Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΣΚΑΝΤΑΛΙΕΣ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΚΑΙ ΟΛΛΑΝΔΕΖΙΚΗ ΠΙΤΑ

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΣΚΑΝΤΑΛΙΕΣ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΚΑΙ ΟΛΛΑΝΔΕΖΙΚΗ ΠΙΤΑ

(και τα μυαλά… φλογέρα!)
Λοιπόν. Άκου να δεις τι θυμήθηκα! Ήταν το 1983 στην Ολλανδία. Όταν δεν μπορείς να κάτσεις ήσυχα στ’ αυγά σου – για μένα το λέω…

Τω καιρώ εκείνω… σχεδόν κάθε χρόνο μας πήγαινε η δασκάλα μας της φλογέρας, η κυρία Βιβιάν, σε ένα καλοκαιρινό σεμινάριο για νέους από 12 μέχρι 20 κάτι ετών από όλη την Ευρώπη. Χαμός γινότανε. Άλλο να σου λέω κι άλλο να το βλέπεις! Ένα τσούρμο αγριεμένα εφηβάκια. Να πρέπει να τα βάλεις σε τάξη από νωρίς το πρωί για να κατασκευάσουν στο εργαστήριο μέσα σε δέκα μέρες από μια καινούρια φλογέρα από μπαμπού το καθένα με πριονάκια και λίμες και φελούς.

Να προσπαθείς να τα μαζέψεις δυό φορές τη μέρα σε ένα δωμάτιο να μάθουν να παίζουν άψογα σαν ορχήστρα καμιά δεκαπενταριά μουσικά κομμάτια του Μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως. Το βράδυ να τους μαθαίνεις ευρωπαϊκούς λαϊκούς χορούς, και να προσέχεις στο ενδιάμεσο μην τυχόν… αναπαραχθούν μεταξύ τους… Δεν θά’ θελα να είμαι δασκάλα μας στο Staff εκείνης της κατασκήνωσης κατά κανένα τρόπο σου λέω, το βάρος μου σε χρυσάφι να με πλήρωναν! Ο Πύργος της Βαβέλ, αλλά σε εκδοχή θρίλερ…

Ήμασταν που λες εκεί μαζί με την παιδική μου φίλη, τη Χρυσηίδα, που στην εφηβεία γίναμε κάτι σαν αδελφές, 19 ετών τέρατα, έτοιμες για όλα. Για τα χειρότερα φυσικά. Εκείνο το καλοκαίρι, αποφασίσαμε να μην κατασκευάσουμε φλογέρα μπάσο ή άλτο, που θα μας έτρωγε «πολύτιμο» χρόνο. Από σοπράνο και κάτω. Διάλεξα να φτιάξω σοπρανίνο, που θα την είχα τελειωμένη σε τέσσερις μέρες το πολύ. Έτσι είχαμε στη διάθεσή μας άφθονο χρόνο για ξάπλες, τραγούδι και περισυλλογή. Τo «Psycho Killer» τραγουδούσαμε τότε για να καταλάβεις…

Μια ωραία μέρα, ακούσαμε πως ο δάσκαλός μας του χορού θα πήγαινε αυθημερόν στο Άμστερνταμ για προμήθειες της κουζίνας. Α, μιάς και τό’ φερε η κουβέντα… στην Ολλανδία από μαγειρική, χμμ… το καλύτερο που φάγαμε κάποτε σε ένα σπίτι ήταν μοσχάρι με πατάτες, καρότα και αρακά βραστά, δηλαδή… βράστα! Όλο κάτι σούπες με διάφορα πράματα να κολυμπάνε μέσα, όσο για πρωινό και μεσημεριανό τρώγαμε πάντοτε ακριβώς το ίδιο: Σάντουιτς με βούτυρο και τυρί. Με βούτυρο και ζαμπόν. Με βούτυρο και σοκολάτα. Με βούτυρο και μέλι. Με μαρμελάδα… Ποικιλία, πάντως, δεν μπορώ να πω! Μαζί με τα σάντουιτς μας έδιναν να πιούμε και κάτι νερομπούλια με βότανα, τίλια και βουνότσαγα – δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση αν μέσα έριχναν και κανένα ηρεμιστικό…


Αλλά, επειδή δεν θέλω να κάνω κακό κάρμα κουτσομπολεύοντας τους ξένους ανθρώπους, η αλήθεια είναι πως τα καλύτερα γαλακτοκομικά που έφαγα ποτέ στη ζωή μου όλη - και μιλάμε για μισό αιώνα, όχι αστεία - ήταν στην Ολλανδία. Θεσπέσια. Αγνή και πλούσια γεύση: γάλα, ξινόγαλα, βούτυρο, γιαούρτι, τυριά. Κι όχι μόνο τα γνωστά Γκούντα, Ένταμ, αλλά μια ποικιλία που δεν φαντάζεσαι – εκτός κι αν έχεις πάει κι εσύ στις «χαμηλές» χώρες.
Με το που κρυφακούμε ότι ο τύπος θα πάει στο Άμστερνταμ και το βράδυ θα είναι πίσω… κοιταχτήκαμε με την φίλη μου και άλλα λόγια δεν χρειάστηκαν να ειπωθούν. Έπρεπε όμως να πείσουμε και τον «σοφέρ». Δεν ήταν δύσκολο. Τρεμόπαιξα τις βλεφαρίδες μου (όπως στο σινεμά) και του λέω γλυκά σε άπταιστα αγγλικά «Ααααχ… τι βαρετά που είναι εδώ πέρα στην κατασκήνωση, στη μέση του πουθενά, τόσα χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό… Τι ωραία να μπορούσαμε να δούμε κι εμείς το Άμστερνταμ έστω για λιγουλάκι, για δυό ωρίτσες μοναχά… Πότε θα μπορέσουμε να ξανάρθουμε οι καημένες τόσο δρόμο από την Ελλάδα στον Βορρά...»

Συναντηθήκαμε σε λίγο έξω από την Πύλη της κατασκήνωσης όπου φτάσαμε τρυπώνοντας μέσα στους θάμνους κρυφά. Μας έβαλε στο αμάξι του κι όπου φύγει-φύγει. Σε λίγες ώρες φτάσαμε Άμστερνταμ. Φοιτητής Νομικής ήτανε. Έμενε μαζί με κάτι άλλους σε ένα από αυτά τα υπέροχα κάθετα τετραώροφα παλιά σπίτια, σαν αυτό της Άννας Φρανκ στη φωτογραφία, που βρισκόταν μερικά κανάλια πιο μακριά. Παρκάρει απ’ έξω και μας λέει «Πάρτε τα κλειδιά μου, στον τρίτο όροφο είναι το δωμάτιό μου. Εγώ θα πάω για τα ψώνια και μετά έχω μια δουλειά. Έχω υποχρέωση να κάνω το τραπέζι σε κάτι Γιαπωνέζους φίλους που τους το χρωστάω. Δεν θα αργήσω. Στις 8 το βράδυ το πολύ θα είμαστε πίσω στην κατασκήνωση, εντάξει;»
Εντάξει, λέει! Εντάξει και παρατάξει, που θά’ λεγε κι η γιαγιά μου. Πρώτον: το παλικάρι δεν ήθελε τίποτα σε αντάλλαγμα για την κούρσα. Ενώ αν ήταν κανένας Έλληνας… «κοπελιές, πάρτε τα κλειδιά μου, κάντε ένα ντους κι έρχομαι» θα έλεγε. Αλλά αυτός, «κύριος». Ευρωπαίος, παιδί μου, άλλη κουλτούρα!

Ανεβήκαμε τα πολύ στενά κι απότομα σκαλιά – τα πάρα πολλά σκαλιά (μα γιατί δεν έφτιαχναν ασανσέρ από τον 17ο αιώνα;). Από το παράθυρο του δωματίου έβλεπες το κανάλι και γεφυράκι πέρα μακριά. Πολύ ρομαντικά. Αλλά, το κανάλι μας καλούσε! Η πόλη ολόκληρη μάς φώναζε με το όνομά μας. Κατεβήκαμε τρέχοντας και μπήκαμε στο πρώτο τραμ που περνούσε απ’ έξω. Τελευταία στιγμή θυμήθηκα να σημειώσω το όνομα του δρόμου και τον αριθμό του σπιτιού. Γιατί έπρεπε και να επιστρέψουμε…

Γυρίζοντας, είδαμε μια παράξενη εικόνα. Ένα αγόρι σκαρφαλωμένο στο περβάζι του δεύτερου ορόφου να παίζει φλάουτο κι ένα άλλο να του κρατάει την παρτιτούρα. Φιγουρατζήδες! Αυτοί εδώ που βλέπεις στη φωτογραφία είναι. Κουβαλούσα πάντοτε μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή με τον ευρυγώνιο και τον τηλεφακό. Τώρα, πού κολλάνε αυτοί; Θα σου πω. Όπως τους είδαμε από κάτω, μας είδανε από πάνω κι αυτοί. Έτσι, ανεβαίνοντας τους συναντήσαμε στον ημιώροφο, όπου βρισκόταν η κοινόχρηστη κουζίνα. Βέβαια, «κουζίνα» δεν την έλεγες ακριβώς. Η φωλιά του μικροοργανισμού θα ήταν ένας πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός. Λόφος τα άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη. Παραδίπλα έχασκε μισάνοιχτο το πλυντήριο και στο πάτωμα, που τελευταία φορά θα πρέπει να είχε σφουγγαριστεί τον καιρό του Ρέμπραντ, σέρνονταν κάτι εσώρουχα και άπλυτες κάλτσες. Τι να λέμε. Φοιτητές. Απανταχού της Γης, ένα πράμα – πλην εξαιρέσεων, υποθέτω!

«Γεια σας κορίτσια, πεινάτε;», ρωτάει ο Ψηλός. «Θα μαγειρέψουμε, καθίστε», μας λέει. Πέντε η ώρα τρώγανε οι Ολλανδοί βραδινό. Η φίλη μου πρόσεξε μια κατσαρίδα που μάς χαιρετούσε κουνώντας τις κεραίες της από μια γωνία. Με σκούντηξε και με ελαφρά πηδηματάκια αποχώρησε από το άντρο των βακτηριδίων. Εγώ, από περιέργεια να μάθω κάτι παραπάνω για την Ολλανδέζικη μαγειρική, κάθισα. Μα είχα ακόμα μεγαλύτερη περιέργεια να δω αν ένα αγόρι όντως μπορεί να μαγειρέψει. Γιατί οι δικοί μας τότε στην Ελλάδα, 90% δεν είχαν ιδέα. Παραμερίζει ο Ψηλός τα κόμικς και τα περιοδικά που ρέμβαζαν πάνω στο μεγάλο τραπέζι και ξεκινάει να φτιάχνει το παρακάτω ενδιαφέρον φαγητό. 
 Παραδόξως, αυτό ήταν και το καλύτερο φαγητό που έφαγα στην Ολλανδία. Οι Κάτω Χώρες, εκτός από τις τουλίπες, φημίζονταν τότε και για την ποιότητα στα «ανάμικτα λαχανικά». Οι φοιτητές, από τη μια είναι συνήθως άφραγκοι, κι από την άλλη δεν έχουν πολύ χρόνο γιατί διαβάζουν όλη μέρα (λέμε τώρα). Οπότε αυτό το χορτοφαγικό φαγητό είναι μια καλή λύση καθώς είναι πανεύκολο και οικονομικό.

ΟΛΛΑΝΔΕΖΙΚΗ ΠΙΤΑ ΜΕ ΑΝΑΜΙΚΤΑ ΛΑΧΑΝΙΚΑ
(για 6 άτομα)

ΥΛΙΚΑ
1 πακέτο (450 γρ.) βρασμένα ανάμικτα λαχανικά
250 γρ. τυρί Ένταμ κομμένο σε κύβους
1 κρέμα γάλακτος (200 γρ.)
4 αυγά
1 πακέτο σφολιάτα
1 γεμάτη κ. σούπας μαργαρίνη
Αλάτι και πιπέρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Σε βουτυρωμένο βαθύ πυρέξ στρώνω ένα φύλλο σφολιάτα. Ρίχνω μέσα το μίγμα από τα ανάμικτα λαχανικά, το τυρί και από πάνω τα αυγά χτυπημένα με την κρέμα, το αλάτι και το πιπέρι. Σκορπίζω μερικά κομματάκια μαργαρίνη. Σκεπάζω με τη σφολιάτα και αλείφω με μαργαρίνη. Ψήνω 80’ σε μέτριο προθερμασμένο φούρνο.

‘Εφαγα, ευχαρίστησα τον «σεφ» και ανέβηκα στο δωμάτιο. Ο «σοφέρ» μας άφαντος. Όταν σουρούπωσε για τα καλά ανησυχήσαμε κάπως. Για να μας περάσει η στενοχώρια, τσούκου-τσούκου ήπιαμε γουλιά-γουλιά μισό μπουκάλι λικέρ καφέ-κρέμα που βρήκαμε στο μπαράκι του και γινήκαμε… «πίτα». Είχε πάει δέκα όταν κατέφτασε. Κεφάτος πολύ, είχε περάσει θαυμάσια, τα είχε τσούξει κι αυτός με τους Γιαπωνέζους και μας είχε ξεχάσει.

Μεσάνυχτα φτάσαμε στην κατασκήνωση. Νομίζαμε πως θα τους βρούμε όλους να ροχαλίζουνε και να κοιμούνται όμως φευ!... Τους βρήκαμε ανάστατους να ψάχνουν πίσω από τους θάμνους με φακούς. Μετρήσανε οι δασκάλες τα κεφάλια, είδανε πως τους λείπουν δυο κορίτσια κι άρχισαν την αναζήτηση πτωμάτων στο δάσος. Όπως σε εκείνο το μακάβριο Δανέζικο θρίλερ, που πολύ μου άρεσε, το «The Killing». Δε χάρηκαν, όπως θα έπρεπε, μόλις μας είδαν. Αντίθετα, μας έβρισαν σε πέντε ευρωπαϊκές γλώσσες. Μας αποκάλεσαν «γαϊδάρες», «ανώριμες», «ανεύθυνες», «κακομαθημένες», «παλιοκόριτσα», και… «Ελληνίδες». Αυτά. Το άλλο πρωί ήμασταν πολύ διάσημες. Όλο το κάμπινγκ μας έδειχνε με το δάχτυλο και λέγανε διάφορα πίσω από την πλάτη μας. 

Αλλά δε βαριέσαι. Χρειάζονται θυσίες για να γίνει κανείς διάσημος. Κι έπειτα, αν δεν είχε συμβεί όλο αυτό, πώς θα είχα μάθει να φτιάχνω Ολλανδέζικη Πίτα;

Με αγάπη,
η θεία Μαριλίζ


Υ.Γ. Έγιναν κι άλλα πολλά σε εκείνη την κατασκήνωση, αλλά τώρα βιάζομαι, θα σου τα πω άλλη φορά.

* Μοιραστείτε το link με φίλους & εγγραφείτε στα μέλη αναγνώστες του blog για να ενημερώνεστε πρώτοι!


ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΣΑΝ SLIDESHOW

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας