Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

ΣΑΛΤΣΑ ΝΤΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΦΛΕΡΤ

ΣΑΛΤΣΑ ΝΤΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΦΛΕΡΤ

(Πώς μια κατσαρόλα σάλτσα ντομάτα έγινε μια από τις αιτίες να γεννηθώ…)

Έλα, πέρνα μέσα! Ήρθες να ακούσεις τη συνέχεια, ε; Στάσου, να χαμηλώσω λίγο τη φωτιά, μη μου «αρπάξει» η σάλτσα - ντομάτα βράζω σήμερα - κι έρχομαι αμέσως να σου πω!



Είδες πώς μυρίζει; Άλλο πράμα το άρωμα της ντομάτας, παιδί μου, μεθυστικό! Και πεθαμένους ανασταίνει, που έλεγε η γιαγιά μου. Είναι κι αυτή η χημική ένωση όπου γίνεται η ζάχαρη καραμέλα όταν λιώνει με τη φωτιά.

Ε, ναι! Ακριβώς όπως λιώνεις κι εσύ όταν ξεμοναχιάζεστε με το αμόρε σου …

Λοιπόν, όπως σου είπα... κυριολεκτικά, μια κατσαρόλα σάλτσα ντομάτα ήταν μια από τις βασικές αιτίες που είμαι σήμερα εδώ. Χωρίς εκείνη τη σάλτσα δεν θα ήμουν ούτε… ωάριο. Θα σου πω μια ιστορία ερωτική! Κι ας είχε κακό τέλος. Τι να κάνουμε, κι αυτά μες στη ζωή είναι. Δεν παίζει για όλους ο κινηματογράφος χάπι εντ με μεταξωτές κορδέλες και τα λοιπά.

Πού είχαμε μείνει την προηγούμενη εβδομάδα;.. Α, ναι! Που η γιαγιά-Μαρία έστησε μονάχη της μια παράγκα στο Λυκαβηττό. Ήταν 19 χρονών τότε η κυρά-Μαρία...

Ένα απόγευμα, μόλις είχε τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού - τι σπιτιού δηλαδή - τέσσερις τοίχοι, μια λαμαρίνα για σκεπή, κουβάδες από κάτω να μαζεύουν τα νερά σε κάθε νεροποντή!... 

Ήταν κοκέτα όμως η Μαριώ. Μπορεί να ήτανε φτωχιά, αλλά πάντα καθαρή, καλοντυμένη – μοδίστρα ήταν, αυτό σου το’ χω πει. Καλοχτενισμένη και όμορφη, πάρα πολύ όμορφη, χμ... μάλλον από εκεί κρατώ κι εγώ! Μοσχοβολούσε, όπως μοσχοβολούν οι νέοι από ζωντάνια, ορμόνες και ορμή...

Μοσχοβολούσε και η κουζίνα της! Είχε βάλει να φτιάχνει εκείνο το απόγευμα σάλτσα ντομάτα η γιαγιά μου. Πότιζε τα γαρυφαλάκια στις γλάστρες της όταν… ξάφνου… βλέπει στον χωματόδρομο να κοντοστέκεται ένα περαστικό παλικάρι…

Μιά και δυό, πέρα-δώθε το παλικάρι! Περνούσε... Ξαναπερνούσε... Πήγαινε κι ερχόταν. Κι όλο έριχνε κλεφτές ματιές κι όλο έστριβε το μουστακάκι του με ύφος Έρολ Φλυν (σεξ σύμπολ εραστής, σελέμπριτι της εποχής)!

Αυτά είναι λόγια της γιαγιάς, κάθε που μού ‘λεγε αυτή την ιστορία.
Μισό λεπτό όμως, να ανακατέψω λίγο τη σάλτσα μην «πιάσει» και θα σου πω…

Που λες, η γιαγιά μου έφτιαχνε κάθε καλοκαίρι αυτή τη σάλτσα! Μόλις ωρίμαζαν οι ντομάτες και ήταν ζουμερές-ζουμερές και γλυκές. Βέβαια, αλλιώς μύριζαν παλιά οι ντομάτες, αλλά και τώρα μπορείς να βρεις «αληθινές» ντομάτες, αν ψάξεις λίγο. Αν ζεις στη εξοχή κι έχεις μποστάνι ή στην πόλη κι έχεις κήπο σίγουρα θα ‘χεις φυτέψει δικές σου, οπότε δεν έχεις καμιά ανάγκη εσύ! Όσο για τη συνταγή της γιαγιάς μου…


ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΣ:

5 κιλά ώριμες ντομάτες
1 κρεμμύδι,
1 σκελίδα σκόρδο
2 φύλλα δάφνη,
1 ξυλαράκι κανέλλα,
2 ξερά γαριφαλάκια
1 γεμάτη κ. σούπας ζάχαρη,
2 κοφτές κ. σούπας αλάτι
Ελαιόλαδο


Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Πλένω τις ντομάτες, τις βυθίζω σε βραστό νερό και μετά σε λεκάνη με κρύο νερό για να ξεφλουδίζονται εύκολα. Η γιαγιά αφιέρωνε χρόνο τότε να αφαιρέσει τα σπόρια γιατί τα παλιά τα χρόνια, πριν τις μεταλλάξεις, οι ντομάτες είχαν πολλά σπόρια. 

Σοτάρω το κρεμμύδι σε ελαιόλαδο σε μέτρια φωτιά για 5-7 λεπτά. Ρίχνω σκόρδο, τις ντομάτες σε κομμάτια, ζάχαρη και αλάτι. Προσοχή στο αλάτι! Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από το να προσθέσεις λίγο αλάτι αργότερα, αν χρειαστεί. Ενώ, άντε να το βγάλεις αν μπορείς!

Μετά από 20 λεπτά, πολτοποιώ τη σάλτσα περνώντας την από τον μύλο των λαχανικών. Ξαναβάζω την κατσαρόλα στη φωτιά. Προσθέτω κανέλλα, γαρίφαλο, δάφνη κι ανακατεύω κάθε τόσο με ξύλινη κουτάλα ώσπου να «δέσει».

Η γιαγιά μου δεν έβαζε πιπέρι, εγώ όμως βάζω. Στο τέλος θα δοκιμάσω μήπως θέλει κι άλλο αλάτι και θα «ψαρέψω» τα κανελογαρίφαλα και τη δάφνη.

Τώρα που έχουμε λίγο καιρό, όσο θα βράζει η σάλτσα, να σου πω τι έγινε παρακάτω. Η Μαρία ήταν ζόρικια. Ηπειρώτισσα, δεν σήκωνε πολλά-πολλά. «Μιά του κλέφτη, δυό του κλέφτη, τρεις και την κακή του ώρα», έλεγε. Μιά λοιπόν ο κυρ Δημητράκης, δυό… την τρίτη φορά που πλησίασε σε απόσταση βολής…



«Τι θες;» του λέει άγρια, η γιαγιά μου «Τι γυρεύεις; Γιατί άμα έχεις τίποτα φλερτ κι αηδίες στο μυαλό σου θα σε πάρει και θα σε σηκώσει» και του κουνάει απειλητικά το σκουπόξυλο. 

«Αμάν! Τι είναι τούτη; Σουλιώτισσα;» σκέφτεται ο παππούς μου και μαζεύεται – ναι αυτός ήταν τελικά ο παππούς μου! 


Όμορφη και γλυκιά η Μαρία, αλλά άστραφτε και βροντούσε!







«Με συγχωρείτε δεσποινίς» της λέει «με παρέσυρε η μυρωδιά της ντομάτας. Είναι πολύ… δελεαστική!»

«Μάααααλιστα... η ντομάτα!...» απαντά εκείνη.

Και τέλος πάντων, για να μην στα πολυλογώ… μιά του κλέφτη, δυό του κλέφτη, την τρίτη τον άφησε να καθίσει στο καρεκλάκι της στην αυλή, του έψησε κι ένα μερακλίδικο ελληνικό καφέ στο μπρίκι. Μετά, του έβγαλε λουκούμι. Ύστερα, θα ‘πεσε και κανένα τυροπιτάκι… Ε, δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος. Κάποια στιγμή, έγινε το «κακό». Μετά παντρεύτηκαν.

Ωραία ιστορία είναι κι αυτή αλλά θα σου την πω άλλη φορά, σήμερα δεν προφταίνω. Ύστερα γέννησαν τη μητέρα μου, ύστερα χώρισαν, ε, και πολύ πιο ύστερα, τσουπ! Εμφανίστηκα κι εγώ!


Κατάλαβες τώρα γιατί σου είπα πως οφείλω τη ζωή μου σε μια σάλτσα ντομάτα; Αυτά είναι! Γι’ αυτό πρέπει να προσέχει κανείς πάντοτε τι ακριβώς ρίχνει στην κατσαρόλα του και να ‘χει τα μάτια του δεκατέσσερα την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή γιατί οι συνέπειες μίας και μοναδικής πράξης είναι τελικά ανυπολόγιστες! Μια αλυσίδα από αποφάσεις, πράξεις και γεγονότα είναι η ζωή. «Τι κάρμα, τι ντάρμα» που λέει κι ένα τραγούδι…!

Κοίτα! Έγινε η σάλτσα μας! Δεν είναι λαχταριστή! «Μούρλια!» θα ‘λεγε αν ήταν εδώ η γιαγιά. Δεν σού ‘ρχεται να τη φας, όπως είναι, με το κουτάλι; 

Θα την αφήσω τώρα να κρυώσει λίγο και μετά τα γνωστά… Όταν η γίνει κάπως χλιαρή, θα τη βάλω σε καθαρά βάζα. Θα ρίξω λαδάκι από πάνω πριν κλείσω τα καπάκια για να απομονώσω τη σάλτσα από τον αέρα. Καθώς θα κρυώνει ο αέρας, θα κάνει «βεντούζα» - διάβαζες Φυσική στο Σχολείο, τα ξέρεις αυτά. 

Έτσι μετά, όταν θα ανοίγουμε τα βάζα, θα ακούμε αυτό το χαρακτηριστικό ΚΛΙΚ! Το οποίο είναι ένα πολύ καλό σημάδι ότι δεν θα χρειαστεί μετά το φαγητό να πάμε στο νοσοκομείο και ότι δεν θα στείλουμε εκεί και κανέναν άλλο…
  
Α! Τι βρήκα στο ντουλάπι! Το αγαπημένο κουζινικό βιβλίο της γιαγιάς μου – του προηγούμενου αιώνα - μεγάλη δασκάλα η Χρύσα Παραδείση! 

Κοίτα τι γράφει πρώτη σελίδα πάνω-πάνω: «Στα δύσκολα αυτά χρόνια που ζούμε, είναι επιτακτική ανάγκη κάθε γυναίκα να ξέρει να μαγειρεύει. Η ευτυχία του σπιτιού, εξαρτάται κατά μέγα μέρος από αυτό…»

Αυτά τα άτιμα τα «δύσκολα» τα χρόνια δεν θα τελειώσουν καμιά φορά;

Προς το παρόν και μέχρι να τελειώσουν, ας φτιάξουμε μια σπιτική σαλτσούλα, που είναι και γευστικότερη και πιο οικονομική από αυτές του εμπορίου. Και, πάνω απ’ όλα… είναι η δική μας σάλτσα! Φτιαγμένη με αγάπη!

Χάρηκα που τα είπαμε. Μου αρέσει η παρέα σου, με κάνει και αναπολώ. Είναι κι αυτό μια διασκέδαση!

Να ξανάρθεις! Σε περιμένω!

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ


ΥΓ. Και μιας και σε έχω συνηθίσει σε υστερόγραφα, σε ενημερώνω πως επειδή δεν κρατιέται το άτιμο το χέρι μου και πάντα πειραματίζομαι με τις συνταγές, αναλόγως διάθεσης, προσθέτω μερικές φορές… 
καρότο, κόκκινη ή πράσινη πιπεριά, θυμάρι, μπαχάρι, κόλιανδρο, κόκκους ροζ πιπέρι. 

Εννοείται, όχι όλα μαζί. Πότε το ένα πότε το άλλο. 

Κι επειδή είμαι γυναίκα «κρασάτη» ρίχνω μέσα κι ένα ποτηράκι λευκό ξηρό κρασί…έτσι, για το κέφι!


* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας