίβο. Πως έγινε και πήρα κάποτε με μια απίστευτη άνεση το χρυσό
μετάλλιο στο άλμα σε μήκος.
Άλμα εις Μήκος Απονομή
Αθήνα 1980
|
Από την πρώτη
μέρα που πάτησα το πόδι μου στο Γυμνάσιο, ενθουσιάστηκα με τον στίβο. Αυτός ο
έρωτας κράτησε μέχρι που αποφοίτησα. Παθιάστηκα. Δεν υπάρχει καλύτερο πεδίο
ανταγωνισμού για τον νέο άνθρωπο από τον αθλητισμό. Κάτω από την ποδιά φορούσα
την αθλητική μου φόρμα. Στο μεγάλο διάλειμμα, μόλις χτυπούσε το κουδούνι,
έτρεχα έναν γύρο κι επέστρεφα στην τάξη λαχανιασμένη, με τη γλώσσα έξω.
Τα περισσότερα
Δημόσια Σχολεία δεν είχαν τέτοιες πολυτέλειες. Ένα τσιμεντένιο προαύλιο (όπως
στις Φυλακές), μια μπασκέτα, άντε και μια μπάλα. Εμείς, χλιδή! Ήταν πρότυπο το
σχολείο. Εκατοντάδες μέτρα για τρέξιμο, σκάμμα για μήκος, ακόντιο, σφαίρα,
μπάσκετ, βόλεϊ, μονόζυγο…
Στο ολοκαίνουριο τότε Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας
Σχολικοί Αγώνες Ν.Α. Αττικής
|
Η γυμνάστρια ήθελε να με
βάλει στην ομάδα του μπάσκετ. «Είσαι
μαύρη και ψηλή», μου έλεγε «εσύ μπάσκετ
πρέπει να κάνεις!». Έλα όμως που δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το σπορ. Ξεγλιστρούσα
και πήγαινα να παίξω βόλεϊ. Αυτό μάλιστα! Έπιανα θέση μπροστά, δεξί καρφί, κι
αλίμονο σ’ όποιον ήταν από την άλλη πλευρά. Κάρφωνα αλύπητα, χτυπούσα με τόση
δύναμη που μερικές φορές έσκυβαν και κάλυπταν με τα χέρια τα κεφάλια τους.
Ένα ωραιότατο κρεμμύδι! |
Είδε κι απόειδε η
γυμνάστρια, «καλά, έλα να σε βάλω στο
άλμα εις ύψος», μου λέει. Αλλά, ούτε κι αυτό μου άρεσε. Δηλαδή, μεταξύ μας,
επειδή άλλη έπαιρνε το χρυσό στο ύψος, γι’ αυτό και δεν μου άρεσε το άθλημα.
Σαν την αλεπού με τα σταφύλια, ξέρεις…
Δυο αθλήματα λάτρεψα στη
ζωή μου πραγματικά. Τα 100 μέτρα και το μήκος. Το πρώτο, για την αδρεναλίνη και
τον ανταγωνισμό. Να χτυπάει η καρδιά σου σε τρελό ρυθμό. Ν’ ακούς στ’ αυτί σου
την ανάσα της διπλανής και στον σβέρκο σου το λαχάνιασμα της πισινής, να τρως
τη σκόνη που σηκώνουν οι ελβιέλες σου, να ουρλιάζεις σαν Απάτσι τη στιγμή του
τερματισμού. Αυτό είναι άθλημα! Δυστυχώς λίγες φορές κατάφερα να πάρω χρυσό.
Συνήθως ερχόμουν δεύτερη ή και τρίτη. Στα πρώτα 60 μέτρα ήμουν μπροστά, αλλά
μετά μου κοβόταν η ανάσα. Το δεύτερο άθλημα, το αγάπησα γιατί απλά… δεν υπήρχε
ανταγωνισμός! Η διαφορά μου με την αθλήτρια που ερχόταν δεύτερη ήταν πάντοτε το
λιγότερο 20 εκατοστά. Περίπατος, που λένε.
Εκείνο το απόγευμα, μαζευτήκαμε
στο προαύλιο για τους Σχολικούς Αγώνες από νωρίς. Σε λίγο, βαρεθήκαμε να
περιμένουμε. Μια συμμαθήτριά μου, η Ειρήνη που μας κέρδιζε συνήθως στα 100
μέτρα, μού λέει: «πάμε να τρέξουμε στο
δασάκι να κάνουμε προθέρμανση;».
Πήγαμε. Δίπλα στη μάντρα
ήτανε. Ήταν όμορφα να τρέχεις στη σκιά των δέντρων. Πιάσαμε κουβέντα, ξέρεις,
κουτσομπολιά δεκαεξάχρονων κοριτσιών, για αγόρια φυσικά. Ξεχαστήκαμε. Κάποια
στιγμή… θυμηθήκαμε πως είχαμε και Αγώνες! Του σκοτωμού γυρίσαμε τρέχοντας στο
σχολείο. Η σφυρίχτρα της Γυμνάστριας ακουγόταν από μακριά. Θα πρέπει να ήταν
έξαλλη. Να εξαφανιστούν έτσι ξαφνικά δυο από τα φαβορί!
Ελαιόλαδο και ξύδι Balsamico
για τις φακές μου
|
Πηδήξαμε τη μάντρα, και τι
να δούμε! Οι Αγώνες είχαν ήδη ξεκινήσει. Με την ουρά στα σκέλια τρέξαμε, εκείνη
προς την αφετηρία των 100 μέτρων όπου την περίμενε ο Γυμναστής με το πιστόλι να
την εκτελέσει, κι εγώ προς το σκάμμα όπου με περίμενε η Γυμνάστρια με
γουρλωμένα μάτια χειρονομώντας απειλητικά. «Ριτσάρδη! Πού είσαι; Τώρα είναι η
σειρά σου, τώρα! Πήδα παιδί μου!».
Όπως ήμουν, χωρίς να σταθώ ούτε στιγμή για αναπνοή, χωρίς
να μετρήσω βήματα, χωρίς να σκεφτώ τίποτα, συνέχισα να τρέχω και να τρέχω και
να τρέχω, έφτασα στη λευκή γραμμή, πάτησα, ούτε ξέρω που πάτησα, και πήδηξα, και
πέταξα, ανέμισα χέρια-πόδια στον αέρα… ώσπου προσγειώθηκα στην άμμο.
Σηκώθηκα, γύρισα πίσω μου
να δω τι έκανα. Ευτυχώς! Το άλμα ήταν έγκυρο. Τους είδα να μετράνε με τη
μεζούρα ξανά και ξανά. Εκείνοι δεν πίστευαν στα μάτια τους κι εγώ δεν πίστευα
στ’ αυτιά μου. Είχα πηδήξει 50 εκατοστά, μισό ολόκληρο μέτρο πιο πολύ από το χθεσινό προσωπικό μου ρεκόρ! Όπως καταλαβαίνεις, πήρα άλλο ένα χρυσό, το ίδιο και η φίλη
μου, και η Γυμνάστρια μας συγχώρεσε και τις δυο άτακτες μαθήτριες.
Τι τα θέλουν τα
ντοπαρίσματα; Το πράγμα είναι απλό. Πας να πηδήξεις με τρελό κέφι, καλά
ζεσταμένος, παίρνεις φόρα και δεν σκέφτεσαι. Τρέχεις και πηδάς χωρίς να
σκέφτεσαι. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις με άδειο το νου από
προκατασκευασμένες ιδέες, ανησυχίες και φόβους. Τότε, στον αθλητισμό, όπως και
στη ζωή γενικά, μπορεί να πετύχεις κι ένα ρεκόρ. Αυτό είναι το μυστικό μου.
Αλλά, δεν είναι μόνο αυτό.
Ας βάλουμε όμως στο μάτι την κατσαρόλα, και θα σου πω παρακάτω που «κολλάνε» οι φακές και που «κολλάει» και ο Μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης!
Ας βάλουμε όμως στο μάτι την κατσαρόλα, και θα σου πω παρακάτω που «κολλάνε» οι φακές και που «κολλάει» και ο Μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης!
ΦΑΚΕΣ ΠΟΥΡΕ
ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΣ
(τα βασικά)
½ κιλό φακές
1 κρεμμύδι ξερό
½ φλιτζάνι ελαιόλαδο
αλάτι και κόκκους μαύρο πιπέρι
Επάνω σειρά: γαρίφαλο, δάφνη, κόλιανδρος σπόροι & φύλλα, κάρυ
Κάτω σειρά: πράσινο πιπέρι, αλάτι, κάρδαμο, σκόρδο, σιναπόσπορος
|
Η γιαγιά μου έβαζε 2 δαφνόφυλλα, 2 σκελίδες σκόρδο, γαρίφαλο και ρίγανη. Για την «πειραγμένη»
συνταγή μου χρησιμοποιώ διάφορους συνδυασμούς μπαχαρικών. Πειραματίζομαι με
κόλιανδρο, κάρυ, κάρδαμο, σιναπόσπορο (της μουστάρδας), πράσινο πιπέρι…
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Βάζω τις πλυμένες και
σουρωμένες φακές σε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό 1 προς 3 (για ½ κιλό φακές 1 ½
κιλό νερό) σε χαμηλή φωτιά. Ρίχνω τα υλικά εκτός από το αλάτι που θα μπει στο
τέλος, αλλιώς δεν βράζουν εύκολα. Μετά από τουλάχιστον 1 ώρα, που θα έχουν
μαλακώσει, τις κατεβάζω από τη φωτιά, αφαιρώ τη δάφνη και τις περνάω από τον
μύλο των λαχανικών. Έτσι γίνονται οι φακές σαν πουρές. Προσθέτω λίγο ωμό
ελαιόλαδο και ξύδι balsamico.
Με αυτόν τον τρόπο οι
φακές είναι πιο εύπεπτες (σημαντικό για όσους δυσκολεύονται στην πέψη). Επίσης
μπορούν να παρουσιαστούν στο τραπέζι ακόμα και σαν κρασομεζές. Κρύες, όπως η
φάβα! Λίγο κρεμμυδάκι φρέσκο, μερικά τοματίνια, λίγη ρίγανη…
Σπύρος Λούης και Χίτλερ
Ολυμπιακοί Αγώνες 1936
|
Μπροστά από το Ολυμπιακό
Στάδιο, όπου είχα την τιμή κάποτε να αγωνιστώ και να πάρω ένα μετάλλιο, περνάει
ένας δρόμος με το όνομα Σπύρος Λούης. Έλληνας Μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς
του 1896, εθνικός ήρωας. Χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, ήρθε πρώτος με χρόνο 2
ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα.
Στη Τελετή Έναρξης στους
Ολυμπιακούς Αγώνες το 1936 στο Βερολίνο, ο Σπύρος Λούης ήταν επί κεφαλής της ελληνικής
αποστολής. Όπως φαίνεται καθαρά στο κινηματογραφικό ντοκουμέντο που σώζεται
σήμερα, φορούσε φουστανέλα και ήταν ο μόνος που δεν χαιρέτισε τον Αδόλφο με τον
γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό.
Μόλις τέλειωσε η παρέλαση, ο Αδόλφος κατέβηκε στο
στίβο και ζήτησε να γνωρίσει τον Έλληνα Ολυμπιονίκη. Του πρόσφερε κι ένα δώρο ενώ
ο Λούης του έδωσε ένα κλωνάρι ελιάς. Σύμβολο ειρήνης…
Για να με πείσει να τρώω
όσπρια η γιαγιά μου όταν ήμουν αθλήτρια, πριν από τους Αγώνες μου έλεγε σαν παραμύθι
την ιστορία του Λούη. Πως κέρδισε το χρυσό μετάλλιο επειδή πριν τρέξει είχε
φάει ένα πιάτο φασολάδα. Χαριτολογώντας, μου εξηγούσε πως ο Λούης κέρδισε τον
Μαραθώνιο επειδή, για ευνόητους λόγους, οι υπόλοιποι δρομείς από πίσω του
κρατούσαν… απόσταση ασφαλείας!
Έτσι την προηγούμενη μέρα
από τους Σχολικούς Αγώνες, η γιαγιά, συνήθως μου έφτιαχνε ένα πιάτο φακές πουρέ!
«Άντε, φάε σίδερο, και πήγαινε να τους κερδίσεις!» μου έλεγε…
Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ
Υ.Γ. Ο Σπύρος Λούης
γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1873 στο Μαρούσι της Αττικής, όπου και απεβίωσε
στις 26 Μαρτίου 1940, μια ημέρα μετά την Εθνική Εορτή. Φτωχός γεννήθηκε,
πάμπτωχος πέθανε. Γιατί η Ελλάδα ξέρει να τιμά τους ήρωες...
* Μοιραστείτε το link με φίλους &
εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για
να ενημερώνεστε πρώτοι!
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας